Ενεργό το αγωνιστικό ρήγμα μέσα στο λαό
του Βασίλη Μηνακάκη
Η μάχη του «όχι» μπορεί να κερδηθεί και την Κυριακή και μακροπρόθεσμα μόνο αν δοθεί όχι με σημαία ένα θολό «όχι στην πρόταση της 25ης Ιούνη» που μπορεί να εξελιχθεί σε ένα νέο μνημόνιο αλλά με προμετωπίδα ένα τριπλό όχι: στους «πιστωτές», τα κυβερνητικά μνημόνια και στην ΕΕ, την αγορά και τη χρεομηχανή.
Είναι πολύ νωρίς για να βγουν ασφαλή συμπεράσματα για το πώς φτάσαμε στην εξαγγελία του δημοψηφίσματος. Κι είναι, επίσης, ριψοκίνδυνο να διατυπωθούν τελεσίδικες ερμηνείες. Είναι αντιθέτως πολύ χρήσιμο -τόσο για τη μάχη του δημοψηφίσματος αυτή καθαυτή όσο και για τη μάχη των συνειδήσεων και των συσχετισμών την επόμενη μέρα- να εντοπιστούν καταρχήν κάποιες βασικές διεργασίες που οδήγησαν στο δημοψήφισμα και στη συνέχεια κάποια κρίσιμα χαρακτηριστικά της μάχης αυτής – διεργασίες και χαρακτηριστικά που αντανακλούν το ευρύτερο τοπίο της ταξικής πάλης την περίοδο αυτή.
Καταρχήν για τα υπόγεια ρεύματα. Επιγραμματικά και χωρίς να είναι δυνατό να γίνουν επί του παρόντος οι αναγκαίες ιεραρχήσεις, στην ως τώρα κατάληξη των διαπραγματεύσεων και στο δημοψήφισμα μπορούμε να διακρίνουμε την πίεση των κεφαλαιοκρατών και των δανειστών (ΕΕ, ΔΝΤ, τραπεζίτες κ.λπ.) σε συνθήκες κρίσης να διασφαλίσουν τις επενδύσεις τους γενικά και στο ελληνικό χρέος ειδικότερα, καθώς και τα κέρδη τους, μέσα από μια πιο άγρια κοινωνική και πολιτική επίθεση στον εργαζόμενο λαό. Μια επίθεση που δεν θα του αφήνει καν περιθώριο για πολλές δεκαετίες να σκεφτεί πως υπάρχει ή -πολύ περισσότερο- μπορεί να αποτολμηθεί ένας άλλος δρόμος. Εξίσου ορατές ήταν βέβαια και οι ενδοκαπιταλιστικές αντιπαραθέσεις για το ποιος κυρίως θα φορτωθεί τα ρίσκα και τις απώλειες από το «πρόβλημα Ελλάδα» (το ΔΝΤ ή η ΕΕ, το «παραγωγικό» ή το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, το εγχώριο ή το πολυεθνικό) και ποιος θα αποκομίσει τα μεγαλύτερα κέρδη από τη «λύση» που δίνουν η διαχρονική αναπαραγωγή της χρεομηχανής, οι αντεργατικές «μεταρρυθμίσεις» και τα μνημονιακά «προγράμματα».
Ορατό, επίσης, έγινε ότι το αγωνιστικό ρήγμα που άνοιξε τα τελευταία χρόνια, παρά τις εξάρσεις και τις υφέσεις του, τις οπισθοχωρήσεις και την κυβερνητική ανάθεση, παραμένει ανοιχτό και απειλεί, με κάθε ευκαιρία, το μαύρο μέτωπο κεφαλαίου-ΕΕ-ΔΝΤ και των κυβερνήσεων που το υπηρετούν. Και το σπουδαιότερο, όσο πιο άγρια γίνεται η επίθεση, όσο πιο κυνικοί και απαιτητικοί γίνονται οι «δανειστές», από τη μια, και, από την άλλη, όσο πιο ξεκάθαρα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κατρακυλά σε μνημονιακά μονοπάτια, ορκίζεται πίστη και αφοσίωση στο ευρώ και την ΕΕ και μιλά για «έντιμο συμβιβασμό», τόσο πιο δύσκολη γίνεται η χειραγώγηση αυτού του ρήγματος. Τόσο πιο μαζική και απειλητική για το σύστημα και τους ουτοπιστές του «ούτε ρήξη-ούτε υποταγή» γίνεται η πιο βαθιά τάση που ξεδιπλώνεται εντός του, και βλέπει πέρα από την ΕΕ, τις αγορές και τον καπιταλιστικό μονόδρομο.
