του Γιώργου Κρεασίδη
Αναμφίβολα, η πρωτοβουλία της κυβέρνησης να φέρει χτες στη Βουλή πρόταση για δημοψήφισμα την επόμενη Κυριακή πάνω στις προτάσεις της Τρόικας, των λεγόμενων «θεσμών», ανοίγει μια φάση σημαντικών εξελίξεων και έχει το αποτύπωμα της κοινωνικής πίεσης που νιώθει η κυβέρνηση. Έρχεται μετά το αδιέξοδο μιας πολιτικής γραμμής που έλεγε «ούτε ρήξη, ούτε υποταγή». Ανεξάρτητα από την προφανή προσπάθεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να ενισχύσει τη θέση της στις διαπραγματεύσεις και όχι να απορρίψει μια νέα συμφωνία μνημονιακού τύπου, η πορεία των πραγμάτων δεν είναι δεδομένη. Σε αυτή τη νέα φάση έρχεται σε δύσκολη θέση το πολιτικό φάσμα της δεξιάς και μνημονιακής αντιπολίτευσης του «μένουμε Ευρώπη» και της χωρίς όρους αποδοχής των απαιτήσεων της ΕΕ και του ΔΝΤ. Τη στιγμή μάλιστα που άρχισε να συζητιέται όλο και πιο έντονα η ιδέα παραγόντων της ΕΕ και της αστικής τάξης ότι μια συμφωνία με τους δανειστές, την ανάγκη της οποίας δέχεται καταρχήν η κυβέρνηση, θα πρέπει να στηριχτεί σε ευρύτερο κυβερνητικό σχήμα με τις φιλοΕΕ δυνάμεις εκτός της ακροδεξιάς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Α. Σαμαράς με δηλώσεις του την περασμένη βδομάδα, μαζί με τη στήριξη μιας συμφωνίας με τους δανειστές στη Βουλή, δεσμεύτηκε για συμμετοχή σε κυβερνητικό σχήμα τύπου Παπαδήμου σε περίπτωση που οι κυβερνητικοί βουλευτές που θα την ψηφίσουν είναι λιγότεροι από 150. Συμφωνώντας έτσι με προηγούμενες δηλώσεις του υπουργού Επικρατείας Ν. Παππά, «ότι κάτι τέτοιο μπορεί να επιτρέψει την υπερψήφιση της συμφωνίας, αλλά σημαίνει και απώλεια της δεδηλωμένης», τάχθηκε κατά των εκλογών και …προσφέρθηκε. Απλά έβαλε τον όρο να μην είναι ο Α. Τσίπρας πρωθυπουργός, δεχόμενος μια νέα περίπτωση Παπαδήμου. Ο πρόεδρος της ΝΔ έβαλε στην άκρη τη γραμμή που ήθελε πτώση της κυβέρνησης και εκλογές μετά από εμπλοκή στις διαπραγματεύσεις με την Τρόικα.
Τις ίδιες ώρες ο Σ. Θεοδωράκης δεχόταν την προκλητική στήριξη δυνάμεων του κεφαλαίου, μέσα και έξω από τη χώρα, σαν αναγκαίος εταίρος του ΣΥΡΙΖΑ που θα εγγυηθεί τη συμφωνία με ΕΕ και ΔΝΤ. Είναι χαρακτηριστικό πως τόνισε πως θα δεχτεί οποιαδήποτε συμφωνία ζητήσουν οι δανειστές, ενώ έκανε και προτάσεις χειροτέρευσης των μέτρων, με ιδέες όπως χτύπημα των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, κλείσιμο δημόσιων οργανισμών κ.λπ. αντί της φορολόγησης επιχειρήσεων. Για την εφαρμογή μιας ενδεχόμενης συμφωνίας και ο Σ. Θεοδωράκης πρότεινε συμμαχικό κυβερνητικό σχήμα, όχι όμως χωρίς τον Α. Τσίπρα, απορρίπτοντας τα περί «οικουμενικής» του Σαμαρά.
