Το επικοινωνιακό επιτελείο της κυβέρνησης κατασκευάζει μια σειρά επιχειρήματα για να δικαιολογήσει την απαράδεκτη πολιτική κατεύθυνση που έχει πάρει και να απαντήσει στην αυξανόμενη κριτική και διαμαρτυρία της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ και όχι μόνο. Η επιδίωξη διατήρησης της κυβερνητικής διαχείρισης με κάθε μέσο για να αποφευχθεί δήθεν η «αριστερή παρένθεση» αποτελεί ένα απ’ αυτά.
του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Από το πρόγραμμα της ΔΕΘ στο πρόγραμμα του ΔΕΝ
Το θέμα είχε γραφεί προ της ανακοίνωσης διεξαγωγής δημοψηφίσματος για την πρόταση των δανειστών. Ωστόσο, αυτή η πρόταση παρά την επιδείνωση των όρων της, είναι ομόρροπη με την ελληνική. Αμφότερες έχουν ως βάση επώδυνα αντιλαϊκά μέτρα και καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις. Άρα, το θέμα είναι …εντός θέματος.
Παρά την επικοινωνιολογία των σοφιστών του ΣΥΡΙΖΑ ότι η βραχύχρονη πολιτεία του είναι απαγορευτική για γενικευμένα συμπεράσματα, οι άμεσες αλλά και δυναμικές επιπτώσεις του «ανέντιμου συμβιβασμού» του πενταμήνου καθορίζουν τους ταξικούς συσχετισμούς και την πορεία των εξελίξεων. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πρεσβεύει και προβάλλει ομόθυμα μια γραμμική (πάντα ο ρεφορμισμός) αντίληψη για τη σχέση χρόνου και εξέλιξης: «Παρά τους συμβιβασμούς μας, το πρόγραμμά μας θα υλοποιηθεί στη διάρκεια της τετραετίας». Παρατήρηση πρώτη: Το πρόγραμμα της ΔΕΘ ήταν πρόγραμμα άμεσο, των «εκατό ημερών», το οποίο θα εφαρμοζόταν ανεξάρτητα από τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές. Μεταβαπτίστηκε σε πρόγραμμα τετραετίας, γιατί «όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια». Παρατήρηση δεύτερη: Το πολυθρύλητο πρόγραμμα της ΔΕΘ όχι μόνον δεν ήταν ένα αριστερό, έστω ρεφορμιστικό πρόγραμμα, αλλά ούτε καν ένα δειλό νεοκεϊνσιανό πρόγραμμα περιορισμένης αναδιανομής. Ήταν ένα πρόγραμμα σοσιαλφιλελεύθερο, ανάσχεσης της ακραίας φτώχειας (ενώ η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε κοινωνία των φτωχών δύο τρίτων). Το πρόγραμμα αυτό είναι θεσμός στην ΕΕ, εφαρμόζεται αδιακρίτως απ’ τα συντηρητικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, με άξονα το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, το οποίο εισήγαγε πιλοτικά και η ΝΔ. Ούτε λοιπόν αυτό το πρόγραμμα δεν εφαρμόζει ο ΣΥΡΙΖΑ, διανέμοντας στους υπερφτωχούς μόλις 200 εκ. ευρώ, έναντι του 1,2 εκ. που είχε εξαγγελθεί.
