του Αντώνη Δραγανίγου
Το Πανελλαδικό Σώμα του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση κατέληξε στη βασική εκτίμηση ότι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι κυβέρνηση «αστικής διαχείρισης», που εκφράζει βασικά «τη συνέχεια εντός του δυτικού πλαισίου (ΕΕ, ΝΑΤΟ), «κινείται εντός του ευρύτερου προγράμματος καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης για την υπέρβαση της τρέχουσας καπιταλιστικής κρίσης, δηλαδή της ουσίας της αστικής στρατηγικής σήμερα», και σε τελική ανάλυση της «συνέχειας της μνημονιακής πολιτικής, όπως κι αν ονομαστεί».
Εκτίμησε παράλληλα ότι «η πολιτική των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν ταυτίζεται με αυτή των ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, καθώς επιδιώκει «αλλαγή του μείγματος (ποσοτική χαλάρωση για καπιταλιστική ανάπτυξη)», και «ανακοπή ορισμένων αντιλαϊκών μέτρων». Οι εκτιμήσεις αυτές δεν είναι αυτονόητες. Υπάρχουν και άλλες πολλές και διαφορετικές εκτιμήσεις για την κυβέρνηση αυτή, όπως για παράδειγμα ότι αποτελεί μια πρώτη «ανεπαρκή» ρήξη με το πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού και του κράτους έκτακτης ανάγκης ή μια κυβέρνηση «ανακούφισης» με βάση το τρέχον πρόγραμμά της κ.λπ.
Για να κρίνει κανείς μια πολιτική και μια κυβέρνηση, απαιτείται να έχει ένα σαφές κριτήριο, ένα ξεκάθαρο μέτρο. Και το «μέτρο» αυτό δεν μπορεί παρά να είναι η στάση απέναντι στη βασική διαχωριστική γραμμή που χωρίζει την αστική από την εργατική πολιτική σε κάθε δεδομένη περίοδο. Σήμερα η διαχωριστική αυτή γραμμή είναι η προώθηση ή η σύγκρουση με το πρόγραμμα της «καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης για την υπέρβαση της τρέχουσας καπιταλιστικής κρίσης». Δηλαδή της αστικής απάντησης για την υπέρβαση της κρίσης.
Η κυβέρνηση έχει αποδεχτεί το «στρατηγικό πλαίσιο» της ευρωζώνης και της ΕΕ που σημαίνει όλο το πλαίσιο των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων που περνάνε μέσα από τους ευρωπαϊκούς «θεσμούς». Τα μέτρα που ήδη παίρνει δεν θίγουν σε τίποτα τα βαθύτερα συμφέροντα και την κερδοφορία του κεφαλαίου. Στο επίπεδο των εργασιακών σχέσεων δεν υπάρχει ούτε σαν σκέψη η κατάργηση της ζούγκλας της ελαστικής εργασίας, αντίθετα «εξορθολογίζεται» και επεκτείνεται. Καμία σκέψη για αύξηση της φορολογίας του κεφαλαίου, οι συντελεστές μένουν εκεί που τους άφησε η χυδαία νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. Οι ιδιωτικοποιήσεις θα προωθηθούν, αν και ίσως με διαφορετικό τρόπο και ρυθμό (συμμετοχή του κράτους, ΣΔΙΤ κ.λπ.). Μέχρι και το ΤΑΙΠΕΔ μένει στη θέση του. Η αναιμική αύξηση των κατώτερων μισθών παραπέμπεται στη συμφωνία με τους εταίρους εντός-εκτός συνόρων, δηλαδή στις ελληνικές καλένδες, ενώ δεν υπάρχει ούτε σαν εξαγγελία η επαναφορά των μισθών των κλαδικών συμβάσεων.
Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι η πολιτική ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι πολιτική αστικής διαχείρισης εντός των πλαισίων της ευρωζώνης, της ΕΕ και της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Είναι όμως διαφορετική από την πολιτική Σαμαρά-Βενιζέλου γιατί επιδιώκει «άλλο μείγμα» και εξυπηρετεί άλλο πολιτικό σχέδιο, δηλαδή έρχεται στην εξουσία σαν εκφραστής ενός διαφορετικού κοινωνικού-ταξικού μπλοκ δυνάμεων από αυτό της προηγούμενης κυβέρνησης.