Καταρρέουν οι ψευδαισθήσεις ότι μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός με τον αρπακτικό σύγχρονο καπιταλισμό και τους στυλοβάτες του
Ποιος φανταζόταν ότι ένα δημοψήφισμα που εξαγγέλθηκε με ερώτημα αν ο βιασμός των εργαζομένων θα γίνει ωμά ή με πασπάλισμα θα εξελισσόταν σε μια τόσο σημαντική κοινωνική και πολιτική σύγκρουση; Ποιος απ’ όσους βαυκαλίζονταν ότι μπορεί να υπάρξει «αμοιβαία επωφελής λύση» με τα αρπακτικά του σύγχρονου καπιταλισμού περίμενε ότι οι «πιστωτές» θα έλεγαν «όχι» στον Τσίπρα όταν αυτός έλεγε «ναι» την πρόταση Γιουνκέρ; Ποιος μπορούσε να διανοηθεί ότι ενόψει του δημοψηφίσματος, θα έσπευδαν να τοποθετηθούν στο στρατόπεδο του «ναι», σε μια εντυπωσιακή και υπεραντιδραστική πανστρατιά, εκτός από τους συνήθεις υπόπτους -ΕΕ, ΔΝΤ, ΜΜΕ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι- ο πάπας κι ο αρχιεπίσκοπος, πρυτάνεις και εμπορικοί φορείς, ο ΣΕΒ και η ΓΣΕΕ, δήμαρχοι και δικηγορικοί σύλλογοι;
Και τέλος ποιος μπορούσε να διανοηθεί ότι θα εγκατέλειπαν το στρατόπεδο του «όχι» τόσο οι υποτιθέμενοι «διεθνείς σύμμαχοι» (Ρωσία, Κίνα κ.λπ.) και οι ομοτράπεζοι «Ποδέμος», όσο και η ίδια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που, κλείνοντας τις τράπεζες, δίνοντας τροφή στα παπαγαλάκια των ΜΜΕ με τα ΑΤΜ, εντάσσοντας το δημοψήφισμα στη «διαπραγμάτευση» και, το κυριότερο, προτείνοντας στους «θεσμούς» ένα νέο μνημόνιο, ναρκοθετεί το «όχι» μέρα τη μέρα;
Με τη δυναμική και τα χαρακτηριστικά που έχει αποκτήσει η αναμέτρηση, δεν επιτρέπονται ερασιτεχνισμοί κι ουτοπικά σχέδια. Γιατί, μπορεί η κυβέρνηση να έστησε το δημοψήφισμα πάνω στο δίλημμα «ροζ ή μπλε μνημόνιο», με εκβιαστικό τρόπο και σε ένα πλαίσιο που ακυρώνει αντί να διευκολύνει την ελεύθερη έκφραση της λαϊκής θέλησης και τις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, ωστόσο η διάσταση που απέκτησε η μάχη υπερέβη τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς κι ανατίναξε τις φαντασιώσεις μιας πολιτικής που μπορεί δήθεν να είναι φιλολαϊκή με τη συναίνεση της ΕΕ, των εργοδοτών, των τραπεζιτών και των ιμπεριαλιστών.
Φρόντισαν γι’ αυτό οι αντίπαλοι των εργατικών-λαϊκών συμφερόντων, οι οποίοι πολύ γρήγορα ανέδειξαν το πραγματικό ερώτημα της μάχης -«εντός ΕΕ και αστικού πλαισίου ή σε έναν άλλο δρόμο»- και συγκρότησαν ένα χαλύβδινο αντιδραστικό μέτωπο του «ναι σε αυτό το πλαίσιο». Έτσι, με την ίδια ταχύτητα που πρόβαλε στο προσκήνιο το πραγματικό δίλημμα της μάχης και παρατάσσονταν τα πραγματικά στρατόπεδα που θα την έδιναν, με την ίδια κατέρρεαν οι ψευδαισθήσεις ότι μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός με τον αρπακτικό σύγχρονο καπιταλισμό και τους στυλοβάτες του, να αξιοποιηθούν οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, να υπάρξει διόρθωση της ΕΕ ή έξοδος από το ευρώ χωρίς συνολική έξοδο από την ΕΕ και σύγκρουση με την αστική τάξη πραγμάτων.
Δεν είναι τυχαία η στάση των «απέναντι» ούτε πηγάζει απλώς από τη θέλησή τους να διαπομπεύσουν πολιτικά την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ – γι’ αυτό είναι εκτός τόπου και χρόνου οι επικλήσεις του ΣΥΡΙΖΑ στα «πολιτικά όπλα» των ευρωπαϊκών συνθηκών και θεσμών. Πίσω από την αδιαλλαξία και την αυξημένη επιθετικότητά τους βρίσκεται η οικονομική επιθετικότητα του κεφαλαίου συνολικά, που για να υπερβεί την ιστορική του κρίση στο σημερινό ψηφιακό, παγκοσμιοποιημένο, ασταθές και ανταγωνιστικό περιβάλλον ζητά σαν βρυκόλακας διαρκώς περισσότερο αίμα εργατικών δικαιωμάτων· και από την άλλη, η πολιτική-ιδεολογική του επιθετικότητα, με την οποία επιδιώκει να αποκλείσει, να καταπνίξει εν τω γεννάσθαι κάθε σκέψη που θα τολμούσε να στραφεί σε άλλη κατεύθυνση, να τη συντρίψει κάτω από τις ερπύστριες των καθεστωτικών ΜΜΕ, της οικονομικής τρομοκρατίας και του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού.
Σε αυτές τις συνθήκες, η μάχη του «όχι» μπορεί να κερδηθεί και την Κυριακή και μακροπρόθεσμα μόνο αν δοθεί όχι πάνω στο κάλπικο «όχι» της κυβέρνησης αλλά πάνω στο πραγματικό της δίλημμα· αν δοθεί με σημαία όχι ένα θολό «όχι στην πρόταση της 25ης Ιούνη» που μπορεί να εξελιχθεί σε ένα νέο μνημόνιο αλλά με προμετωπίδα ένα τριπλό όχι (στους «πιστωτές», τα κυβερνητικά μνημόνια και στην ΕΕ, την αγορά και τη χρεομηχανή)· αν δοθεί από το στρατόπεδο της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων – όλων αυτών που έχουν συμφέρον να εντάξουν το «όχι» σε μια λογική ανατροπής και να συνοδεύσουν το «όχι» στην κάλπη με μια μαχητική στάση την επομένη σε κάθε εργασιακό και κοινωνικό χώρο, με ένα δυναμικό «όχι» στα μνημόνια της επόμενης μέρας που απεργάζονται το μαύρο μέτωπο ΕΕ – ΔΝΤ – τραπεζιτών – κεφαλαιοκρατών, αλλά και η κυβέρνηση – η σημερινή των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ή όποια άλλη προκύψει.