της Μαριάννας Τζιαντζή
«Ποιο είναι το πιο όμορφο μέρος στο οποίο έχεις πάει;» ρωτήσαμε κάποτε έναν πολυταξιδεμένο φίλο μας.
«Η Παλμύρα», μας απάντησε χωρίς δισταγμό.
Ίντερνετ δεν είχαμε τότε, φωτογραφίες της πόλης δεν είχαμε δει. Κι έτσι ο φίλος μάς εξήγησε:
«Είναι μια πόλη που ξεπετάγεται μαγικά, σαν από θαύμα, μέσα στην έρημο. Πρέπει να φτάσεις αργά το βράδυ στην Παλμύρα, να μην προλάβεις να δεις τίποτα και την άλλη μέρα, μόλις ξημερώσει, να κοιτάξεις απ’ το παράθυρο του ξενοδοχείου και να τη δεις στο φως της αυγής».
Μια πόλη φτιαγμένη για το χάραμα, λοιπόν. Βέβαια κι όταν σηκωθεί ο ήλιος, η Παλμύρα δεν σε απογοητεύει, συνέχισε ο φίλος μας.
Πού θα πάει; Κάποια μέρα θα πάμε κι εμείς στην Παλμύρα, λέγαμε, να προλάβουμε το χάραμα. Ήταν αυτονόητο ότι οι πιθανότητες για ένα τέτοιο ταξίδι ήταν σχεδόν ανύπαρκτες, όμως τουλάχιστον ξέραμε ότι η Παλμύρα υπήρχε. Ωραία, μακρινή και ξένη.
Και από το λυκαυγές του ανθρώπινου πολιτισμού στο λυκόφως ή μάλλον στην καρδιά του σκότους. Η ειρωνεία είναι ότι τα περισσότερα δάκρυα για την Παλμύρα τα χύνουν οι Βρετανοί, που η αποικιοκρατική και η πρόσφατη ιστορία τους είναι βαμμένη στο αίμα των λαών. Οι άνεμοι που χρόνια τώρα σπέρνουν οι «πρόθυμοι σύμμαχοι» στη Μέση Ανατολή έσμιξαν με το πιο σκοτεινό και αρπακτικό εγχώριο στοιχείο. Και τώρα τις θύελλες δεν τις θερίζουν μόνο τα θύματα του πολέμου, αλλά τις θερίζει όλη η ανθρωπότητα, οι τωρινές γενιές και οι αυριανές.
Βάστα, καημένο Κομπάνι! λέγαμε μέχρι χθες. Και τώρα τι λέμε; Βάστα, καημένη Παλμύρα! Βαστήξτε κιονοστοιχίες και τετράπυλα; Κι αν ξεδιπλώσουμε τον πόνο και την ανησυχία μας θα αποδείξουμε ότι είμαστε πιο ευαίσθητοι και καλλιεργημένοι από τους βαρβάρους του ΙSIS;
O μόνος τρόπος να δείξουμε την έγνοια μας για τις Παλμύρες που κινδυνεύουν ή χάνονται είναι το στεγνό ρούχο, το νερό και το ψωμί για τον θαλασσοδαρμένο πρόσφυγα, είναι η βοήθεια προς τους ζωντανούς ανθρώπους είναι το μίσος για τον ιμπεριαλισμό και τα τέρατα που γεννά.
Κι ας μην αντικρίσουμε ποτέ τα ένδοξα ερείπια της αρχαίας αυτής πόλης.