Τρίτη παρατήρηση: Η διαβεβαίωση του ΣΥΡΙΖΑ ότι «το πρόγραμμά μας, θα υλοποιηθεί εν καιρώ» εδράζεται σε μια κοινότοπη και «πιασάρικη» αντίληψη ότι μια σοβαρή και δύσκολη εξέλιξη απαιτεί το χρόνο της. Αυτή όμως είναι μια αφηρημένη και αόριστη έννοια, που αν δεν συγκεραστεί με τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, δεν έχει ευρετική αξία. Είναι ίδιον των ποικιλιών του ρεφορμισμού να διατηρούν στο οπλοστάσιό τους ή μάλλον στο μουσείο τους ριζοσπαστικές έννοιες (ακόμη και το σοσιαλισμό), να μην απεμπολούν το χρίσμα του αστικού σοσιαλισμού (Κομμουνιστικό Μανιφέστο), ώστε να διαφοροποιούν, κατά το δυνατόν, την ταυτότητά τους απ’ τα αστικά συντηρητικά κόμματα και να επιτελούν λειτουργικά το ρόλο τους στο συστημικό κομματικό καταμερισμό. Η κοινή όμως λογική υπαγορεύει ότι ένας ριζοσπαστικός στόχος, για να υλοποιηθεί, προϋποθέτει ριζοσπαστικά και όχι συστημικά μέσα. Παραδείγματος χάρη, ο επαναστατικός μετασχηματισμός της κοινωνίας δεν θα πραγματοποιηθεί με μεταρρυθμίσεις, αλλά με επαναστατική ανατροπή. Αλλά ας μην πάμε μακριά… Ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη κι αν θέλει, αδυνατεί να εφαρμόσει σε πρόγραμμα τετραετίας και βάλε, ένα πρόγραμμα έστω δειλών αναδιανεμητικών αλλαγών. Γιατί, με τη συμφωνία που προωθείται δεσμεύεται σ’ ένα στυγνό νέο μνημόνιο, παραμένει παγιδευμένος στη μέγγενη της χρηματοδότησης απ’ τους δανειστές, στο βρόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων και των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών άρα στη λιτότητα. Εξάλλου, το παραδέχονται: Λιτότητα θα επιβάλουν. Απλώς, πιο «ήπια» (Ν. Φίλης).
Η κυβερνητική πρόταση συμφωνίας πλήττει βαρύτατα εργατική τάξη και λαϊκά στρώματα
Η αστική πολιτική λόγω της όξυνσης του αντιλαϊκού χαρακτήρα της (λιτότητα, αυταρχισμός) διέρχεται κρίση ηγεμονίας και αντιπροσώπευσης, ακόμη και στη ρεφορμιστική εκδοχή της, που μπορεί όμως να εμφανίσει παροδική άνοδο. Γι’ αυτό, έχει υπερδιογκωθεί η επικοινωνιακή πολιτική, δηλαδή η διαστρέβλωση ή και αντιστροφή της πραγματικότητας μέσω της εικόνας εύστροφων (αν και όχι πάντα) προπαγανδιστικών, πολιτικών και οικονομολόγων. Αυτή την πραγματικότητα αποτυπώνει με ακρίβεια η παραδοξολογία του Μ. Λούαν: «Το μέσο είναι το μήνυμα». Στα ΜΜΕ κυριαρχεί η απορία πώς η κυβέρνηση θα «πουλήσει» στον κομματικό της χώρο, στην εκλογική πελατεία της, αλλά και στην κοινωνία μιαν ιδιαίτερα επαχθή συμφωνία, ενώ είχε υποσχεθεί ότι θα τερματίσει τη λιτότητα και όχι ασφαλώς η αγανάκτηση και η ανησυχία για τα νέα βάρη που θα φορτώσει η «αριστερή» κυβέρνηση στις κυρτωμένες ήδη πλάτες του ελληνικού λαού. Πρωταρχικά, η κυβέρνηση επιχειρεί να απεκδυθεί τις ευθύνες της και να τις μεταθέσει όχι, είναι η αλήθεια, στις πλάτες του λαού, όπως έπρατταν οι νεοφιλελεύθεροι (Πάγκαλος: «μαζί τα φάγαμε») αλλά στην τρόικα εξωτερικού και εσωτερικού. Οι ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ προβάλλονται σαν ατρόμητα Ελληνόπουλα που προτάσσουν τα στήθη στις απαιτήσεις των ανάλγητων εταίρων και φέρνουν δαφνοστεφανωμένοι το καλύτερο δυνατό ή το λιγότερο κακό. Όμως δεν είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι, όταν θεωρούν αδιαπραγμάτευτο για τη χώρα το δυτικό πλαίσιο (εταίροι είναι, δεν είναι κατακτητές); Δεν έχουν προσυπογράψει όλο το θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ (Μάαστριχτ, Δημοσιονομικό Σύμφωνο); Δεν έχουν αποδεχτεί τη ματοβαμμένη λιτότητα των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και των πρωτογενών πλεονασμάτων; Δεν πρόδωσαν την τεράστια πλειοψηφία του ελληνικού λαού (80%) που στις αρχές του Φλεβάρη, αν και παραζαλισμένη απ’ την τρομολαγνεία της χορείας των ευρωλάγνων, στην οποία είχε προσχωρήσει και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, απαιτούσε με αποφασιστικότητα: «ούτε βήμα πίσω»; Δεν πρόσφεραν αντί για μάνα χολή, όταν υπέγραψαν μια κατάπτυστη συμφωνία (δημοκρατικότατα δεν ήρθε καν στη Βουλή), που απέκλειε τις μονομερείς ενέργειες (δεν είναι αυτό εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας;) και δεσμευόταν ότι το χρέος θα πληρωθεί πλήρως και εγκαίρως; Δεν ήταν η ΕΕ, το ΔΝΤ, η ΕΚΤ αρνί που έγινε λιοντάρι, ο ΣΥΡΙΖΑ παρίστανε το λιοντάρι και αποδείχτηκε αρνί…
Όσον αφορά την «τρόικα εσωτερικού» η δαιμονοποίησή της δεν καθαγιάζει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ως συνήθως, η μεταγενέστερη κυβέρνηση χρεώνει στην προγενέστερη την κληρονομιά «καμένης γης». Ασφαλώς η δημιουργική λογιστική του Σαμαρά θα είχε φουσκώσει την κατά 2,5% ανάπτυξη του 2015. Στην προβλεπόμενη όμως πλέον ύφεση (μηδενική ανάπτυξη) συμβάλλει και η κυβέρνηση με την πεντάμηνη ατελέσφορη διαπραγμάτευση. Εξάλλου, με το επιχείρημα της «καμένης γης» ο ΣΥΡΙΖΑ αθωώνει και τον ΓΑΠ και τον Σαμαρά. Ο πρώτος παρέλαβε έλλειμμα 36% και ο δεύτερος 16%. Πρέπει να σημειώσουμε μάλιστα ότι η αντιπολίτευση των συστημικών κομμάτων (ΝΔ, Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ) δεν είναι η οξύτερη δυνατή. Ψηφίζουν ορισμένα νομοθετήματα και δηλώνουν ότι υπό όρους θα ψηφίσουν τη συμφωνία, για να μείνει η χώρα στο ευρώ. Με πρωτεύον το Ποτάμι που δηλώνει ότι θα ψηφίσει τη συμφωνία όποια και να είναι, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, πράγμα σπάνιο για τα ελληνικά πολιτικά δεδομένα, λειτουργούν λιγότερο για το κομματικό συμφέρον ασκώντας μηδενιστική αντιπολίτευση και περισσότερο για το συστημικό συμφέρον, προωθώντας μια πολιτική εθνικής συνεννόησης για να πιέσουν και να στηρίξουν την υποχωρητική στάση της κυβέρνησης. Ήδη η ΝΔ υπέβαλε πρόταση για κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης τύπου Παπαδήμου. Εξάλλου, αυτή η πολιτική βρήκε μια μορφή εφαρμογής στη Βουλή με την ψήφιση του νόμου για την ιθαγένεια από ΣΥΡΙΖΑ, Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ, αφού οι ΑΝΕΛ (πλην Ζουράρι) το καταψήφισαν μαζί με ΝΔ και Χρυσή Αυγή…
Το ακρογωνιαίο επιχείρημα το οποίο ζυμώνει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στην κομματική και εκλογική βάση της είναι ο χαρακτήρας της ταξικής αναδιανομής των μέτρων εις βάρος των πλουσίων! «Σώσαμε συντάξεις και μισθούς» αναφωνεί ο Τσίπρας, «για πρώτη φορά δεν θα επωμιστούν τα βάρη τα συνήθη υποζύγια». Άλλα, όμως, πρεσβεύει η λογική και η πραγματικότητα. Τα 8 δισ. της συμφωνίας που υπέγραψε ο Τσίπρας είναι δυνατόν να θίγουν αποκλειστικά την αστική τάξη, που αποτελεί την κυρίαρχη δύναμη στην ελληνική κοινωνία; Αν ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ τόσο αριστερός, θα είχαμε σύντομα σοσιαλισμό στη χώρα και όχι την υιοθέτηση μιας σοσιαλφιλελεύθερης πολιτικής!
