Όπως εμείς διεκδικούμε για λογαριασμό της προοδευτικής ανθρωπότητας και του εργατικού πολιτισμού τα έργα της μεγάλης καλλιτεχνικής δημιουργίας, έτσι και οι κυρίαρχοι αστοί διεκδικούν για λογαριασμό της βαθύτατης συντήρησης όλα τα έργα του προοδευτικού πολιτισμού.
του Θανάση Σκαμνάκη
Τα μεγάλα καλλιτεχνικά έργα επανέρχονται αναζητώντας τους ουσιαστικούς παραλήπτες τους
Πολύς ο θόρυβος. Πρωινάδικα, μεσημεριανάδικα, βραδυνάδικα και μεταμεσονύκτια είχαν να λένε. Αστέρες και αστερίσκοι διατύπωσαν βαρύγδουπες γνώμες. Να πει ο Σάκης Ρουβάς το Άξιον εστί ή να μην το πει; Είναι άξιος να σηκώσει ένα τέτοιο βάρος; Είναι δυνατό να παραδίδονται τα άγια τοις κυσί; Και ούτω καθεξής… Αλήθεια, περί τίνος γίνεται λόγος; Κανείς νομίζω δεν θα διανοούνταν να απαγορεύσει σε έναν καλλιτέχνη να επιλέξει και να εκτελέσει κάποιο καλλιτεχνικό έργο. Φυσικά κάθε καλλιτέχνης κρίνεται από το αποτέλεσμα. Και επί του προκειμένου και ο Σάκης κρίθηκε, αποδεικνυόμενος λίγος.
Πριν όμως από αυτό, οι τόσοι φιλολογούντες και φλυαρούντες δεν μπόρεσαν (και ασφαλώς δεν θα μπορούσαν) να διακρίνουν την ουσία. Τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη έκαναν μια μεγάλη διαδρομή στην ιστορία και κανείς δεν μπορεί να μειώσει τη συμβολή και τη σημασία τους στην ανάπτυξη του νεοελληνικού πολιτισμού. Ολόκληρου του νεοελληνικού πολιτισμού; Όχι, του πολιτισμού της αντίστασης. Του πολιτισμού της εργατικής τάξης.
Όταν το έργο κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1963, σε όλη την Ελλάδα γίνονταν ουρές στα δισκοπωλεία. Εργάτες, οικοδόμοι, αγρότες, φοιτητές, μαθητές έσπευδαν να αγοράσουν ένα ορατόριο, μια φόρμα ξένη προς τα ακούσματα των περισσοτέρων. Φυσικά κυριαρχούσε το πολιτικό κριτήριο και το ένστικτο. Ο κυνηγημένος δικός τους έκανε ένα σπουδαίο έργο. Και ακριβώς το εξωκαλλιτεχνικό ένστικτο και το κριτήριο συναιρούνταν με το μεγάλο καλλιτεχνικό έργο και παρήγαγαν ένα μεγαλειώδες κίνημα αντίστασης στο πολιτισμό της ενσωμάτωσης. Το πολιτικό κίνημα συνδεόταν με την τέχνη και η τέχνη με το πολιτικό κίνημα.