Εντύπωση προκάλεσε η προβολή του Σ. Θεοδωράκη από τις κυρίαρχες δυνάμεις της ΕΕ. Έτσι και αλλιώς είναι δεδηλωμένη η προτίμηση του γερμανού προέδρου της ευρωβουλής Μ. Σουλτς στο Ποτάμι για τη θέση του κυβερνητικού εταίρου, θέση που την έχει εκφράσει σε μια από τις πολλές συναντήσεις με τον Σ. Θεοδωράκη. Αλλά είναι κίνηση με πολλαπλά μηνύματα ότι τις μέρες των κρίσιμων συναντήσεων κορυφής του Γιούρογκρουπ έγινε το γεύμα του αρχηγού του Ποταμιού με τέσσερις πρωθυπουργούς της Ευρωζώνης, από χώρες κοντά στις επιλογές της γερμανικής κυβέρνησης, καθώς και η συνάντησή του με τον Επίτροπο Οικονομικών της ΕΕ, Π. Μοσκοβισί.
Όλη αυτή η κινητικότητα δεν έμεινε χωρίς απάντηση από την πλευρά της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Ν. Παππάς μιλώντας την περασμένη Τρίτη στο ραδιοσταθμό Στο Κόκκινο ανέφερε πως «ο Αλέξης Τσίπρας δεν πρόκειται να γίνει Παπαδήμος», απορρίπτοντας έτσι τα σενάρια υποστήριξης από το μνημονιακό μπλοκ της αντιπολίτευσης, με αντάλλαγμα μια κυβέρνηση χωρίς κεντρικό ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα. Την ίδια στιγμή έστειλε ένα σαφές μήνυμα προς φωνές εντός του ΣΥΡΙΖΑ που διαφωνούν με μια συμφωνία με τους δανειστές, λέγοντας πως «είναι πολύ κρίσιμο και θα αποδειχθεί ότι η συμφωνία που θα έρθει στη Βουλή θα έχει τη στήριξη της σημερινής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, κι αυτό θα μας ισχυροποιήσει ιδιαίτερα». Επιχειρεί έτσι το Μαξίμου να εκβιάσει την αναδίπλωση της εσωκομματικής αμφισβήτησης με το φόβητρο της πτώσης της κυβέρνησης σε όφελος κυβερνήσεων τύπου Παπαδήμου.
Παράλληλα όμως η κυβέρνηση απλώνει τις δικές της γέφυρες προσπαθώντας να εξασφαλίσει ευρύτερη πολιτική συνεννόηση και συναίνεση, υπό τη δική της ηγεμονία, η οποία θα μπορεί να στηρίξει ακόμα και μια συμφωνία με τους δανειστές, που ακόμα και αν γίνει στη βάση των προτάσεών της, θα την οδηγήσει σε μια δοκιμασία των σχέσεων της με την εκλογική της βάση, αλλά και την αριστερή εσωκομματική κριτική. Έτσι στις 16 Ιουνίου είχαμε την όλο νόημα συνάντηση του Α. Τσίπρα με την Ντ. Μπακογιάννη που διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο στο χώρο της ΝΔ με πρωτοβουλίες συναίνεσης υπέρ μιας συμφωνίας με την Τρόικα.
Είχε προηγηθεί άλλη μια συνάντηση του πρωθυπουργού με τον Σ. Θεοδωράκη, ο οποίος δήλωσε στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς ότι συζητήθηκε σε αυτή το ενδεχόμενο ανασχηματισμού για να αντιμετωπιστούν όσοι από το ΣΥΡΙΖΑ δε θα στηρίξουν τη συμφωνία με τους δανειστές.
Η τρίτη συνάντηση της ημέρας έγινε με τη νέα πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, τη Φ. Γεννηματά. Παρόλο που η είδηση είναι απλά ότι έγινε η συνάντηση, είναι γεγονός ότι έγινε ένα βήμα υπέρβασης του ψυχροπολεμικού κλίματος που υπήρχε με τον Β. Βενιζέλο.
Τρεις μέρες μετά, ο Α. Σαμαράς προσπαθώντας να απαντήσει με όρους «φιλευρωπαϊκού μετώπου» συναντήθηκε με τους Κ. Σημίτη και Λ. Παπαδήμο, δυο φθαρμένους πρώην πρωθυπουργούς που προκαλούν αρνητικούς συνειρμούς για την κοινωνία.
Αυτού του είδους οι συναντήσεις και δηλώσεις στέλνουν μηνύματα με πολλαπλές σημασίες. Για την κυβέρνηση είναι σαφής η προσπάθεια διεμβολισμού της μνημονιακής αντιπολίτευσης και της διασφάλισης συναίνεσης γύρω από την επιδιωκόμενη συμφωνία με ΕΕ και ΔΝΤ. Επιχειρείται παράλληλα η ακύρωση σχεδιασμών για νέο κυβερνητικό σχήμα που θα περιθωριοποεί τον Α. Τσίπρα και θα υποβαθμίζει το ΣΥΡΙΖΑ. Την ίδια ώρα εξίσου σαφές μήνυμα στέλνεται στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, ότι τυχόν απόρριψη μιας συμφωνία με τους δανειστές απλά θα οδηγήσει σε αναδιάταξη του κυβερνητικού μπλοκ με τη συμμετοχή πρόθυμων, όπως το Ποτάμι.
Το κόμμα του Σ. Θεοδωράκη διεκδικεί ρόλο εγγυητή της μνημονιακής πολιτικής και μεταφορέα της βούλησης της Τρόικας, ενώ το ΠΑΣΟΚ αναζητά και αυτό θέση στο πολιτικό σκηνικό.
Για τη ΝΔ, τον Σαμαρά, την Μπακογιάννη και τους βαρόνους της, η άμεση διαθεσιμότητα για μια νέα σαφώς μνημονιακή κυβέρνηση, ακόμα και χωρίς την περιθωριοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, γίνεται κρίσιμος όρος για να κρατήσει ρόλο στις εξελίξεις, αν και είναι δύσκολο να γίνει αυτό χωρίς απόσυρση του φθαρμένου πολιτικού προσωπικού, πρώτα και κύρια του Α. Σαμαρά.
Αυτές οι κινήσεις αναδιάταξης του αστικού πολιτικού σκηνικού δεν έχουν να κάνουν απαραίτητα με έναν άμεσο ορίζοντα. Εξάλλου η πρωτοβουλία της κυβέρνησης για το δημοψήφισμα δείχνει ότι δεν θα είναι απλή υπόθεση μια συμφωνία. Την ίδια στιγμή όμως οι πολιτικές εξελίξεις στην ΕΕ καταγράφουν την άμεση φθορά όλων των κυβερνητικών σχημάτων που διαχειρίζονται την αστική πολιτική σε περιόδους κρίσης και αντιλαϊκής αντεργατικής επίθεσης από το κεφάλαιο. Μια φθορά που αναδεικνύει νέα πολιτικά ρεύματα, κατά βάση συντηρητικά για την ώρα, τα οποία γίνεται προσπάθεια να ενσωματωθούν σε πλαίσια διαχείρισης.
Την ίδια ώρα αυτή η τάση οδηγεί και σε μια παράλληλη σύγκλιση σε προγραμματικό επίπεδο, συνήθως μέσα από το ιδεολόγημα του ευρωπαϊσμού, αλλά και του εθνικισμού, παραδοσιακών κομμάτων, ρευμάτων διαμαρτυρίας ή και δυνάμεων που μέσα από τις αντιφάσεις τους έχουν αναφορές στο κίνημα.
Η αστική τάξη επιδιώκει μέσα από αυτές τις αναδιατάξεις να προσαρμόσει το πολιτικό σκηνικό στις άμεσες στοχεύσεις της, αλλά και να το θωρακίσει στην επίδραση του λαϊκού παράγοντα.
Η μαζική εισβολή του λαού στις πολιτικές εξελίξεις, όπως συνέβη με τους κοινωνικούς αγώνες ενάντια στα μνημόνια προκαλεί σταθερά φόβο για τον αστικό κό,σμο, καθώς διέξοδος από την κρίση δε διαφαίνεται.
Αυτές τις μέρες εμφανίζεται μια σημαντική δυνατότητα ο λαός να σφραγίσει τις πολιτικές εξελίξεις. Είναι δυνατόν ένα «όχι» στην πρόταση των δανειστών, που προϋποθέτει τη λαϊκή κινητοποίηση και πολιτικές πρωτοβουλίες της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς –και για να σπάσει ο φόβος του «ευρώ ή χάος»- να είναι μια πιο συνολική άρνηση της λαίλαπας των μνημονίων και του χρέους.