του Θάνου Ανδρίτσου
Σημαντικές διεργασίες για το εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα συντελούνται με ταχύτητα τις τελευταίες εβδομάδες. Η μνημονιακή μετάλλαξη του κυβερνόντος κόμματος, που έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με τη λαϊκή βούληση του 62% του «Όχι» στο δημοψήφισμα, αλλά και την αγωνιστική, ανατρεπτική στάση όλων των αριστερών, ακόμα και εντός του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ, κάνει ακόμα πιο επιτακτική τη λήψη αγωνιστικών και ενωτικών πρωτοβουλιών. Πράγματι, ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι κάτι το πολιτικό υπάρχει στον ζεστό καλοκαιρινό αέρα του φετινού καλοκαιριού και ότι σε κάθε πόλη και γειτονιά, χώρο εργασίας ή στέκι, ο κόσμος της Αριστεράς αλλά και συνολικά η κοινωνική πλειοψηφία, συζητά εντονότερα από ποτέ τις προοπτικές που ανοίγονται για να μην καμφθεί η λαϊκή αντιμνημονιακή δυναμική.
Σημαντικές και αρκετά μαζικές για την εποχή ήταν και οι κινητοποιήσεις ενάντια στα δολοφονικά μέτρα που ψηφίζονται στις παρωδίες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, κάθε Τετάρτη στη Βουλή. Γίνεται όμως σαφές σε όλους και όλες, ότι για να νικήσουν οι αγώνες και να ανατραπούν τα σενάρια κοινωνικής καταστροφής που ήδη βρίσκονται σε υλοποίηση, χρειάζεται πιο αναβαθμισμένη και πολιτικά αιχμηρή κοινή δράση των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που παλεύουν και δεν αποδέχονται το μονόδρομο των μνημονίων, του χρέους και της ευρωυποταγής.
Σε αυτή την κατεύθυνση, μια σημαντική κοινωνικοπολιτική πρωτοβουλία ανέλαβαν συνδικαλιστές, αγωνιστές, νέοι και διανοούμενοι μέσα από ένα κείμενο- έκκληση «για ένα μαζικό λαϊκό κίνημα του «Όχι μέχρι τέλους» για να μην περάσει το νέο, πιο βάρβαρο μνημόνιο». Οι αρχικές υπογραφές φτάνουν τις 250, και αντιπροσωπεύουν ένα πραγματικά ευρύ δυναμικό αγωνιστών και αγωνιστριών του εργατικού και λαϊκού κινήματος, της νεολαιίστικης πάλης, στελέχη από τους χώρους της Αριστεράς της ρήξης καθώς και ανθρώπους της τέχνης και του πνεύματος. Η κρίσιμη αυτή πρωτοβουλία θα κορυφωθεί αυτή τη βδομάδα, καθώς την Τρίτη 28 Ιουλίου, στις 7.30 το απόγευμα στο πανεπιστήμιο της ΑΣΟΕΕ καλείται η πρώτη συνέλευσή της, που αναμένεται να αποτελέσει ένα μαζικό πολιτικό γεγονός.
Παράλληλα, μια πληθώρα πρωτοβουλιών λαμβάνει χώρα σε όλη την Ελλάδα. Επιτροπές του «Όχι μέχρι τέλους» συγκροτούνται μέσα από συνελεύσεις που συσπειρώνουν ήδη σημαντικό δυναμικό, παρά τη δυσκολία της περιόδου. Αλλά και στο επίπεδο της θεωρητικής αναζήτησης, η συζήτηση έχει φουντώσει καθώς ένας πλούσιος διάλογος μέσα από συζητήσεις, εκδηλώσεις, αρθρογραφία κ.α. παίρνει σάρκα και οστά. Όλα δείχνουν ότι το τοπίο στο λαϊκό κίνημα και την Αριστερά δε θα είναι ποτέ το ίδιο.
Εμπρός να σηκωθούμε όλοι λίγο ψηλότερα! Για μια μεγάλη λαϊκή ανάταση. Για μια νέα προοπτική που αξίζει στον κόσμο της εργασίας. Μπορούμε να νικήσουμε. Και θα νικήσουμε!»