Ωστόσο τα έργα του πολιτισμού που ανήκουν σε όλους μπορούν να αξιοποιηθούν και από όλους. Όσο υποχωρούσε η αντίσταση τόσο και τα έργα αναζητούσαν διέξοδο σε δρόμους που σηματοδοτούσαν την ενσωμάτωση. Έτσι το Άξιον εστί πολύ πριν από τον Ρουβά παίχτηκε στο Ηρώδειο. Τι αντίφαση και πραγματική τραγωδία! Οι κυρίες που τραγουδούσαν «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ» συνόδευαν με παλαμάκια το ρυθμό, όπου δεν ακούγονταν οι παλάμες αλλά τα βαριά βραχιόλια τους. Ποιον ήλιο δικαιοσύνης οραματιζόταν η κυρία υπουργού του ΠΑΣΟΚ (και οι άλλοι πολλοί που της έμοιαζαν ή ήθελαν να της μοιάσουν) στην πρώτη σειρά και ποια δικαιοσύνη ο οικοδόμος του 1965;
Τα ερείπια του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού και οι συνεπακόλουθες καταρρεύσεις στα δυτικά προάστια του κόσμου, άφησαν ξέφραγο το αμπέλι να τρυγάνε με κάθε τρόπο οι νομείς της εξουσίας. Μέγαρα μουσικής και στέγες των τεχνών πήραν υπό την αιγίδα τους με την ευγενική χορηγία τραπεζών, καναλαρχών και εργολάβων όλο το προοδευτικό έργο. Αφού δεν μπορούσαν να το υπερασπιστούν οι πραγματικοί παραλήπτες του, το πεδίο είναι ελεύθερο. Όπως εμείς διεκδικούμε για λογαριασμό της προοδευτικής ανθρωπότητας και του εργατικού πολιτισμού τα έργα της μεγάλης καλλιτεχνικής δημιουργίας, δίνοντάς τους το ουσιαστικό, βαθύ και απελευθερωτικό νόημα που πραγματικά έχουν, έτσι και οι κυρίαρχοι αστοί, διεκδικούν για λογαριασμό της βαθύτατης συντήρησης και του εργασιακού μεσαίωνα όλα τα έργα του προοδευτικού πολιτισμού, για να προσδώσουν σε αυτά ένα ανούσιο, ρηχό και καθόλου απελευθερωτικό περιεχόμενο.
Ο νικητής μπορεί να ασελγεί ατιμώρητα στα πτώματα που δημιούργησε και στα έργα που κατέκτησε. Και τα τσικό ακολουθούν μιμούμενα.
Όπως ας πούμε ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, που δεν διστάζει να ανεβάσει Μπρεχτ στο Παλλάς, και μάλιστα τον Κύκλο με την κιμωλία, υποστηρίζοντας πως το πραγματικό νόημα του έργου είναι υπαρξιακό. Τι σημασία έχει ποιος ήταν ο Μπρεχτ, τι έλεγε για τον εαυτό του και για το έργο του; Τι σημασία έχει τι σημαίνει ακριβώς το έργο αυτό;
Τα ανοσιουργήματα λοιπόν έχουν συντελεστεί πολύ καιρό πριν και με πολύ διαφορετικούς τρόπους. Τότε δεν άνοιξε μύτη. Οι δικαιούχοι έλειπαν. Είχαν να ασχοληθούν με υπαρξιακά ζητήματα (με τα οποία ασχολούνται ακόμα). Οπότε το να γκρινιάζουν οι αριστεροί, αν γκρινιάζουν, για τον Ρουβά, είναι σαν να γκρινιάζουν γιατί έσταξε η ουρά του γαϊδάρου στο βαρέλι στο οποίο ο γάιδαρος έχει πέσει μέσα, το δε βαρέλι το έχει κλέψει το αφεντικό.
Φυσικά τα μεγάλα καλλιτεχνικά έργα έχουν πείσμα μεγαλύτερο από τους υποστηρικτές τους, ακόμα κι από τους δημιουργούς τους. Και επανέρχονται αναζητώντας τους ουσιαστικούς παραλήπτες τους.
Καλό είναι να ακούσουν και να εξοικειωθούν ακόμα και οι φαν του Ρουβά με το μεγάλο έργο. Λένε. Καλό είναι, δεν λέω. Αλλά χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Κάθε πράγμα έχει σημασία πού εντάσσεται. Και τα παιδιά στο σχολείο, ας πούμε, εντάσσουν τις πιο πολλές φορές τα τραγούδια που δεν τους λένε τίποτα, αλλά που υποχρεώνονται από τους δασκάλους να τα τραγουδήσουν, στο πίσω ράφι με τα μουσειακά είδη, μαζί με τους ήρωες του ’21, του ’40 και του Πολυτεχνείου. Τα σέβονται και τους σέβονται, αλλά δεν τα αγαπάνε και δεν τους αγαπάνε με έρωτα.
Φυσικά τίποτα δεν πάει χαμένο, γιατί έρχεται συχνά μια στιγμή που τα τραγούδια, όπως και οι ήρωες βέβαια, ανασταίνονται. Αλλά ανασταίνονται όταν στη ζωή των παιδιών έρθει η δική τους ώρα να ξαναγράψουν την Ιστορία με τα δικά τους γράμματα και το δικό τους κόπο (και ίσως αίμα). Τότε νιώθουν τι σημαίνει και ποια είναι τα «αίματα της αγάπης».