Η πραγματικότητα επιβεβαιώνει τη λογική. Η συμφωνία βαρύτατα πλήττει εργατική τάξη και λαϊκά στρώματα. Πρώτα, ο ΦΠΑ που αυξάνεται για το 2015 και 2016 περίπου στα 2 δισ. (Εφσυν, 24/6) πλήττει ως έμμεσος φόρος κυρίαρχα τα λαϊκά στρώματα, όταν μάλιστα βασικά είδη λαϊκής κατανάλωσης, όπως τα τρόφιμα και τα εισιτήρια, κατατάσσονται στο 23%. Ο ΕΝΦΙΑ παραμένει για το 2015-16, ενώ η αύξηση της εισφοράς αλληλεγγύης πλήττει ισχυρά εργατικά και μεσαία στρώματα (εισοδήματα από 30.000 χιλ. ευρώ). Έμμεσα περικόπτονται μισθοί και συντάξεις. Αυξάνονται κατά 1% στον ιδιωτικό τομέα οι ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων, ενώ 0,5% (από 3% στα 3,5%) αυξάνεται η εισφορά στα επικουρικά ταμεία. Καθιερώνεται εισφορά υγείας 5% στις επικουρικές συντάξεις, ενώ αυξάνεται κατά 1% η εισφορά στις κύριες συντάξεις (απ’ το 4% στο 5%). Μάλιστα, οι εισφορές θα υπολογίζονται στο ύψος των μισθών και συντάξεων προ των μνημονιακών περικοπών. Τμηματικά θα κοπούν οι πρόωρες συντάξεις, ενώ το ΕΚΑΣ θα καταργηθεί ή θ’ αντικατασταθεί. Ισχυρό πλήγμα θα δεχτούν οι μικρομεσαίοι της πόλης και του χωριού. Η φορολογία απ’ το πρώτο ευρώ μετατοπίζεται απ’ το 26% στο 28%, ενώ βαρύτερος φαίνεται ότι θα πέσει ο πέλεκυς στους αγρότες με κατάργηση μάλιστα του αγροτικού πετρελαίου. Τους πλήττει η αύξηση της εισφοράς αλληλεγγύης, τους εξοντώνει η 100% προκαταβολή του φόρου, η αύξηση του ΦΠΑ τους ζημιώνει και ως καταναλωτές και ως επιχειρηματίες, όπως και η περαιτέρω μείωση της ζήτησης. Μειώσεις θα επιβληθούν στο δημόσιο τομέα με το ενιαίο μισθολόγιο. Είναι αλήθεια ότι επιβάλλεται έκτακτη εισφορά 12% σε επιχειρήσεις που το 2014 είχαν κέρδη πάνω από 500.000 ευρώ με το λογαριασμό να φτάνει στο 1,3 δισ. ευρώ, ενώ αυξάνεται ο συντελεστής φορολόγησης απ’ το 26% στο 28% των επιχειρήσεων ΑΕ και ΕΠΕ. Απ’ την επιβάρυνση θα προκύψουν έσοδα 410 εκατ. ευρώ (Εφσυν 24/6). Δηλαδή, η αστική τάξη απ’ τα 8 δισ. της συμφωνίας θα πληρώσει το πολύ 2 δισ. (1,3+410+ΦΠΑ). Την κραυγαλέα αυτή ταξική διάκριση υπέρ των αστών η κυνική δημαγωγία του ΣΥΡΙΖΑ τη βαφτίζει αναδιανομή υπέρ των φτωχών. Και δεν είναι μόνον αυτό. Τα βάρη γίνονται βαρύτερα για εργαζόμενους, ανέργους και συνταξιούχους, αν συνυπολογίσει κανείς ότι προστίθενται στις περικοπές (40% μεσοσταθμικά) στους μισθούς και τις συντάξεις που επέβαλαν τα προηγούμενα μνημόνια. Επιπλέον, το κεφάλαιο συστηματικά και ατιμώρητα φοροδιαφεύγει, μετακυλύει τα βάρη στους εργαζόμενους, ελαστικοποιεί περαιτέρω την εργασία, απολύει εργαζόμενους, πληρώνει κατά βούληση ασφάλιση και ασφάλιση υγείας, αλλά και μισθούς. Αλλά και η επανερχόμενη, μετά ασθενή ανάκαμψη, ύφεση της οικονομίας και η αναπόφευκτη αύξηση της ανεργίας (ήδη στο πεντάμηνο σημειώθηκε ελαφρά άνοδός της) δεν πλήττει βέβαια τους πλούσιους, αλλά τις φτωχές οικογένειες.
