της Εύης Πάνδη
Το σχέδιο νόμου που έδωσε στη δημοσιότητα ο αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης Γεώργιος Κατρούγκαλος «Αξιοκρατία, συμμετοχή και αποτελεσματικότητα στην διοίκηση» διατρέχεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τη λογική της εισαγωγής και εφαρμογής από τη δημόσια διοίκηση των αρχών και μεθόδων του νέου δημόσιου μάνατζμεντ, της υιοθέτησης, δηλαδή, από το κράτος ιδιωτικοοικονομικών τρόπων λειτουργίας.
Έννοιες όπως: αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα, στοχοθεσία, καινοτομία, δημιουργικότητα, αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία της αναδιάρθρωσης του δημόσιου τομέα που επιχειρείται, εδώ και δεκαετίες, και εντείνεται στις συνθήκες της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης των ημερών μας, στην κατεύθυνση του μικρού και ευέλικτου επιτελικού κράτους, της απορρύθμισης και συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους και του κράτους πρόνοιας, στην εκχώρηση τεράστιου μέρους των αρμοδιοτήτων του κράτους σε επιχειρηματικά συμφέροντα, στην απορρύθμιση και αυτονόμηση των κρατικών μηχανισμών ελέγχου της ιδιωτικής οικονομίας. Η πολιτική αυτή επιλογή για το χαρακτήρα του κράτους εξυπηρετεί τη γενικότερη καπιταλιστική αναδιάρθρωση, που στοχεύει στη μεταβίβαση του κόστους της κρίσης και της μείωσης της καπιταλιστικής κερδοφορίας στην εργατική τάξη και στα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα. Η αιτιολόγηση γι’ αυτήν την μεταρρύθμιση του αστικού κράτους είναι ότι για την οικονομική κρίση ευθύνεται το «μεγάλο και δαπανηρό κράτος», οι υψηλοί μισθοί και συντάξεις, η υψηλή φορολόγηση των επιχειρήσεων κλπ..
Θα περίμενε κάνεις από έναν υπουργό που αυτοκαθορίζεται ως αριστερός να διατυπώσει, έστω κατ’ ελάχιστο, μια διαφορετική φιλοσοφία και προσέγγιση γύρω από το κράτος και εν προκειμένω στο ζήτημα της αξιολόγησης. Ματαίως όμως, καθώς παραθέτει αυτούσια όλη τη λογική και αντίληψη της στρατηγικής επιλογής του κεφαλαίου που αφορά τη δημόσια διοίκηση. Εξάλλου είναι σαφές ότι, στα πλαίσια των συμφωνιών της κυβέρνησης με την τρόικα, αυτό προβάλλεται ως προτεραιότητα της κυβέρνησης.
Με την δήθεν «νέα αξιολόγηση» των δημοσίων υπαλλήλων επιχειρείται να γίνει μετάθεση της ευθύνης για τα προβλήματα του δημόσιου τομέα και του κράτους, τα οποία προκύπτουν βασικά από τις προαναφερθείσες κεντρικές πολιτικές και στρατηγικές επιλογές, στους δημοσίους υπαλλήλους. Πρέπει επίσης να πειστούν για αυτή τους την ευθύνη και οι ίδιοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά και ολόκληρη η κοινωνία.
