του Ηλία Βάσσου
Είναι γεγονός πως η Mεταπολίτευση βρήκε το ελληνικό ποδόσφαιρο «καθυστερημένο» σε σχέση με τις παγκόσμιες εξελίξεις στο άθλημα. Από καιρό το μεγάλο κεφάλαιο είχε τη σιγουριά πως το ποδόσφαιρο θα μπορούσε να είναι ένα πεδίο κερδοφόρων επενδύσεων, ξεπλύματος των οικονομικών και πολιτικών του «αμαρτιών» αλλά κι ένα ισχυρό μέσο για χειραγώγηση των μαζών προς όφελος των συμφερόντων του. Σε συνεργασία με τις κυβερνήσεις που εξυπηρέτησαν νομοθετικά τις επιδιώξεις του, πήρε τον έλεγχο του ποδοσφαίρου και φρόντισε να μετατρέψει τους διεθνείς οργανισμούς (ΦΙΦΑ, ΟΥΕΦΑ κ.ά.) σε υπερκρατικούς μηχανισμούς υλοποίησης των επιδιώξεών του.
Η ολοκλήρωση του σχεδίου έγινε μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού το 1989 και την άναρχη και βίαιη άλωση του ποδοσφαίρου και σ’ αυτές της χώρες από «νεογέννητους» μεγαλοκεφαλαιοκράτες. Η κεντρική ιδέα όλης αυτής της επιχείρησης ήταν το ποδόσφαιρο από λαϊκό άθλημα να γίνει προϊόν και θέαμα προς λαϊκή κατανάλωση. Ένα προϊόν πολυδιαφημισμένο, με διαβαθμίσεις ποιότητας, με χονδρεμπόρους και μεσάζοντες, με βιτρίνα και κάτω ράφια, με νοθεύσεις αν χρειαστεί και μίζες. Ένα προϊόν εκμεταλλεύσιμο στη διαδικασία παραγωγής του (θέαμα), στο αγωνιστικό του αποτέλεσμα (στοίχημα) και μέσω της δυνατότητας της βιτρίνας του να προωθεί και άλλα προϊόντα (διαφήμιση). Ένα προϊόν με δισεκατομμύρια καταναλωτές, που τζιράρει τρισεκατομμύρια παγκοσμίως…
Στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες έγινε με οργανωμένο τρόπο και κανόνες, σε πολλές άλλες και στη χώρα μας έγινε με «copy-paste» και στρεβλά. Έτσι έχουμε τον νόμο 879/1979 με τον οποίο το ποδόσφαιρο παραδίδεται και επίσημα στο μεγάλο αλλά και στο παρασιτικό κεφάλαιο έναντι πινακίου φακής και άνευ όρων. Ας πάμε όμως πίσω για να κατανοήσουμε αυτήν τη διαδικασία στη χώρα μας. Το ελληνικό ποδόσφαιρο από το 1936 μέχρι το 1974 δεν πήρε ανάσα. Υπέστη τις βίαιες παρεμβάσεις δύο δικτατοριών (1936-1939 και 1967-1974), δέκα χρόνια βρέθηκε στη σκιά του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου, της Κατοχής και μετά του Εμφυλίου, ενώ και την περίοδο του αντιδημοκρατικού μετεμφυλιακού καθεστώτος διώξεων και αντικομμουνισμού τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα.
Τα υπάρχοντα ποδοσφαιρικά σωματεία, όντας στην πρώτη φάση εμφάνισής τους μια μορφή τοπικών συλλογικοτήτων με προσανατολισμούς όχι μόνο αθλητικούς αλλά και πολιτιστικούς και κοινωνικούς (ιδίως μετά την έλευση των προσφύγων από τη Μ. Ασία) υπέστησαν αλλοίωση του χαρακτήρα τους μέσω της «αποψίλωσής» τους από τους αριστερούς αλλά και τους δημοκρατικούς ανθρώπους γενικότερα που ήταν μέλη τους. Επιπλέον όταν χρειάστηκε τα «ανυπότακτα σωματεία» οδηγήθηκαν αναγκαστικά σε διάλυση ή συγχώνευση με άλλα. Αποκορύφωμα ήταν ο διορισμός σε κάθε σωματείο από τη χούντα των συνταγματαρχών επιτρόπου (συνήθως στρατιωτικού) που είχε τον πρώτο και τελευταίο λόγο.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες δημιουργήθηκε μια κάστα παραγόντων με συγκεκριμένους πολιτικοϊδεολογικούς προσανατολισμούς που διαπλεκόμενοι με τους εκάστοτε ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες (κυρίως των μεγάλων ομάδων) αλλά και τους πολιτικούς εκπροσώπους του συστήματος αναπαράγονται έχοντας ισχυρό έλεγχο στο άθλημα και τα σωματεία με τις επιχορηγήσεις, τις υποσχέσεις εύνοιας ή τις απειλές. Τα σωματεία με την ιδεολογική παρέμβαση της άρχουσας τάξης αλλά και τον διοικητικό έλεγχό τους μετατράπηκαν σε κλειστούς οργανισμούς διαχείρισης των αγωνιστικών δραστηριοτήτων, ενώ οι πλατιές λαϊκές μάζες οδηγήθηκαν στο ρόλο του θεατή-οπαδού.
Η διόγκωση της διαφθοράς (που προϋπάρχει) ήταν φυσιολογική εξέλιξη και επιπλέον επειδή πολλοί από τους επίδοξους επενδυτές είχαν στόχο το μεγάλο και γρήγορο κέρδος (και όχι μόνο οικονομικό), κάτι που χρειάζεται και παράνομους τρόπους για να επιτευχθεί. Στα χρόνια διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ αυτό που κυριάρχησε δεν ήταν το κτύπημα αυτής της κατάστασης αλλά η προσπάθεια να περάσουν οι διοικήσεις ομοσπονδιών και ενώσεων σε πράσινα χέρια. Στη διαδικασία αυτή μοχλός ήταν η ΓΓΑ αξιοποιώντας όλο το αντιδημοκρατικό θεσμικό καθεστώς που είχε διαμορφώσει η Δεξιά. Και μπορεί ο στόχος να επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό, συσσώρευσε όμως καινούργια φαινόμενα διαφθοράς και διαπλοκής σ’ αυτά που ήδη υπήρχαν. Τέλος η αδυναμία της Αριστεράς να παρέμβει τόσο ιδεολογικά όσο και στην καθημερινότητα λειτούργησε εξ αντικειμένου ενισχυτικά για όλα τα αρνητικά που αναφέρθηκαν.
Συμπερασματικά η διαφθορά, η αδιαφάνεια και το έλλειμμα δημοκρατίας στο ποδόσφαιρο είναι χαρακτηριστικά του μεγάλου κεφαλαίου που το ελέγχει, του καπιταλιστικού κράτους που υπηρετεί τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου και διαπλέκεται μ’ αυτό και του παραγοντικού συστήματος που «ζει» παρασιτικά απ’ αυτό και αποτελεί το νήμα διαπλοκής κράτους-κεφαλαίου. Είναι συνεπώς εγγενή χαρακτηριστικά του ποδοσφαίρου-προϊόντος. Μοναδική ελπίδα ανάσχεσης αυτής της ροής και φορέας μιας άλλης αντίληψης και προοπτικής είναι το λαϊκό κίνημα και ιδιαίτερα το κίνημα της νεολαίας, που χρειάζεται και ιδεολογικά και πρακτικά να έρθει σε ρήξη με την υπάρχουσα κατάσταση.