του Μάκη Γεωργιάδη
Μπορεί να έχουμε αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα «κυβέρνηση της Αριστεράς», αλλά επειδή ο καπιταλισμός δεν πέθανε –τουλάχιστον όχι ακόμη– είναι ορατό το ενδεχόμενο καπιταλιστές, τραπεζίτες και κοράκια να αρπάξουν τα σπίτια του καταχρεωμένου κοσμάκη. Το χειρότερο είναι πως σε αυτό το πιθανότατο ενδεχόμενο πρωταγωνιστικό ρόλο θα έχει η «κυβερνώσα Αριστερά», η οποία ίσως κληθεί να σφραγίσει το φέρετρο της πρώτης και κύριας κατοικίας. Ό,τι δηλαδή δεν κατάφεραν οι τρεις μνημονιακές κυβερνήσεις των τελευταίων πέντε ετών, μπορεί να υλοποιηθεί τώρα, καθώς οι περιβόητοι «θεσμοί» πιέζουν ασφυκτικά τους εν Ελλάδι αντιμνημονιακούς κυβερνώντες να κάνουν όσα άφησαν στη μέση οι προηγούμενοι. Ποιος είναι ο βασικός παράγοντας που επιδίωκε την άμεση και όσο όσο εκποίηση της ακίνητης περιουσίας των δανειοληπτών που επί δεκαετίες κυνηγούσαν το όνειρο να «βάλουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους»; Μα φυσικά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), που χαρακτηρίζει μονομερή ενέργεια την τυχόν προώθηση εκ μέρους της κυβέρνησης του επίμαχου νομοσχεδίου για την προστασία της πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμούς και στην ουσία επέστρεψε ως απαράδεκτα τα σχέδια του υπουργείου Οικονομικών, καθώς και τα αποτελέσματα του διαλόγου με τους αρμόδιους φορείς και θεσμούς που είχαν γίνει προτού εκπονηθεί το σχέδιο νόμου. Έτσι η ΕΚΤ πιέζει αφόρητα για «εναλλακτική αντιμετώπιση» των μη εξυπηρετούμενων ή κόκκινων δανείων και βάζει φρένο στα σχέδια και στις ρυθμίσεις του υπουργείου Οικονομικών.
Στην πραγματικότητα οι χρυσοπληρωμένοι τεχνοκράτες και τραπεζίτες της Φρανκφούρτης αλλά και οι εγχώριοι κολαούζοι τους θα επιθυμούσαν διακαώς να μην υπάρχει καμία προστασία της πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμούς, καθώς το φιλέτο «ακίνητα» είναι εξαιρετικά θελκτικό για τις κεφαλαιαγορές που επιθυμούν να επενδύσουν σκοτώνοντας στην κυριολεξία και εκποιώντας για ένα κομμάτι ψωμί σπίτια συνολικής αξίας πολλών δισεκατομμυρίων. Τρώγοντας άλλωστε έρχεται και στο κεφάλαιο η όρεξη. Με το αιτιολογικό ότι τυχόν γενικευμένη απαγόρευση των πλειστηριασμών κύριας κατοικίας αναμένεται να αποτελέσει δυσμενή εξέλιξη στη νοοτροπία αποπληρωμής των δανείων στην Ελλάδα, η ΕΚΤ εκτιμά ότι κάτι τέτοιο θα είχε αρνητικές αλυσιδωτές επιπτώσεις στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και θα οδηγούσε στην αύξηση του ιδιωτικού χρέους. Μάλιστα, η ΕΚΤ αναφέρει ότι τυχόν υιοθέτηση μιας τέτοιας ρύθμισης θα αποτελούσε μονομερή ενέργεια, καθώς θα έθετε υπό αμφισβήτηση τη δημοσιονομική σταθερότητα, το οικονομικό πλαίσιο και τους στόχους της προσαρμογής και επιπλέον θα ακύρωνε τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και όσα έχουν επιτευχθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις.