Εξάλλου, απ’ την αναφερθείσα φορολογική επιβάρυνση, ένα μέρος θα πληρώσει το κεφάλαιο, όπως προαναγγέλλει η διαμαρτυρία των θεσμικών οργάνων του κεφαλαίου (ΣΕΒ, ΕΒΕΑ, ΣΕΤΕ, Ελληνοαμερικανικό Επιμελητήριο) και η σφοδρότατη αντίδραση του ΔΝΤ που προβάλλει ως προστάτης της επιχειρηματικότητας απ’ τα υφεσιακά μέτρα.
Η προπαγάνδα του ΣΥΡΙΖΑ στρέφοντας την οργή του κόσμου ενάντια σε πρόσωπα (Σόιμπλε, Μέρκελ) και όχι ενάντια στο κεφάλαιο και την ΕΕ, προβάλλοντας σαν γενναίος διαπραγματευτής, παρά τις υποχωρήσεις λόγω των αφόρητων πιέσεων, φιλοτεχνώντας ένα δήθεν φιλολαϊκό πρόσωπο με την «αναδιανομή υπέρ των φτωχών», επιχειρεί να κεντρίσει τον κομματικό πατριωτισμό κα να συντηρήσει τις ελπίδες του προοδευτικού κόσμου. Στο επίπεδο του κόμματος θα επιχειρήσει να πείσει τους βουλευτές να ψηφίσουν την επώδυνη συμφωνία, με το επιχείρημα ότι δεν νομιμοποιούνται να ανατρέψουν την «πρώτη αριστερή κυβέρνηση» στην οποία έχει εναποθέσει ο λαός τις ελπίδες του, να την καταστήσουν οι ίδιοι «αριστερή παρένθεση), να της στερήσουν τη δυνατότητα να εφαρμόσει το πρόγραμμά της στο βάθος της τετραετίας. Για τη χειραγώγηση του λαού εκμεταλλεύεται ότι είδε σαν την τελευταία ελπίδα σωτηρίας του τον ΣΥΡΙΖΑ και ότι αυτή τη στιγμή δεν βλέπει εναλλακτική λύση πλην του ΣΥΡΙΖΑ, όπως επιβεβαιώνουν και οι δημοσκοπήσεις. Παρά την απεμπόληση των αρχών του και του προγράμματός του, ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί ακόμη αξιόλογο πολιτικό κεφάλαιο λαϊκής υποστήριξης.