Σε μια πρώτη ανάγνωση, η διαδικασία της αξιολόγησης φαίνεται να είναι πιο δημοκρατική, ειδικά σε σχέση με τις αντίστοιχο νόμο του Μητσοτάκη. Δεν υπάρχει μαστίγιο. Όμως το καρότο παραμένει και γίνεται πιο μεγάλο και ζουμερό, αφού ο βαθμός της αξιολόγησης μετράει, πολύ περισσότερο από τα υπόλοιπα κριτήρια, στην επιλογή προϊστάμενων. Η προαγωγή επίσης σε θέση προϊστάμενου, έχει πλέον περισσότερα οικονομικά κίνητρα για τους υποψηφίους: εκτός από το επίδομα θέσης, παίρνουν αυτοδίκαια και τον αντίστοιχο βαθμό, που σημαίνει ξεκλείδωμα του βαθμολογίου και άρα αύξηση μισθού, μόνο για αυτούς που προάγονται. Ειδικά ο προϊστάμενος τμήματος ανάγεται σε πολύ σημαντικό κρίκο στην όλη διαδικασία και αναλαμβάνει κεντρικό ρόλο στην προώθηση των νέων διαδικασιών και συμπεριφορών. Αυτός είναι πλέον ο αξιολογητής του υπαλλήλου. Πρέπει να εποπτεύει πολύ στενά τους υφισταμένους του, να αυξάνει τις επιδόσεις τους, να τους εμπλέκει σε διαδικασίες κοινής εξεύρεσης λύσεων, να προωθεί τις νέες τεχνικές διοίκησης, να προετοιμάζει τα μελλοντικά στελέχη, να διατηρεί ισορροπίες.
Και για να μην εφησυχάζει, ακόμα και αν έχει πάρει την προαγωγή, με βάση αυτές τις διατάξεις, η θητεία του μπορεί να διακοπεί από το συμβούλιο που τον εξέλεξε, με την επίκληση των λόγων που αναφέρονταν στον αντίστοιχο νόμο Μητσοτάκη (περί αδυναμίας ελέγχου υπαλλήλων, μη αντικειμενικής αξιολόγησης, απροθυμία για την εφαρμογή νέων μεθόδων οργάνωσης, λειτουργίας και αποδοτικότητας, κ.λπ.).
Στο νομοσχέδιο εισάγεται επίσης, με γενικό τρόπο, η έννοια και οι διαδικασίες της στοχοθεσίας, ως κριτήριο για την αξιολόγηση και ως βασικό εργαλείο απόσπασης της συναίνεσης από μέρους των υπαλλήλων στις κεντρικές πολιτικές επιλογές. Παράλληλα εισάγονται «δημοκρατικές διαδικασίες», η συνέλευση Διεύθυνσης και Τμήματος για την επίλυση των υπηρεσιακών προβλημάτων. Κοινώς, καλούνται οι υπάλληλοι να προτείνουν και να βρουν λύσεις στα προβλήματα της δημόσιας διοίκησης. Το πλαίσιο βέβαια μέσα στο οποίο περιορίζονται οι «λύσεις» δεν είναι επιλογή τους, αλλά κεντρική πολιτική επιλογή.
Και τελικά, για να έχει το κράτος «κοινωνικό πρόσωπο», το νομοσχέδιο προβλέπει τον κοινωνικό έλεγχο και τη λογοδοσία. Αυτή προβλέπεται να γίνεται από “πολίτες”, εξατομικευμένα, και από κρατικούς φορείς ή ανεξάρτητες αρχές που από τη φύση τους είναι ταγμένες στην προώθηση των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων του κράτους. Απουσιάζει παντελώς ο εργατικός έλεγχος κι ο έλεγχος από συλλογικότητες (σωματεία, εκπροσώπους εργαζομένων, νεολαίας κ.λπ.) με οποιαδήποτε μορφή.
Συμπερασματικά, σε μια πιο προσεκτική ανάγνωση, αυτό το νομοσχέδιο στοχεύει σε βαθιές και μακρόπνοες αλλαγές στη δημόσια διοίκηση, σε αντιδραστική κατεύθυνση. Οι εργαζόμενοι στο δημόσιο θα πρέπει να αντιταχθούν στην επαναφορά με το νέο περιτύλιγμα μιας αξιολόγησης που βασική της επιδίωξη είναι να επιβάλει και να επιταχύνει τις αντιδραστικές καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στο δημόσιο, με βάση τις επιταγές του κεφαλαίου και της ΕΕ στις σημερινές συνθήκες.