Με αυτό τον αγωνιστικό και ελπιδοφόρο τόνο ξεκινά, η έκκληση που υπογράφουν μέχρι στιγμής 250 συνδικαλιστές και συνδικαλίστριες, αγωνιστές, νέοι και διανοούμενοι. Και αυτό το πνεύμα διαπερνά όλο το κείμενο, αλλά και την ουσία της κοινωνικοπολιτικής πρωτοβουλίας. Δεν αρκεί η οργή για την ψήφιση από την «κυβέρνηση της Αριστεράς» του πιο βάρβαρου πακέτου μνημονιακών μέτρων, ούτε η απογοήτευση από την παραχάραξη της λαϊκής ψήφου ή και το αίσθημα προδοσίας που αισθάνονται πλατιά λαϊκά στρώματα από τη διάψευση των προσδοκιών τους. Απαιτείται ανάταση, αισιοδοξία και πίστη στη δυνατότητα να υπάρξει και να επιβληθεί από τους αγώνες του λαού ένας διαφορετικός δρόμος από τη θανατική καταδίκη του ευρωμονοδρόμου. Είναι ανάγκη να αναιρεθεί η ηττοπάθεια και η απογοήτευση για να μην επιβληθεί η φτώχεια και η αδικία και για να μην αφήσουμε στο έδαφός τους να σηκώσουν κεφάλι οι αντιδραστικές, φασιστικές δυνάμεις. Αν ο λαϊκός παράγοντας δεν δράσει, και αν η Αριστερά ταυτιστεί μονάχα με τις μνημονιακές πολιτικές, τότε μαύρες μέρες έρχονται στον τόπο μας.
Όπως περιγράφεται στο κείμενο, η ελληνική κοινωνία, η δημοκρατία και η λαϊκή κυριαρχία βρίσκονται μπροστά σε μια «θανάσιμη απειλή», μέσα από το «κοινοβουλευτικό και κυβερνητικό πραξικόπημα» ενάντια στο ηρωικό και λαϊκό «Όχι» της 5ης Ιουλίου. Όπως αποδείχτηκε με απόλυτο τρόπο, κανένας «έντιμος συμβιβασμός» δεν μπορεί να υπάρξει με τους ξένους και εγχώριους τοκογλύφους, όπως δεν μπορεί να συμβαδίσουν οι κοινωνικές- λαϊκές ανάγκες με τη μόνιμη λιτότητα του ευρώ και της ΕΕ.
Στο δίλλημα «ρήξη ή υποταγή», οι υπογράφοντες και υπογράφουσες παίρνουν ξεκάθαρη θέση καλώντας «το λαό, τους εργάτες και εργαζόμενους, τη νεολαία, τη μαχόμενη διανόηση και τους καλλιτέχνες του “Όχι”, να κάνουν ένα ακόμη βήμα, διαλέγοντας τη ρήξη!». Ο δρόμος της ρήξης είναι ο μόνος που μπορεί να υπερασπιστεί τη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία ενάντια στον ολοκληρωτισμό των φαστ τρακ ψηφοφοριών και της υποτέλειας στους ευρωπαίους και τους αμερικάνους καπιταλιστές. Για αυτό και απαιτείται η συγκρότηση του κοινωνικού μπλοκ, του ενωμένου εργαζόμενου κόσμου στην πάλη για τα δικαιώματά του, ενάντια στις ψεύτικες «εθνικές ενότητες» που συσκοτίζουν τον κοινωνικό ανταγωνισμό και ξεπλένουν όλο το σάπιο πολιτικό σύστημα που κατέστρεψε τη χώρα.
