της Ειρήνης Γαϊτάνου
Το θέμα των προσφύγων και μεταναστών και των πολιτικών που ακολουθούνται αποτελεί ένα από τα κεντρικά πολιτικά ζητήματα των ημερών. Στο επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου, ο τρόπος που προσεγγίζεται έχει, κατά τα γνωστά, υστερικά χαρακτηριστικά μικροπολιτικής έμπνευσης, ενώ συχνά χάνεται η ουσία. Η ουσία στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι πρόκειται για ανθρώπινες ζωές αν σκεφτούμε έναν προς μία τους 400 πρόσφυγες που πνίγηκαν σε ένα πλοιάριο που τους μετέφερε από τη Λιβύη στην Ιταλία την περασμένη Δευτέρα.
Οι ροές ανθρώπων προς την Ευρώπη τους τελευταίους μήνες έχουν αυξηθεί σημαντικά. Η πραγματικότητα αυτή δεν είναι φυσικά ουδέτερη, αλλά άμεση συνέπεια της κατάστασης που επικρατεί στις χώρες εξόδου. Με βάση τα στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας, 3,9 εκατομμύρια πρόσφυγες έρχονται από τη Συρία, στην Τουρκία πάνω από 1,7 εκ., στο Λίβανο πάνω από 1 εκ. και στην Ιταλία πάνω από 150.000. Στην Ελλάδα το 2014 έφτασαν περίπου 43.500 άνθρωποι από τη θάλασσα, ενώ στο πρώτο τρίμηνο του 2015 άλλοι 19.488. Το 60% αυτών προέρχονταν από τη Συρία, ενώ σημαντικός αριθμός προσφύγων προέρχεται από το Αφγανιστάν, τη Σομαλία, την Ερυθραία, το Ιράκ. Όπως είναι λογικό, οι χώρες που αποτελούν τα σύνορα της ΕΕ δέχονται τα μεγαλύτερα ποσοστά, με πρώτη την Ιταλία. Συνεπώς, και παρά την ιδεολογική ρητορεία και αξιοποίηση, είναι φανερό ότι δεν μιλάμε καν για μετανάστες αλλά σε συντριπτικό ποσοστό για πρόσφυγες.
Ωστόσο, και οι ίδιες οι δομές για παροχή ασύλου με βάση το προσφυγικό καθεστώς, είναι ελλιπείς και αποδιοργανωμένες. Στην Ελλάδα, οι αιτήσεις προς την Υπηρεσία Ασύλου ήταν 2077 το πρώτο δίμηνο του 2015, ενώ 300 άτομα έλαβαν προσφυγικό καθεστώς το Φλεβάρη, εν μέσω κινητοποιήσεων των Σύριων προσφύγων. Είναι φανερό ότι το θέμα είναι πολύ σοβαρό για να εγκαταλείπεται σε επικοινωνιακές προσεγγίσεις. Ωστόσο, η επικοινωνιακού τύπου αντιπαράθεση δε γίνεται απλά για να αξιοποιηθεί το ζήτημα μικροπολιτικά, αλλά ακριβώς επειδή δεν μπορεί να υπάρξει μια ουσιαστική πολιτική αντιμετώπιση εντός των υφιστάμενων πλαισίων.
Στην πραγματικότητα είναι οι ευρωπαϊκές πολιτικές που δείχνουν για ακόμη μια φορά τα όριά τους. Καταρχήν αυτές οι πολιτικές που διεξάγουν πολέμους, γιατί φυσικά οι πόλεμοι δε γίνονται ουδέτερα, κάπου αλλού από κάποιους άλλους. Και έπειτα, είναι οι ευρωπαϊκές πολιτικές για τη μετανάστευση, οι συνθήκες Σένγκεν και Δουβλίνου, η Ευρώπη-φρούριο και η FRONTEX (που εξάλλου κατηγορείται για εγκληματικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων), τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και οι δολοφονικές πολιτικές στα σύνορα. Και φυσικά, το ζήτημα δεν είναι κατά κανένα τρόπο οικονομικό: αντίθετα, προϋπολογισμοί δισεκατομμυρίων προβλέπονται για την επιτήρηση, την καταστολή και το κλείσιμο των συνόρων, και όχι φυσικά για την υποδοχή, φροντίδα των προσφύγων και την παροχή ασύλου.
Χωρίς σύγκρουση με αυτές τις πολιτικές, δεν μπορεί πραγματικά να αντιμετωπιστεί το ζήτημα ουσιαστικά και πολιτικά, και έτσι η συζήτηση θα μετακυλύεται σε φαιδρά αλλά και επικίνδυνα μονοπάτια. Έτσι, οι δηλώσεις Χριστοδουλοπούλου περί προσφύγων που δεν είναι άστεγοι αλλά αν βγαίνουν το πρωί στην Ομόνοια είναι επειδή θέλουν να λιαστούν(!), ή υποτιθέμενοι καθησυχασμοί του τύπου, “θα προτιμήσουν την Ιταλία”, υποδηλώνουν ακριβώς την πολιτική αμηχανία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μπροστά στην πραγματικότητα, ότι χωρίς ραγδαία αμφισβήτηση των υφιστάμενων πολιτικών πλαισίων, τα όρια που μπορεί να κινηθεί είναι εξαιρετικά στενά. Η παρέμβαση προς την ΕΕ εξαντλείται στην αναζήτηση πόρων, ενώ το επίδικο είναι το αντίθετο: η απεμπλοκή από τις ευρωπαϊκές πολιτικές. Η ενίσχυση των επιτροπών ασύλου που δρομολογείται από το αρμόδιο υπουργείο καθώς και η εξαγγελία για χορήγηση εγγράφων στους Σύριους είναι σημαντικές αλλά μερικές πρωτοβουλίες. Εξάλλου, τρεις μήνες μετά και παρά τις δεσμεύσεις, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης εξακολουθούν να λειτουργούν κανονικά, με μόνο ειδικές κατηγορίες να έχουν αφεθεί ελεύθερες.
Η δε στάση άλλων κυβερνητικών παραγόντων είναι απαράδεκτη, κατεξοχήν του Πανούση, ο οποίος μίλησε για “τσουνάμι μεταναστών” και ζήτημα “Εθνικής Ασφάλειας και κοινωνικής συνοχής”(!), ενώ τόνισε με νόημα ότι κανείς μετανάστης δεν πρέπει να πάει στη Θράκη (ενώ άλλοι παράγοντες μιλούσαν για εισβολή από την Τουρκία για να αλλοιώσει πληθυσμιακά μεγέθη κλπ.). Είναι προφανές ότι η στάση αυτή όχι απλά δεν οριοθετεί αλλά τροφοδοτεί τη στάση της αντιπολίτευσης, κατεξοχήν της ΝΔ, η οποία επιχειρεί να αξιοποιήσει το θέμα για να εγείρει συντηρητικά αντανακλαστικά στην κοινωνία, έχοντας εξάλλου τις πλέον αντιδραστικές θέσεις για το θέμα, συνδέοντας το και πάλι με τη “δημόσια ασφάλεια” και την “υγεία των πολιτών”. Αλλά και από το Ποτάμι, δια στόματος Ορφανού, ακούσαμε ότι “η εισροή προσφύγων δεν μπορεί να εξαρτάται από τις εμπόλεμες ζώνες”. Η αντίληψη των δυνάμεων αυτών είναι γνωστή, σήμερα είναι επιτακτική η ευθεία σύγκρουση με τις πολιτικές που την ακολουθούν.