Από την άποψη των οικονομικών συμφερόντων της αστικής τάξης η κυβέρνηση επιδιώκει να εκφράσει την ανάγκη για μια «ορισμένη ανακούφιση του ελληνικού καπιταλισμού από το βάρος του χρέους και των ασφυκτικών ευρωδεσμεύσεων», για την εξασφάλιση «ρευστότητας» και πόρων που θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν νέο γύρο καπιταλιστικής ανάπτυξης, με μεγαλύτερη σχετική οικονομική και γεωπολιτική αυτοτέλεια (ανοίγματα σε Ρωσία-Κίνα κ.λπ.), μέσα στο δυτικό πλαίσιο που αποτελεί το απαράβατο όριο της αστικής στρατηγικής.
Από πολιτική άποψη οι δυνάμεις της αστικής τάξης που στηρίζουν ή ανέχονται τον ΣΥΡΙΖΑ και η πολιτική της κυβέρνησης αντικειμενικά έχουν στόχο «την ενσωμάτωση της λαϊκής δυσαρέσκειας και του ριζοσπαστισμού», την ανανέωση του πολιτικού συστήματος και την οικοδόμηση ενός νέου δικομματισμού, που θα προσδώσει στο πολιτικό σύστημα την αναγκαία ευστάθεια και ευελιξία. Για να γίνει αυτό πρέπει η κυβέρνηση να προωθήσει την «ανακοπή ορισμένων αντιλαϊκών μέτρων», να εξαγγείλει «μέτρα άμβλυνσης των ακραίων πλευρών της εξαθλίωσης», να ικανοποιήσει ορισμένα αιτήματα του κινήματος αφομοιώνοντάς τα στο δικό της πολιτικό-ιδεολογικό πλαίσιο.
Ιστορικά αυτή η κατάσταση δεν είναι τόσο πρωτότυπη. Η αστική πολιτική έχει πάντα δύο ή και περισσότερες μορφές προώθησης της στρατηγικής της, με διαφορετικό κοινωνικό-ταξικό, πολιτικό, και ιδεολογικό-αξιακό φορτίο, πράγμα που επιβάλλεται (και εξηγείται) από το ρόλο της πάλης των τάξεων και τον ειδικό συσχετισμό δυνάμεων που διαμορφώνεται σε μια δοσμένη περίοδο.
Η ιδιομορφία της σημερινής περιόδου έγκειται στο ότι, πρώτον, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα που προέρχεται από την αριστερά. Δεύτερον, η μετεξέλιξή του σε κόμμα της αστικής τάξης, σε «κόμμα του κράτους», δεν έχει ολοκληρωθεί, αν και στην «πορεία διακυβέρνησης του αστικού κράτους είναι ανοικτή η πορεία μετάλλαξής του ΣΥΡΙΖΑ σε αστικό κόμμα (μέσα από εσωτερικές ρήξεις, διασπάσεις, ενσωματώσεις κ.λπ.). Τρίτον, ο ίδιος ο καπιταλισμός δεν μπορεί να δώσει ένα στοιχειώδες «κοινωνικό συμβόλαιο», λόγω της κρίσης του. Και τέταρτον, η περιοχή μας βρίσκεται σε κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» λόγω της εξάπλωσης των πολέμων, έτσι που οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί οξύνονται και καμιά απολύτως διαφοροποίηση δεν γίνεται «ανεκτή».
Τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος δεν είναι δεδομένη (σε συνδυασμό και με την κρίση στη ΝΔ), ότι οι αντιφάσεις είναι ενεργές, ότι «η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ παραμένει ασταθής» και ότι στην «εργατική και αριστερή βάση του ΣΥΡΙΖΑ θα εμφανιστούν αντιδράσεις στη γραμμή δεξιάς προσαρμογής».
Η ανάγκη βαθιάς κατανόησης του χαρακτήρα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αποτελεί προϋπόθεση για την κατανόηση της ανάγκης μιας βαθιάς τομής στο εργατικό και λαϊκό κίνημα και την αριστερά. Η νέα διακυβέρνηση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τα καύσιμα που έχουμε ως τώρα. Αυτό δείχνει όλη η ιστορική εμπειρία από περιόδους που ρεφορμιστικά κόμματα βρέθηκαν να διαχειρίζονται τον καπιταλισμό.
