Πικρή διάψευση των στίχων ενός γνωστού τραγουδιού του Μάνου Χατζικάκι («Θα ’ταν μισές όλες οι πίκρες μας και διπλές θα ήταν οι χαρές») αποτελεί η νέα έκθεση του ΟΟΣΑ για τον Δείκτη Καλύτερης Ζωής. Το υλικό της έρευνας, που διεξήχθη την εποχή του «σαξές στόρι» του Αντ. Σαμαρά, δείχνει ότι εδώ οι πίκρες είναι πολύ περισσότερες από τις χαρές. Ενώ στις χώρες του ΟΟΣΑ το 76% του πληθυσμού δηλώνει ότι συνήθως έχει περισσότερες θετικές εμπειρίες (π.χ. ηρεμία, ικανοποίηση) από ό,τι αρνητικές (πόνος, ανησυχία, θλίψη, ανία κ.λπ.), στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό είναι το 52%.
Ο Έλληνας λοιπόν δεν είναι ο «τραγουδιστής τζίτζικας» του Νότου. Ωστόσο είναι ο κακοπληρωμένος μέρμηγκας, αφού η έκθεση καταρρίπτει τον (γερμανικής) προέλευσης μύθο του «τεμπέλη Έλληνα». Οι συμπατριώτες μας εργάζονται 2.034 ώρες ετησίως, έναντι 1.765 ώρες που είναι ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ. Αρνητική για την Ελλάδα είναι και η σύγκριση άλλων δεικτών, όπως το μέσο ετήσιο εισόδημα ανά νοικοκυριό (16.951 για τη χώρα μας έναντι 21.268 που είναι ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ). Το ίδιο συμβαίνει και με την αμειβόμενη εργασία, ιδίως των νέων και των γυναικών. Επιπλέον η έρευνα δείχνει ότι στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ διευρύνεται το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών, αφού το κορυφαίο 20% του πληθυσμού κερδίζει έξι φορές περισσότερα από το κατώτατο 20%.
Τη ζοφερή αυτή εικόνα συμπληρώνουν τα στοιχεία του Γιούροστατ για την ανεργία που δείχνουν ότι η Ελλάδα, με 25,7% τον Ιανουάριο του 2015, εξακολουθεί να κατέχει την πρωτιά στην ανεργία στην ΕΕ, ενώ ακολουθούν η Ισπανία (23%) και η Κύπρος (16%). Ακλόνητη στον ευρωπαϊκό… θρόνο της ανεργίας και η ελληνική νεολαία (έως 24 ετών) με ποσοστό 50,1%, παρά τη μικρή μείωση σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2014 (50,8%). Ίσως γιατί ακόμα περισσότεροι νέοι πήραν το δρόμο της ξενιτιάς και δεν καταγράφονται πλέον ως άνεργοι..