της Αρχοντούλας Βαρβάκη
Επιμένει η Νέα Δημοκρατία στην πρότασή της για κυβέρνηση συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ. Εκμεταλλευόμενη τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν πολύ μικρή διαφορά ανάμεσα στα δυο πρώτα κόμματα παρουσιάζεται βέβαιη για την εκλογική της νίκη, αλλά αγωνιώντας να είναι κομμάτι της νέας κυβέρνησης και καθώς τα ποσοστά της παραμένουν χαμηλά δεν μπορεί παρά να επιδιώκει μια τέτοια συμμαχία. Παρά τις μέχρι τώρα διαφωνίες του ΣΥΡΙΖΑ, τη θέση αυτή επαναφέρουν συνεχώς στο τραπέζι τόσο ο Ευάγγ. Μεϊμαράκης, όσο και άλλα στελέχη της ΝΔ, όπως ο Α. Παπαμιμίκος και ο Κυρ. Μητσοτάκης. Την περασμένη Πέμπτη ο Ευαγγ. Μεϊμαράκης δήλωσε στο Kontra Channel ότι θα ήθελε προγραμματική συμφωνία σύγκλισης πριν από τις εκλογές.
Παράλληλα με τις προσπάθειες που κάνουν τα στελέχη της ΝΔ να πείσουν για την ανάγκη να παρθεί μια τέτοια απόφαση, εκφράζεται και η διάθεση να προχωρήσουν οι απαραίτητοι συμβιβασμοί προκειμένου να επιτευχθεί η συμφωνία. Η ΝΔ είναι διατεθειμένη να υποχωρήσει στο ζήτημα του προσώπου που θα αναλάβει την πρωθυπουργία, όπως δήλωσε ο πρόεδρος του κόμματος σε πρόσφατη συνέντευξή του στην τηλεόραση του Σταρ. Στην ίδια συνέντευξη κατηγόρησε τον Αλ. Τσίπρα για αλαζονεία δεδομένης της επιμονής του να αρνείται τη μεγάλη συνεργασία που προτείνεται. Στο πλαίσιο αυτής της ρητορικής φαίνεται να εντάσσεται και η επιδοκιμασία του έργου της σημερινής υπηρεσιακής κυβέρνησης, η οποία «μέσα σε λίγες μέρες έκανε όσα δεν είχε κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ επί επτά μήνες» και μοιάζει με το παράδειγμα που πρέπει να ακολουθηθεί.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα το σχέδιο γι’ αυτή τη συνεργασία είναι οδηγία των Ευρωπαίων «εταίρων». Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές πως πρόκειται για σενάριο που θα ευνοήσει τόσο τους ντόπιους όσο και τους ξένους υπερασπιστές της μνημονιακής πολιτικής, η οποία θα είναι η βάση αυτής της συνεργασίας. Ο στόχος μιας τέτοιας συγκυβέρνησης θα είναι να εξασφαλίσει τη μεγάλη «πλειοψηφία» εντός κοινοβουλίου, η οποία θα «νομιμοποιεί» τις επόμενες αντιλαϊκές αποφάσεις των βουλευτών, δηλαδή θα προσφέρει τη «σταθερότητα» που χρειάζεται το πολιτικό σύστημα προκειμένου να προχωρήσει στην υλοποίηση του νέου Μνημονίου. Γι’ αυτό άλλωστε η συζήτηση αυτή (η οποία διεξάγεται από τον Ιούλιο με την ένταση των τριγμών στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ) ενισχύεται και από τα ΜΜΕ που μέσω των δημοσκοπήσεων και άλλων αναλύσεων προβάλλουν την κυβέρνηση συνεργασίας ως τη μόνη λύση.
Παράλληλα η ΝΔ παρουσιάζει τις θέσεις της για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας χωρίς εκπλήξεις, πιστή στον αντιλαϊκό ρόλο που είχε ως τώρα και αποδεικνύοντας πως ο λόγος για τον οποίο θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να βρει τη θέση της ως κυβερνητικός εταίρος είναι η συνέχιση του έργου της υπέρ των αναγκών του κεφαλαίου και όχι των εργαζομένων. Η κύρια ανησυχία της είναι η ανάπτυξη των επενδύσεων. Θέλει ένα κράτος «αρωγό της ιδιωτικής πρωτοβουλίας», ένα «φιλικό επενδυτικό περιβάλλον». Στο ντιμπέιτ της Τετάρτης ο Ευαγγ. Μεϊμαράκης δεν κουράστηκε να επαναλαμβάνει τη σημασία των νέων επενδύσεων και την αντίθεσή του στον Αλ. Τσίπρα που τις «διώχνει». Η ΝΔ δεσμεύεται να εξασφαλίσει τις επενδύσεις, οι οποίες παρουσιάζονται από τον Ευαγγ. Μειμαράκη ως η λύση για την εξάλειψη της ανεργίας, την αύξηση των συντάξεων και των μισθών.
Η παραπάνω θέση συνεπάγεται για παράδειγμα την αποκρατικοποίηση των μεγάλων έργων και τη δέσμευση της ΝΔ ότι στους τρεις πρώτους μήνες δράσης της νέας κυβέρνησης θα ζητήσει την αναθεώρηση του Συντάγματος, που θα επιτρέψει τη λειτουργία των μη κρατικών πανεπιστημίων, προσφέροντας ολοκληρωτικά στο κεφάλαιο την ανώτατη εκπαίδευση ως χώρο επενδύσεων.