Πράγματι όταν η κυβέρνηση ακολουθεί μια πολιτική «μη χειροτέρευσης», έστω προσωρινά, το «βάρος πρέπει να πέσει σε αυτό που «πρέπει να γίνει», σχετικά με αυτό που «δεν πρέπει να περάσει». Χρειάζεται να προτάξουμε την επιθετική πλευρά της πάλης σε σχέση με την αμυντική, που πάντα θα υπάρχει. Να μπουν στην πρώτη γραμμή οι στόχοι και τα αιτήματα που καταφέρνουν πλήγμα στην αντιδραστική αναδιάρθρωση, δηλαδή στον βαθύτερο πυρήνα της αστικής στρατηγικής, που πρέπει να έρθει στην πρώτη γραμμή της πάλης» Να απαντάμε βαθύτερα, ουσιαστικότερα αν «μπορούμε να πάμε αλλιώς», «πώς μπορεί να γίνει αυτό» και «ποιος θα το κάνει». Να προβάλλουμε ένα συνολικό και συγκροτημένο αντικαπιταλιστικό σχέδιο ανατροπής με επαναστατική πνοή, σημειώνει η Απόφαση του Πανελλαδικού Σώματος του ΝΑΡ.
Δεν αντιμετωπίζει κανείς την αστικορεφορμιστική πολιτική «διαχείρισης εντός του πλαισίου» από ένα ρεφορμιστικό κόμμα με «βρισιές» και «κατάρες» πόσο «δεξιό» και πόσο «αστικό» κόμμα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μόνο στο βαθμό που θα κατακτά την ικανότητα να υπερβαίνει έμπρακτα, με όρους κινήματος, στον ορίζοντα των εξαιρετικά περιορισμένων αλλαγών που προωθεί η κυβέρνηση, να σπάει τα όρια της πολιτικής της, παίρνοντας σε αυτήν τη μαχητική γραμμή της αριστερής εργατικής και λαϊκής αντιπολίτευσης τον ριζοσπαστικό κόσμο της βάσης της.
Αν θα υπάρξουν ή όχι μαζικές διαφοροποιήσεις από την κυβέρνηση και προς τα πού θα στραφούν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αν η αντικαπιταλιστική Αριστερά πρωτοστατήσει στους αγώνες, οικοδομώντας όρους εργατικής λαϊκής αντεπίθεσης. Αν επεξεργαστεί, προβάλλει, και κάνει υπόθεση των εργαζόμενων τον αντικαπιταλιστικό δρόμο στην ελληνική κοινωνία και τέλος αν έχει τη λογική και την ικανότητα να «επικοινωνεί» με τις διαφοροποιήσεις που αναπόφευκτα θα υπάρξουν και να επιδρά ώστε να στρέφονται αριστερά αντικαπιταλιστικά.
Για να είναι αποτελεσματική αυτή η λογική, για να μπορούμε να παίρνουμε πειστικές πολιτικές πρωτοβουλίες συσπείρωσης και κόσμου που διαφοροποιείται –έστω σε επιμέρους σημεία– από την κυβερνητική γραμμή, για να προσανατολίζεται όλη αυτή η κίνηση στη συγκρότηση της αντιπολίτευσης έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ, απαιτείται πλήρης διαχωρισμός πολιτικός και οργανωτικός, από εκείνες τις πολιτικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης ή τμημάτων της, που έχουν στόχο να εξωραΐσουν την κυβερνητική τακτική, να θολώσουν τα νερά, να δώσουν την αίσθηση μιας πολυσυλλεκτικότητας συμπληρωτικής στην κύρια κυβερνητική κατεύθυνση και τελικά να «πισωγυρίσουν» τις τάσεις διαφοροποίησης «μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ» και το κυβερνητικό κέντρο εντός του πλαισίου της κυρίαρχης πολιτικής. Και τέτοια είναι η πρωτοβουλία της προέδρου της Βουλής για την περιβόητη Επιτροπή Αλήθειας για το Χρέος. Το ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση έχει ξεκαθαρίσει έγκαιρα πως η αντικαπιταλιστική Αριστερά δεν συμμετέχει σε αυτή ή ανάλογες πρωτοβουλίες. Θα ρίξει όλο το βάρος της στην ανάπτυξη και αντεπίθεση του κινήματος, στη μετωπική πολιτική δράση από θέσεις εργατικής λαϊκής αριστερής αντιπολίτευσης για την ανατροπή της πολιτικής του μαύρου μετώπου ΕΕ-ΔΝΤ-κεφαλαίου.