Ο δρόμος αυτός, δεν είναι η καταστροφή για την οποία μιλούν εν χορώ, τα ΜΜΕ της διαπλοκής και οι νεόκοποι «αριστεροί» μνημονιακοί. Αντιθέτως, υπάρχει εναλλακτικό σχέδιο, που ουσιαστικά αυτό είναι το μόνο που μπορεί να αποτρέψει την κοινωνική ερήμωση. Είναι το σχέδιο της ρήξης και ανατροπής του νέου και των παλιών μνημονίων, της εξόδου και χειραφέτησης από ευρώ, ΕΕ, της παύσης πληρωμών και διαγραφής του χρέους, της εθνικοποίησης των τραπεζών και των στρατηγικών επιχειρήσεων με εργατικό έλεγχο, της κάλυψης των αναγκών σε εργασία και μισθό για τα λαϊκά στρώματα, της προάσπισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Αυτό το σχέδιο που συνοπτικά περιγράφεται στο κείμενο της πρωτοβουλίας απαιτεί και προϋποθέτει την οργάνωση και αλληλεγγύη του λαού, την αντεπίθεση και τον ξεσηκωμό.
Ένα τέτοιο βήμα σημαντικό θα είναι οι ενωτικές λαϊκές συνελεύσεις και επιτροπές του «Όχι μέχρι τέλους», στη δημιουργία των οποίων καλούν οι υπογράφοντες σε γειτονιές και πόλεις, χώρους εργασίας και σπουδών, στο χώρο της τέχνης και της διανόησης. Πρόκειται για μια πολυεπίπεδη διαδικασία που απαιτεί τη συστράτευση με κάθε τρόπο όλου του κόσμου που αρνείται να παραδεχτεί το νέο «αριστερό ΤΙΝΑ» (από το «δεν υπάρχει εναλλακτική» της Θάτσερ) και ασφυκτιά στη συνθηκολόγηση της Αριστεράς. Είναι μια διαδικασία κοινωνική, καθώς αποσκοπεί στην κοινή δράση και την αλληλεγγύη κατά τόπους και κεντρικά. Επιδιώκει τη συγκρότηση μόνιμων οργάνων αγώνα και εν δυνάμει επιβολής μιας διαφορετικής, εργατικής πολιτικής, που είναι απολύτως αναγκαία για να μην αφήσουν κανένα φτωχό μόνο του μπροστά στη λεηλασία και για να οργανώσουν την αντεπίθεση των λαϊκών αναγκών. Είναι όμως και μια διαδικασία πολιτική, καθώς αναδεικνύει την ανάγκη κοινής πάλης και συνεννόησης όλων των κομματιών της Αριστεράς και του κομμουνιστικού κινήματος, που αναγνωρίζουν ότι πρέπει να αντιπαλέψουν το διασυρμό της αριστερής ιδεολογίας και πολιτικής που συντελείται.
Οι υπογράφοντες και υπογράφουσες, αντιπροσωπεύουν μερικά από τα πιο πρωτοπόρα κομμάτια στο κίνημα, τη διανόηση και την πολιτική δράση.
Ένα μεγάλο μέρος τους προέρχεται από το ζωντανό εργατικό κίνημα. Από τον δημόσιο τομέα, ενδεικτικές είναι οι υπογραφές πολλών εκλεγμένων συνδικαλιστών στην ΑΔΕΔΥ, όπως ο Μιχάλης Ρίζος , ο Νίκος Αδαμόπουλος, η Αιμιλία Τσαγκαράτου, ο Γρηγόρης Καλομοίρης, η Βιβή Πασχάλη, ο Παντελής Βαϊνάς, ο Αντώνης Καραβάς, ο Βασίλης Λιόντος κ.α. Σημαντική παρουσία έχουν εκπρόσωποι του εκπαιδευτικού κινήματος από εκλεγμένα όργανα στην ΟΛΜΕ και τη ΔΟΕ όπως η Γιώτα Ιωαννίδου, η Ντίνα Ρέππα, ο Μιχάλης Μιλτσακάκης, ο Ανδρέας Ζαφείρης, ο Δημήτρης Μαριόλης, η Γεωργία Μπαρδουμπούρη, ο Γιάννης Λαθήρας, η Άννα Μπαχτή, ο Νίκος Τζέρπος.
