του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Η επιμονή των λεγόμενων θεσμών για μία συμφωνία που θα εξευτέλιζε την ελληνική κυβέρνηση και η άρνηση τους ώστε να παράσχουν τη δυνατότητα να υπάρχει ένα «φύλο συκής» στην τελική πρόταση, ήταν αυτή που οδήγησε τον Αλέξη Τσίπρα στο να εξαγγείλει δημοψήφισμα τα ξημερώματα του Σαββάτου μετά από μία πολύωρη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου.
Παρά το γεγονός ότι οι δύο πλευρές έφθασαν πολύ κοντά στην επίτευξη συμφωνίας στις διαπραγματεύσεις που έγιναν στο περιθώριο της διήμερης διάσκεψης κορυφής τελικά δεν κατέληξαν σε κοινό κείμενο. «Αγκάθια» αποτέλεσαν το ζήτημα του χρέους καθώς και η μη αποδοχή από την πλευρά των δανειστών, των στοιχείων εκείνων που η κυβέρνηση θεωρούσε ότι θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν την συμφωνία ως «έντιμο συμβιβασμό» ώστε να μπορέσει να την περάσει από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ αφενός και αφετέρου να την παρουσιάσει στην εκλογική του βάση.
Σύμφωνα με όσα διέρρευσε η κυβέρνηση, η τελευταία πρόταση των δανειστών για πεντάμηνη παράταση του μνημονίου με παράλληλη εκταμίευση των οφειλόμενων από την διακράτηση των ελληνικών ομολόγων ύψους 1,8 δισ. ευρώ και με υπόσχεση για εκταμίευση 3,5 δισ. στην συνέχεια, δεν θα μπορούσε παρά να απορριφθεί.
Αιτία, το γεγονός ότι ουσιαστικά παρατείνει έως το τέλος του χρόνου την οικονομική ασφυξία, αφού θα απαιτούνται 100 ακόμη εκατομμύρια για να αποπληρωθούν οι δόσεις προς το ΔΝΤ και την ΕΚΤ. Οπότε ουσιαστικά απορρίπτεται το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για μία ένεση ρευστότητας στην ελληνική οικονομία. Παράλληλα θολό παραμένει το τοπίο όσον αφορά το ζήτημα του χρέους.
Σύμφωνα με όσα δηλώναν κυβερνητικά στελέχη μία συμφωνία με σαφώς υφεσιακά (βλέπε μνημονιακά) μέτρα δεν είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτή από την κυβέρνηση χωρίς μία σαφέστατη αναφορά σε έναρξη συζητήσεων για την αναδιάρθρωση του χρέους.
Από την πλευρά των δανειστών, η μόνη πρόθεση που διαφάνηκε ήταν μία αόριστη αναφορά σε συζήτηση για το ελληνικό χρέος στο μέλλον στα πρότυπα των αντίστοιχων αναφορών που είχαν παραχωρηθεί στην κυβέρνηση Σάμαρά-Βενιζέλου το 2012. Επίσης οι δανειστές «διέγραψαν» από την κυβερνητική πρόταση όλα εκείνα τα στοιχεία που στήριζαν την επιχειρηματολογία στο εσωτερικό για «συμφωνία με αναδιανεμητικά χαρακτηριστικά».
Πάντως δανειστές και κυβέρνηση ουσιαστικά συμφώνησαν στις βασικές αρχές που θα έπρεπε να διέπουν μία συμφωνία, παρά το ότι αυτή δεν επιτεύχθηκε. Όπως προκύπτει τόσο από τις 56 συνολικά σελίδες προτάσεων που κατέθεσε η ελληνική κυβέρνηση όσο και από την αντιπρόταση των δανειστών τα κοινά στοιχεία είναι τα εξής:
Αποδοχή της λογικής ότι τα φορολογικά έσοδα θα βασίζονται στον κατεξοχήν αντιλαϊκό φόρο τον, ΦΠΑ , ενώ θα παραμείνει σε κάθε περίπτωση και ο ΕΝΦΙΑ. Εκτός ατζέντας έμειναν κατά την διάρκεια της διαπραγμάτευσης φορολογικά μέτρα όπως για παράδειγμα η προκαταβολή φόρου στις περιπτώσεις τριγωνικών συναλλαγών, ενώ συμφωνήθηκε η διατήρηση -με ελάχιστες διαφοροποιήσεις- ολόκληρου του προηγούμενου καθεστώτος: Τέλος επιτηδεύματος,