Με δυό λόγια, πίσω από όλη αυτή τη φιλολογία κρύβεται η ακόρεστη όρεξη των τραπεζιτών για την αρπαγή των ακινήτων και ως μέσο προκρίνεται η όσο το δυνατό μεγαλύτερη πίεση ώστε τα όρια προστασίας από πλειστηριασμούς να χαμηλώσουν τόσο που να αφορούν μονάχα μια ισχνή και όντως σε οικτρή οικονομική θέση μερίδα δανειοληπτών. Φυσικά όλα αυτά και μελετημένα είναι και στρατηγικούς στόχους της διεθνούς των τραπεζών αποτελούν, όταν γνωρίζουν ότι ύστερα από επτά συνεχόμενα χρόνια τρομακτικής ύφεσης η κατάσταση με τα κόκκινα δάνεια όχι μόνο δεν εξομαλύνεται αλλά ανακυκλώνεται και ανατροφοδοτείται χωρίς ελπίδα αντιστροφής. Μάλιστα, τραπεζικές πηγές άφηναν να διαρρεύσει πως μόνο στο πρώτο τρίμηνο του 2015 προστέθηκαν νέες οφειλές για μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους δύο δισ. ευρώ.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η κυβέρνηση και το αρμόδιο υπουργείο εμφανίζονται καθησυχαστικοί και δηλώνουν πως δεν θα έρθουν σε ρήξη με τους θεσμούς γι’ αυτό το θέμα, γεγονός που σηματοδοτεί ότι καθώς δεν υπάρχει, όπως τονίζουν, σχέδιο Β, προσανατολίζονται σε υποχώρηση. Άλλωστε δέσμευσή τους είναι πως η κυβέρνηση δεν θα προχωρήσει σε μονομερείς ενέργειες και ίσως γι’ αυτό το επίμαχο νομοσχέδιο να βρίσκεται στα συρτάρια από τις 19 Φεβρουαρίου, οπότε και ο αρχικός σχεδιασμός της κυβέρνησης έλεγε πως θα κατατεθεί προς συζήτηση και ψήφιση στη Βουλή.
Ο δε αρμόδιος υπουργός έχει φροντίσει να προετοιμάσει το κλίμα ήδη από το τέλος Μαρτίου λέγοντας ότι τα επίμαχα νομοσχέδια για κόκκινα δάνεια και πλειστηριασμούς θα είναι έτοιμα το επόμενο… εξάμηνο! Μπορεί για τους καλοπροαίρετους να ισχύει ακόμη κι έτσι το «κάλλιο αργά παρά ποτέ», αλλά το ζήτημα που ανακύπτει είναι μέχρι πού είναι διατεθειμένη πλέον να υποχωρήσει η κυβέρνηση. Τα αρχικά σχέδια για προστασία της πρώτης κατοικίας προέβλεπαν αξία αυτής έως 300.000 ευρώ, συνολική περιουσία έως 500.000 ευρώ και καταθέσεις έως 30.000 ευρώ για όσους διαθέτουν ετήσιο οικογενειακό εισόδημα έως και 50.000 ευρώ, όλα αυτά προσαυξημένα κατά 20% για τρίτεκνους και πολύτεκνους, καθώς και υπόχρεους με αναπηρία.
Το τοπίο κάθε άλλο παρά ξεκάθαρο είναι. Από τη στιγμή που η κυβέρνηση σέβεται τους κανόνες της ΕΕ και της ΕΚΤ και δεν μπορεί να υπάρξει σημαντική κρατική παρέμβαση και έλεγχος του τραπεζικού τομέα, τα σημάδια μόνο ευοίωνα δεν μοιάζουν. Μοιραία η κυβέρνηση είναι αναγκασμένη να οπισθοχωρήσει και να περιοριστεί απλώς σε μια διαχείριση των περιπτώσεων ακραίας ένδειας, όπως άλλωστε έχει συμβεί και στο ζήτημα της ανθρωπιστικής κρίσης και σε όλα τα φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα στα οποία δυστυχώς, πολιτικά και ιδεολογικά, ηγεμονεύει η νεοφιλελεύθερη ατζέντα Συνεπώς γιατί τα κόκκινα δάνεια και η πρώτη κατοικία να αποτελέσουν εξαίρεση ειδικά από τη στιγμή που ενδέχεται να αποτελέσουν και κομβικό σημείο της διαπραγμάτευσης για τη νέα «συμφωνία», η οποία μόνο ευχάριστη και επωφελής δεν θα είναι για τον ελληνικό λαό;