Σίγουρα αδικούνται πολλοί και πολλές με αυτή την ενδεικτική αναφορά που συνεχίζεται με πολλούς ακόμα εκπροσώπους του μαχητικού συνδικαλισμού όπως ο Αντώνης Σταματόπουλος, ο Αντώνης Νταλακογιώργος, η Σύλβια Κοιλάκου, ο Δημήτρης Τζουβελέκης, η Ειρήνη Δαφέρμου, η Λίνα Κατσιόλα, ο Χρήστος Κονιάρης, , η Κατερίνα Κοτσόργιου, ο Νίκος Μπινιώρης. Γιατροί όπως η Όλγα Κοσμοπούλου, ο Σωτήρης Καλιαμπάκος, η Δάφνη Κατσίμπα, ο Βασίλης Κωστάρας, και μηχανικών όπως ο Αντώνης Δραγανίγος, ο Γρηγόρης Λάσκαρης, ο Γιώργος Λιάγκος, ο Δημήτρης Πετρόπουλος, η Μυρτώ Δαρδαβίλα, ο Σπύρος Βλαχαδάμης και άλλοι.
Ξεχωριστή αναφορά αξίζει στον μεγάλο αριθμό δημοσιογράφων όπως ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου, ο Λεωνίδας Βατικιώτης, ο Άρης Χατζηστεφάνου, ο Διονύσης Ελευθεράτος, η Ματίνα Παπαχριστούδη, ο Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος, ο Γεράσιμος Λιβιτσάνος και ο Γιώργος Παγούδης.
Σημαντική είναι η συμμετοχή δημοτικών και περιφερειακών συμβούλων όπως η Δέσποινα Κουτσούμπα, ο Θανάσης Αγαπητός, η Φλώρα Νικοληδάκη, η Άννα Βασιλάκη, η Κατερίνα Χαμηλάκη, ο Γιάννης Κυριακάκης, ο Παναγιώτης Κάτσαρης, ο Πάνος Παπανικολάου, η Γεωργία Νίκα, ο Σταύρος Τζιορτζιώτης, ο Σπύρος Αλεξίου, ο Νιάρχος Νιαρχάκος, ο Δημήτρης Ταβουλάρης.
Έντονη είναι η παρουσία μαχητικών διανοούμενων και ακαδημαϊκών, όπως είναι ο Γιάγκος Ανδρεάδης, ο Σπύρος Μαρκέτος, ο Γρηγόρης Γεροτζιάφας, ο Παναγιώτης Σωτήρης, η Δώρα Λαφαζάνη, ο Δημήτρης Καλτσώνης, ο Γιώργος Μανιάτης και ο Βασίλης Λιόσης ενώ ιδιαίτερο είναι το στίγμα των καλλιτεχνών που ξεχωρίζει η υπογραφή του τραγουδιστή Γιώργου Μεράντζα και της μουσικού Βασιλικής Παπαδοπούλου.
Αρκετές δεκάδες είναι οι εκπρόσωποι της νέας γενιάς, με τη συμμετοχή πολλών συνδικαλιστών του φοιτητικού κινήματος καθώς και πρωτοβουλιών στο χώρο της ανεργίας και της ελαστικής εργασίας.
Όλη αυτή η συνύπαρξη πρωτοπόρων αγωνιστών, συνδικαλιστικών χώρων και πολιτικών ρευμάτων, δίνει πνοή στην αναγκαία πάλη και είναι μια έμπρακτη απόδειξη για ένα μαζικό σχέδιο ενάντια στην υποταγή στο μονόδρομο των μνημονίων, της ΕΕ και του ευρώ. Μέσα από αυτή την πολυσυλλεκτικότητα, συνυπάρχουν ιδιαίτερες αντιλήψεις και χρωματισμοί, κομμάτια με περισσότερο ή λιγότερο ολοκληρωμένη θέση σχετικά με το μεταβατικό πρόγραμμα. Πρόκειται λοιπόν για μια τεράστιας σημασίας αρχή σημαντικών βημάτων συζήτησης και κοινής πάλης, που αναμετριέται με τη μεταλλαγμένη μνημονιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και την περιχαρακωμένη αποχώρηση από τη μάχη της ηγεσίας του ΚΚΕ.