Αντιδραστική μετεξέλιξη της ΕΕ
Τη στιγμή που γράφεται το κείμενο, η συμφωνία δεν έχει ολοκληρωθεί. Τα βασικά έχουν συμφωνηθεί. Οι νέες ιταμές απαιτήσεις των δανειστών θ’ αλλάξουν επί τα χείρω τη συμφωνία. Ίσως υπάρξουν και κάποιες βελτιώσεις υπέρ των ελληνικών θέσεων. Αυτή η αδιαλλαξία της ΕΕ δεν οφείλεται στο πείσμα και τον ανθελληνισμό ορισμένων ηγητόρων της (ψυχογραφική ιδεαλιστική ερμηνεία), αλλά στον ταξικό χαρακτήρα της ΕΕ που σκληραίνει και στις ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις. Ο αποπληθωρισμός και η τάση υπερσυσσώρευσης οδήγησε κύκλους της ΕΕ σε μια τάση χαλάρωσης (βλ. Ντράγκι). Η ελπίδα του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων δυνάμεων ότι αυτή η ενδοαστική αντίθεση θα λυνόταν με μια νεοκεϊνσιανή λογική υπέρβασης της λιτότητας και ανακατανομής υπέρ των λαϊκών στρωμάτων αποδείχτηκε φρούδα. Η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης Ντράγκι άνοιξε τους κρουνούς για το κεφάλαιο και τις τράπεζες, ενώ η λιτότητα διαφυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού. Η περαιτέρω ενίσχυση των πολυκλαδικών πολυεθνικών μονοπωλίων και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου προωθεί την ολοκλήρωση της ΕΕ με σκλήρυνση του πυρήνα της και ενίσχυση της ηγεμονίας του γερμανικού παράγοντα. Παρά τις προσδοκίες ορισμένων η προώθηση της οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης της ΕΕ δεν συμβαδίζει με τον εκδημοκρατισμό και εξορθολογισμό της αρχιτεκτονικής της, αλλά με την ενίσχυση της ανισομετρίας ιμπεριαλιστικού κέντρου – περιφέρειας. Το έθνος – κράτος δεν πλήττεται συνολικά και συμμετρικά. Η αστική τάξη συμμαχεί με το ιμπεριαλιστικό κέντρο και περιφερειοποιείται – ολοκληρώνεται μ’ αυτό από δευτερεύουσα θέση. Απεναντίας, θίγονται βαρύτερα τα λαϊκά στρώματα, οι μικρομεσαίοι και το αδύναμο κεφάλαιο. Η περαιτέρω συγκεντροποίηση – ενοποίηση είναι το κύριο θέμα της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ, ώστε να εξασφαλίζεται η μεγαλύτερη συγκέντρωση εξουσιών στις Βρυξέλλες, σ’ ένα χρονικό ορίζοντα δεκαετίας. Παράλληλα, η προωθούμενη διατλαντική Συμφωνία (ΤΤΙΡ), που σχετίζεται και με την προώθηση της ολοκλήρωσης της ΕΕ, θα συγκροτήσει έναν τερατώδη υπερσυγκεντρωτισμό υπέρ της ασυδοσίας των μονοπωλίων και εις βάρος των λαϊκών στρωμάτων. Σ’ ένα τέτοιο υπεραντιδραστικό περιβάλλον δεν έχει πιθανότητα ευόδωσης η «μεγάλη εικόνα» μέσα απ’ την οποία μας καλεί ο ΣΥΡΙΖΑ να δούμε την επώδυνη συμφωνία. Δηλαδή, ότι θα συνοδεύεται από ευνοϊκή ρύθμιση του χρέους και χρηματοδότηση χωρίς δανεισμό και όρους, που θα οδηγήσουν στην οικονομική ανάκαμψη.
Και η νυν και η μετεξελισσόμενη ΕΕ, κυρίως για πολιτικούς και «παιδαγωγικούς» λόγους θα διασκεδάσουν την εντύπωση ότι ένας θρασύς «επαρχιώτης» μπορεί να αποσπάσει σχετική αυτονομία απ’ την «αυτοκρατορία».
Εθνική ενότητα υπό αστική ηγεμονία
Κι όμως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αφού δεν μπόρεσε να μετατρέψει την ΕΕ σε «Ευρώπη των λαών» προσγειώνει τις φιλοδοξίες της στη μετατροπή της Ελλάδας σε νησίδα εντός της ΕΕ με ισοτιμία και χωρίς λιτότητα. Γι’ αυτό μας καλεί να δούμε τις οδυνηρές εξελίξεις μέσα απ’ τη «μεγάλη εικόνα» της ρύθμισης του χρέους και της συμμετοχής σ’ επενδυτικά πακέτα. Η ίδια όμως δεν βλέπει ή καμώνεται πως δεν βλέπει την εικόνα της αντιδραστικής ΕΕ που ανάλγητα φορτώνει έναν καθημαγμένο λαό με νέα αβάσταχτα βάρη ούτε την ακόμη πιο φρικαλέα εικόνα της περαιτέρω ολοκλήρωσης και αυταρχικοποίησής της. Η ηγεσία του επιτιμά τις διαφορετικές κοινωνίες και πολιτικές εκδηλώσεις και μας νουθετεί στη γραμμή της εθνικής – λαϊκής ενότητας με άξονα την κυβέρνηση «εθνικής εκπροσώπησης» του ΣΥΡΙΖΑ. Τα παράπονά τους είναι αδικαιολόγητα για τα συστημικά κόμματα (ΝΔ, Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ). Άρα, ουσιαστικά, η νουθεσία περί εθνικής – λαϊκής ενότητας έχει ως παραλήπτη τη ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική Αριστερά, γιατί μόνον αυτή αποτελεί το αντίπαλο δέος κάθε ποικιλίας συστημικής διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του ΣΥΡΙΖΑ.
