της Ειρήνης Γαϊτάνου
Ο ιστορικός χρόνος είναι συμπυκνωμένος τις μέρες αυτές. Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και η πολιτική συζήτηση είναι ιδιαίτερα αναβαθμισμένη: βρισκόμαστε μάλλον σε μια από εκείνες τις στιγμές που αποδεικνύουν ότι η ιστορία δεν εξελίσσεται γραμμικά, και που η έκβασή τους είναι καθοριστική για τη συνέχεια. Στη φάση αυτή, είναι ολοφάνερη η διαδικασία πολιτικοποίησης και ριζοσπαστικοποίησης ευρύτερων λαϊκών μαζών. Αυτό αφορά κατεξοχήν τη συζήτηση για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η συνειδητοποίηση του χαρακτήρα και της στρατηγικής της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και το αίτημα για αποδέσμευση από την ΕΕ, μετατρέπεται από ιδεολογική αναφορά συγκεκριμένων πολιτικών χώρων σε πλατύ και συγκεκριμένο πολιτικό αίτημα που αγγίζει ευρύτερα κομμάτια της κοινωνίας αλλά και της Αριστεράς.
Η μετατόπιση αυτή είναι ολοφάνερη στον πολιτικό διάλογο των τελευταίων ημερών, μετά την υπογραφή της μνημονιακής συμφωνίας από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και την ανάδειξη των συντριπτικών ορίων της στρατηγικής “ούτε ρήξη-ούτε υποταγή” και της ίδιας της παραμονής στην ευρωζώνη και την ΕΕ. Καταρχήν είναι ολοφάνερη σε επίπεδο κοινωνίας, καθώς πλατιά στρώματα συνειδητοποιούν τα παραπάνω όρια και επιδιώκουν την ουσιαστική κατανόηση του τι συμβαίνει σήμερα, κάτι που δημιουργεί το έδαφος βαθύτερης πολιτικοποίησης της συζήτησης και αναμέτρησης με τα ερωτήματα της ρήξης. Σε δεύτερο επίπεδο, μια τέτοια μετατόπιση αγγίζει ιδιαίτερα το χώρο της αριστεράς. Ακτιβιστές, διανοούμενοι και πολιτικά στελέχη, που ένα προηγούμενο διάστημα παρέμεναν εγκλωβισμένοι σε μια ευρωπαϊκή στρατηγική, σήμερα τοποθετούνται και αρθρογραφούν υπέρ της αποδέσμευσης από την ΕΕ.
Η πραγματικότητα αυτή αφορά και συλλογικότητες, με χαρακτηριστική την πρόσφατη ανακοίνωση της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ, η οποία, ασκώντας σοβαρή κριτική στη μνημονιακή συμφωνία της κυβέρνησης και τη στρατηγική της, προτάσσει για πρώτη φορά το αίτημα της αποδέσμευσης από την ΕΕ και την ευρωζώνη. Μάλιστα, το ιδεολογικό ρήγμα είναι τόσο βαθύ, που τα παραπάνω αφορούν κατεξοχήν άτομα και σχηματισμούς που δεν τοποθετούνταν εξαρχής προγραμματικά υπέρ τέτοιων αιτημάτων, αλλά προσλαμβάνουν τη σημερινή πραγματικότητα με πιο αδιαμεσολάβητο τρόπο.
Έτσι, η αντικαπιταλιστική αριστερά καλείται να σηκώσει το γάντι, προτάσσοντας την ανάγκη αλλά και συγκεκριμένες επεξεργασίες για τη συγκρότηση ενός ευρύτερου κοινωνικο-πολιτικού μετώπου ενάντια στην ευρωζώνη και την ΕΕ. Είναι λοιπόν ιδιαίτερα προβληματική μια τάση που εμφανίζεται μετριοπαθής στο πρόταγμα τέτοιων αιτημάτων υποτασσόμενη σε τακτικισμούς ή στο όνομα ενός υποτιθέμενου μετώπου ενάντια στο σεχταρισμό. Μια τέτοια τάση διαμορφώνεται και σήμερα, προτάσσοντας μόνο τη ρήξη με την ευρωζώνη αλλά όχι με την ΕΕ, όπως φαίνεται να περιγράφει και η Αριστερή Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ. Μια τέτοια αντίληψη έρχεται στην πραγματικότητα κατά τη γνώμη μας από το παρελθόν, από τον τρόπο που έχουμε συνηθίσει να προσλαμβάνουμε την πολιτική.
Χρειάζεται όμως σήμερα μια βαθύτερη κριτική των όψεων εκείνων που καταρρέουν μαζί με τη χρεωκοπημένη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ. Δύο είναι τα βασικά προβλήματα της αντίληψης που υποβαθμίζει την αντι-ΕΕ πάλη ως κεντρικό κόμβο.
Πρώτον, η λογική ότι οι κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες γίνονται στη βάση του ελάχιστου δυνατού έδειξε τα όρια της μαζί με την κατάρρευση της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ. Φυσικά, συμμαχίες δε γίνονται ούτε στη βάση του συνόλου ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος, χωρίς ιεράρχηση και κόμβους: γίνονται όμως στη βάση του κρίσιμου αναγκαίου, ώστε να μη βρεθούν πολύ γρήγορα αντιμέτωπες με τα ίδια τους τα όρια (και φυσικά, χωρίς φετιχοποιήσεις).
Δεύτερον, υπήρχε ένα προηγούμενο διάστημα η αίσθηση ότι όσο πιο θολά τα λέει κανείς, τόσο ευρύτερα στρώματα μπορεί να συνασπίσει – λογική που επίσης καταρρέει εκκωφαντικά. Σήμερα η συγκυρία είναι τέτοια που ευρύτερα στρώματα του λαού αυτό που αναζητούν είναι καθαρές απαντήσεις, σοβαρές και συγκεκριμένες αναλύσεις της κατάστασης, και πραγματικές, επεξεργασμένες διεξόδους, μετά από 5 χρόνια παραπλανήσεων και αδιέξοδων στρατηγικών – και χωρίς να φοβούνται να ανοίξουν τη συζήτηση, όπως αποδείχθηκε περίτρανα και με το 62% του όχι στο δημοψήφισμα.
Είναι φυσικά αντίστοιχα λανθασμένη η πρόσληψη τέτοιων αιτημάτων, όπως η αποδέσμευση από την ΕΕ, ως πράγματι πρακτική διαχωρισμού, και η φοβική αντιμετώπιση των μετατοπίσεων προς τέτοιες θέσεις, ως εάν η πολιτική να είναι αναζήτηση υπαρξιακού τύπου, όπου το πόσο αριστερός είναι κανείς αποδεικνύεται από το πόσο δεξιός είναι ο διπλανός του. Αντίθετα, η επαναστατική πολιτική συνίσταται στην ιεράρχηση και πρόταξη των κόμβων εκείνων που αφενός είναι ανταγωνιστικοί με την αστική στρατηγική, και αφετέρου παρεμβαίνουν ενεργά και οξύνουν τις αντιφάσεις των λιγότερο συνειδητών τάσεων του κινήματος, επιδιώκοντας να τις στρατεύσουν τελικά σε μια αντικαπιταλιστική στρατηγική.