Είναι μια πρωτοβουλία που μπορεί να δώσει ώθηση στο εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα, να εκφράσει τους πόθους και τις αγωνίες, όλου του αγωνιζόμενου κόσμο για μια ενωτική αλλά ανατρεπτική πολιτική, να δώσει δίοδο για τους ανθρώπους της δημιουργίας και της σκέψης.
Οργανωμένα ο λαός να πάρει πάνω του το ηρωϊκό «Όχι»
Η κεντρική πρωτοβουλία των 250 υπογραφών γίνεται παράλληλα με μια δυναμική διαδικασία συγκρότησης επιτροπών και συνελεύσεων για το «Όχι μέχρι τέλους» σε πολλούς δήμους της Αθήνας και πόλεις της Ελλάδας.
Μια πρώτη τέτοια πρωτοβουλία πήραν μόλις λίγες μέρες μετά το δημοψήφισμα εργαζόμενοι και συνδικαλιστές στο δημόσιο με δεκάδες υπογραφές που καλούσαν σε άμεσο αγώνα για να διαφυλαχτεί η βούληση του ελληνικού λαού, ενώ αντίστοιχα καλέσματα με υπογραφές έγιναν σε πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη. Μετά και την υπογραφή των νέων μνημονιακών συμφωνιών και τις διαδοχικές ψηφοφορίες για τα μέτρα κοινωνικής εξαθλίωσης, όλο και πιο μεγάλη απήχηση έχουν βρει τα καλέσματα (μεταξύ άλλων και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του ΝΑΡ από την πρώτη στιγμή) για επιτροπές αγώνα σε κάθε χώρο δουλειάς, γειτονιά και πόλη για να περάσει στο χέρι του οργανωμένου λαού, η πάλη για την υπεράσπιση του «Όχι» και την ανατροπή της κυβερνητικής πολιτικής.
Μέσα στις τελευταίες βδομάδες, σχεδόν σε όλη την Ελλάδα γίνονται προσπάθειες για τη συγκρότηση τέτοιων λαϊκών δομών αντίστασης και αντεπίθεσης, που -αν και όπως είναι φυσικό με διαφορετικές ταχύτητες- έκαναν ήδη αισθητή την παρουσία τους στις κινητοποιήσεις των προηγούμενων εβδομάδων.
Στην Αθήνα, σε όλες σχεδόν τις γειτονιές, έγινε ένας πρώτος κύκλος συνελεύσεων με αρκετά μαζική προσέλευση, πλούσια κουβέντα και αγωνιστικό πνεύμα. Ενδεικτικά αναφέρουμε το Περιστέρι, την Αγία Παρασκευή, τους Αμπελόκηπους, τον Κολωνό, τους δήμους του Πειραιά κ.α. Και στη Θεσσαλονίκη, ιδιαίτερη σημασία έχει η εστίαση στις λαϊκές γειτονιές, με θετικό να είναι το κλίμα από την πρώτη «Λαϊκή Συνέλευση των Δυτικών Συνοικιών». Ιδιαίτερα επιτυχημένες είναι οι επιτροπές και οι συνελεύσεις που γίνονται σε πολλές πόλεις της Ελλάδας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το Ηράκλειο της Κρήτης, η Κοζάνη, το Ναύπλιο, η Λιβαδιά, τα Γρεβενά κ.α.
Στις συνελεύσεις διεξάγεται πλούσια και έντονη συζήτηση για την προοπτική των αγώνων, το σχέδιο της ρήξης αλλά και τον τρόπο με τον οποίο θα οργανωθεί η πάλη για την επιβίωση και την ανατροπή σε κάθε γειτονιά. Το κλίμα που μεταφέρεται είναι πώς είναι η πρώτη φορά που με τόσο συνειδητό τρόπο, οι αγωνιστές και αγωνίστριες, αλλά και οι πολιτικές δυνάμεις που συμμετέχουν, αναζητούν ένα περιεχόμενο συνολικό και ρηξιακό, πάνω στο οποίο να συγκροτηθεί ο αγώνας.
