του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Αν την Κυριακή, στο ουρανό της Αθήνας εμφανιστούν αεροπλάνα του Ευρωστρατού, που θα πετούν φείγ-βολάν υπέρ του «Ναι» κατά τα πρότυπα της προπαγάνδας εν καιρώ πολέμου, μάλλον κανέναν δεν θα παραξενέψει, μετά από όσα έχουν γίνει αυτή την εβδομάδα. Το «μαύρο μέτωπο» των εγχώριων και ξένων θιασωτών της μνημονιακής βαρβαρότητας έχουν επιστρατεύσει ήδη κάθε εφεδρεία σε πολιτικό, κοινωνικό, μιντιακό και επιχειρηματικό επίπεδο. προκειμένου να κερδηθεί υπέρ του «Ναι» το δημοψήφισμα.
Καθιστούν σαφές πως αυτό που διακυβεύεται ξεπερνά τις όποιες μεθοδεύσεις της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ για την αστική διαχείριση της διαπραγμάτευσης με τους πιστωτές. Το «έπαθλο» που διεκδικούν είναι ένα λαό ηθελημένα υποταγμένο στο μονόδρομο της υποταγής. Και ιδίως να «σβήσουν» για χρόνια από τη συνείδηση της εργατικής τάξης κάθε σκέψη αντίστασης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως στην πολιτική καταστροφολογία των κομμάτων του δοσιλογισμού (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ- Ποτάμι) και στην τρομολαγνεία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, προστέθηκε με τον πλέον ωμό τρόπο ο συντονισμένος εργοδοτικός εκβιασμός στους χώρους δουλειάς με έναν τρόπο που δεν έχει προηγούμενο.
Ενδεικτικό των εφεδρειών που επιστρατεύει το πολιτικό σύστημα για να ενισχύσει την πολιτική υπεράσπιση του «Ναι», είναι η παρουσία στα τηλεοπτικά κανάλια του Κωνσταντίνου Καραμανλή μετά από εφτά χρόνια πολιτικής σιωπής! Ο πρώην πρωθυπουργός ολοκλήρωσε το «πάζλ» της προσπάθειας τρομοκράτησης, όχι τόσο με αναφορές σε οικονομική κατάρρευση αλλά στα εθνικά θέματα. Υποστήριξε ότι «η παραμονή μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια δεν επιβάλλεται μόνο για οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους.
Επιβάλλεται, πάνω από όλα, για λόγους εθνικούς» και ότι «η εθνική ασφάλεια πρέπει να είναι το υπέρτατο κριτήριο των αποφάσεών μας». Αυτά την ίδια στιγμή που Νέα Δημοκρατία, Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ τελούν υπό καθεστώς υστερικής «μνημονιακής χορωδίας» με αιχμή του δόρατος του πολιτικού τους λόγου την αποδοχή οποιουδήποτε οικονομικού προγράμματος ακραίας λιτότητας στο βωμό της παραμονής στο ευρώ. Την εβδομάδα αυτή ουσιαστικά ξεπέρασαν ακόμη και τα ελάχιστα όρια που έως τώρα είχαν υπό την πίεση της λαϊκής αγανάκτησης. «Η δραχμή θα επιστρέψει» και «χωρίς την Ευρώπη που θα πάμε; Ζιμπάμπουε ή Αργεντινή» ήταν μία από τις χαρακτηριστικές δηλώσεις του Αντώνη Σαμαρά, ενώ ο Σταύρος Θεοδωράκης δήλωνε όλη την εβδομάδα με τον πλέον ευθύ τρόπο, ότι το κόμμα του έχει αναδειχθεί ως ο κύριος εκφραστής των ευρωπαϊκών ιδεών στο πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται, προσδοκώντας σαφώς στο «χρίσμα» του συνόλου των δανειστών, ως του κεντρικού πολιτικού τους εκφραστή. ‘Οσο για τη Φώφη Γεννηματά, άφησε κατά μέρος την όποια «φιλολαϊκή» νότα επιχειρούσε να προσδώσει στο ΠΑΣΟΚ μετά την εκλογή της, τασσόμενη χωρίς περιστροφές στο μνημονιακό στρατόπεδο.
Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί και η -πρωτόγνωρη για τα δεδομένα των τελευταίων δεκαετιών στην Ελλάδα- προσπάθεια, αυτή η πολιτική επιχειρηματολογία να αποκτήσει και κάποιας μορφής κοινωνική έκφραση. ‘Ετσι, παράλληλα με την κινητοποίηση των κομματικών μηχανισμών των προαναφερόμενων κομμάτων, επιχειρείται και η «αφύπνιση» μεσοαστικών και μικροαστικών στρωμάτων υπό την σκέπη του «Μένουμε Ευρώπη». Παρά την τραγελαφική εικόνα που παρουσιάζει, είναι ενδεικτική της «γενικής επιστράτευσης» του μνημονιακού κατεστημένου, που παραβαίνει βασικές τακτικές αρχές του, εχθρικές προς κάθε μορφή μαζικής έκφρασης.
‘Ολα τούτα, όταν από τον διεθνή παράγοντα, την ΕΕ, την ΕΚΤ, το ΔΝΤ, τις ΗΠΑ και κάθε λογής διεθνές κέντρο πραγματοποιείται μία απροσχημάτιστη και ακραία παρέμβαση στα εσωτερικά της χώρας.
Ο Ζ. Κλώντ Γιούνγκερ μας κάλεσε …να μην αυτοκτονήσουμε, φοβούμενοι μήπως πεθάνουμε! Μέρκελ, Σόιμπλε, Ολαντ, Ρέντσι, Ντέισελμπλουμ, Στούμπ και διάφοροι ακόμη πρωθυπουργοί και υπουργοί της ευρωζώνης βρήκαν άπλετο χρόνο στα τηλεοπτικά κανάλια για να θέσουν τα σαφέστατα διλήμματά τους στον ελληνικό λαό: Αποδοχή ή οικονομικός θάνατος. Το ΔΝΤ χαρακτήρισε μεν μη βιώσιμο το χρέος, με την Κριστιν Λαγκάρντ όμως να θεωρεί μονόδρομο την λιτότητα και την φτωχοποίηση. Ο Μπ. Ομπάμα και το Στέιτ Ντηπάρντμεντ τάσσονται ασυζητητί υπέρ μίας μνημονιακής συμφωνίας. Δεν λείπουν και πολλοί που δίνουν πλέον σαφείς εντολές για το ποια πρέπει να είναι η νέα διακυβέρνηση της χώρας, όπως ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σούλτς που ζήτησε «μια κυβέρνηση τεχνοκρατών, ώστε να μπορούμε να συνεχίσουμε να διαπραγματευόμαστε», ικανοποιημένος προφανώς από το προηγούμενο της κυβέρνησης Παπαδήμου.
Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο μνημονιακό εαυτό τους. Με όπλο τα ασύστολα ψεύδη (ότι π.χ το δημοψήφισμα καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο). την υπερπροβολή των ουρών στα ΑΤΜ, την παρουσίαση μίας κοινωνίας «υπέρ του ναι» δεν χρειάζονται πλέον καν «φύλο συκής». Εκτίθενται ως προπαγανδιστικοί μηχανισμοί των ιδιοκτητών τους. Ακόμη και κάποια που τηρούσαν -μάλλον για λόγους ακροαματικότητας- μια κριτική στάση στις μνημονιακές πολιτικές (π.χ Real FM), έχουν διαλέξει με σαφήνεια