Η εθνική – λαϊκή ενότητα είναι μια οβιδική μεταμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ. Την πάλαι ποτέ αριστερή ενότητα την αντικαθιστά με την εθνική ενότητα υπό την ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για πολιτική γραμμή ολοκληρωτικού τύπου, που, αν πραγματοποιούταν, θα ενσωμάτωνε και την αντισυστημική Αριστερά. Αφού η πολιτική που ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολιτική υποταγής στα συμφέροντα του κεφαλαίου. Διατηρεί τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που πραγματοποιήθηκαν και προχωρεί σε νέες: Εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις δημόσιου πλούτου, υπερφορολόγηση λαϊκών στρωμάτων, νέα λιτότητα, περαιτέρω ελαστικοποίηση της εργασίας κ.ά. Τη φορολογική επιβάρυνση που η νέα συμφωνία επιβάλλει στο κεφάλαιο, αυτό γνωρίζει να την αποφεύγει και να τη μετακυλίει στις πλάτες των εργαζομένων. Όμως, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ούτε στην αριστερή ούτε στην καιροσκοπική εθνικολαϊκή εκδοχή της μπορεί με τα εκμαυλιστικά της αφηγήματα να ενσωματώσει την αντισυστημική Αριστερά. Γιατί η Αριστερά αυτή δεν κινείται στο όριο του ελάχιστου (μίνιμουμ) που ανέχεται η άρχουσα τάξη, αλλά καθορίζει την τακτική και τη στρατηγική της με κριτήριο τις ανάγκες και τις δυνατότητες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Η πρώτη πολιτική, όπως κι αν εμφανίζεται, είναι αστική, η άλλη είναι εργατική – λαϊκή. Σήμερα, η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ αρκείται στο ελάχιστο, στο μη χειρότερο που παραχωρεί η ΕΕ των μονοπωλίων, δηλαδή στην αποφυγή της χρεοκοπίας. Είναι όμως αυτή πολιτική αριστερή, έστω μεταρρυθμιστική; Επιφέρει βελτιώσεις, έστω δευτερεύουσες στην ελληνική κοινωνία; Ή βυθίζει το λαό στο βούρκο του καπιταλισμού ως το λαιμό, ίσα που να αναπνέει;
Η αλήθεια είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παρά την επονείδιστη συμφωνία διατηρεί τις γραμμές του συσπειρωμένες. Φαίνεται ότι οριακές απώλειες θα έχει. Όταν όμως ο λαός βιώσει τα νέα βάρβαρα μέτρα, θα νιώσει τις ελπίδες του απ’ τον ΣΥΡΙΖΑ να κλονίζονται. Δεν είναι προδιαγεγραμμένος ο πολιτικός αναπροσανατολισμός του. Γι’ αυτό το ΝΑΡ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η ΜΑΡΣ και άλλες δυνάμεις, με αγωνιστικότητα και ενότητα, με όχημα την αντικαπιταλιστική πρόταση εξόδου απ’ την κρίση, πρέπει ν’ αποτελέσουν πειστική εναλλακτική δυνατότητα για κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που θα νιώθουν πολιτικά ανέστιες. Εισερχόμαστε σε περίοδο μεγάλων δυσκολιών, αλλά και ελπίδων: «Τις πιο όμορφες μέρες μας δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα» (Ν. Χικμέτ).