Το μεταβατικό πρόγραμμα που έχει καταθέσει εδώ και χρόνια η ΑΝΤΑΡΣΥΑ -και βέβαια χρειάζεται βάθεμα και ανάπτυξη- είναι πλέον πολύ εύκολα κατανοητό από τη λαϊκή πλειοψηφία καθώς έχει γίνει κατανοητό ότι ΕΕ και ευρώ σημαίνουν μνημόνια για πάντα. Αυτό βέβαια ανοίγει ένα πλαίσιο νέων απαιτήσεων, όχι μόνο για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά για όλο το λαϊκό κίνημα της ρήξης καθώς η εποχή επιτάσσει ένα πολιτικό πρόγραμμα ταυτόχρονα άμεσο, που να απαντά στις προκλήσεις του σήμερα, αλλά με βάθος και στόχευση στο μέλλον. Αυτό γίνεται εμφανές, καθώς η συζήτηση εντός του κινήματος είναι πρωτόγνωρα πολιτική και βαθιά. Έτσι η απλή αναμέτρηση σε σημεία του προγράμματος δεν αρκεί. Σε αυτές τις επιτροπές τίθενται οι βάσεις για ένα ευρύ κοινωνικό και πολιτικό μπλοκ της ρήξης που θα πάρει πάνω του την υπόθεση της κοινωνικής ανατροπής τα επόμενα χρόνια.
Από τη μεριά του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η κατεύθυνση είναι σαφής. Κάθε αγωνιστής ή συλλογικότητα που θέλει να παλέψει ενάντια στη νεομνημονιακή πολιτική της κυβέρνσης, ενάντια στο μονόδρομο του ευρώ και της ΕΕ, ενάντια στην τρομοκρατία των καναλιών και τον εργοδοτικό τσαμπουκά πρέπει να οργανωθεί σε κοινές επιτροπές- συνελεύσεις του «Όχι μέχρι τέλους» και να δώσει από κοινού τη μάχη. Δεν είναι ώρα για μικροπολιτικές, τακτικισμούς, ούτε και αντιστοιχεί το κλείσιμο της κουβέντας σε δύο τρία άμεσα ζητήματα. Απαιτείται αποφασιστικότητα, ενωτικό πνεύμα παράλληλα όμως με την αναγνώριση ότι η περίοδος είναι τέτοια που ανοίγεται η συζήτηση πλατιά μέσα στον εργαζόμενο λαό για να καταλάβει τι έφαιξε, τι απέτυχε και πώς θα νικήσει στο μέλλον. Να μην κλείνει η ίδια η Αριστερά την κουβέντα, νομίζοντας ότι έτσι θα έρθει πιο κοντά στο λαό.
Οι επιτροπές αυτές μπορούν να γίνουν τα όργανα της πάλης, της αλληλεγγύης, ακόμα και εν δυνάμει της «εξουσίας των κάτω» στις οποίες οφείλουν να συζητιούνται και να αντιπαλεύονται οι υπαρκτές πολιτικές γραμμές, στο βαθμό βέβαια που είναι πράγματι αγωνιστικές και αντιμνημονιακές και αντιλαμβάνονται ως πρώτο καθήκον την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και της νεολαίας και όχι της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού. Αγωνιστικές επιτροπές υποστήριξης μιας κυβέρνησης που ψηφίζει το κόψιμο των συντάξεων δε μπορούν να υπάρξουν.
Είναι πραγματική ευκαιρία να οικοδομηθούν αυτές οι επιτροπές, με στόχευση άμεση και μακροπρόθεση. Δε θα εξαντληθούν σε αυτή την περίοδο, αλλά θα συνεχίσουν και μετά το καλοκαίρι για να πάρουν πάνω τους τον αγώνα. Για να αναλάβουν οι ίδιες την υπεράσπιση των λαϊκών συμφερόντων και όχι μια κυβέρνηση που συνθηκολόγησε ή ακόμα χειρότερα μια εχθρική συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Να αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας…