Στις νέες συνθήκες το βάρος πρέπει να πέσει στην επιθετική προβολή του «άλλου δρόμου», δηλαδή του δρόμου της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Καθώς θα μεγαλώνει η απόσταση της κυβερνητικής πολιτικής από τις λαϊκές προσδοκίες, θα ενισχύεται το ερώτημα «αν μπορούμε να πάμε αλλιώς». Γι’ αυτό πρέπει να αναβαθμίσουμε αυτό που «πρέπει να γίνει» σχετικά με αυτό που «δεν πρέπει να περάσει».
του Γιάννη Ελαφρού
Πανελλαδικό Σώμα του ΝΑΡ, 4-5 Απρίλη
Η νέα κατάσταση – Νέες δυνατότητες
Η ταξική πάλη μπαίνει σε καμπή. Περνάμε σε έναν καινούργιο κύκλο ταξικής πάλης και πολιτικής αναμέτρησης. Το βασικό χαρακτηριστικό του είναι πως τη διαχείριση της αστικής πολιτικής αναλαμβάνει, σε συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ, ένα κόμμα προερχόμενο από την Αριστερά, το οποίο όμως έχει διαβεί τον Ρουβίκωνα της συστημικής ένταξης, χωρίς να λείπουν οι αντιφάσεις του και οι αντιδράσεις στη βάση του. «Πρόκειται για νέα κατάσταση που δημιουργεί μια ιστορικού χαρακτήρα πρόκληση αλλά και δυνατότητες για την αντικαπιταλιστική Αριστερά να αναλάβει την ευθύνη μιας ποιοτικής τομής στο κίνημα, την Αριστερά, στην ίδια την κοινωνία». Αυτά σημειώνει εισαγωγικά η εισήγηση της Πολιτικής Επιτροπής του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση στο Πανελλαδικό Σώμα της οργάνωσης, το οποίο συγκαλείται το επόμενο Σαββατοκύριακο, 4-5 Απρίλη.
Πρώτο σημαντικό σημείο: πρόκειται για νέα κατάσταση και όχι για μία από τα ίδια, όπως λίγο-πολύ λέει ο Περισσός. Η ταξική πάλη έχει γυρίσει σελίδα και απαιτεί «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης» για να χαραχτεί γραμμή πλεύσης. Αντίθετα όμως από ό,τι νομίζουν οι υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ, η βασική αναγκαιότητα που προκύπτει από τη νέα κατάσταση δεν είναι η ανάληψη από την αντικαπιταλιστική Αριστερά ρόλου στηρίγματος της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ή αριστερής-αγωνιστικής πίεσης και διόρθωσης στα στραβοπατήματά της. Το βασικό ζητούμενο σήμερα είναι να αναβαθμιστεί ποιοτικά ο αυτοτελής πολιτικός ρόλος της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής Αριστεράς, να προχωρήσει στην επιθετική προβολή και πάλη του άλλου δρόμου της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και να πυροδοτήσει ανατρεπτικές εξελίξεις σε όλα τα επίπεδα, διαλύοντας εδώ και τώρα το κλίμα ανάθεσης και αναμονής που καλλιεργείται από την κυβέρνηση, τον ΣΥΡΙΖΑ και με άλλο τρόπο από το σύστημα. Στις νέες συνθήκες απαιτείται βαθύτερη κατανόηση των δυσκολιών και των πρωτοφανέρωτων κινδύνων ενσωμάτωσης που δημιουργεί η κυβερνητική διαχείριση από ένα κόμμα με αριστερές καταβολές και κινηματικούς δεσμούς. Κυρίως όμως απαιτείται κατανόηση και ανάδειξη των νέων αυξημένων δυνατοτήτων παρέμβασης για την ανατρεπτική Αριστερά. Δυνατότητες που στοιχειοθετούνται σε τρία σημεία:Πρώτον, η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα καταδίκασαν αποφασιστικά με την ψήφο τους (και με τους αγώνες τους, που έφτασαν μέχρι σε ένα επίπεδο) τους διαχειριστές της μνημονιακής καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Παρά το ψαλίδισμα των προσδοκιών τους (τις οποίες δεν πρέπει να υποβαθμίζουμε, υπάρχουν!), επιδιώκουν την ανακοπή και την αναίρεση της επίθεσης του μαύρου μετώπου. Δεν θέλουν συνέχιση της εφαρμογής των Μνημονίων. Άρα κάθε προσπάθεια να συνεχιστεί αυτή η πολιτική, με όποιο περιτύλιγμα, θα προκαλέσει αντιδράσεις.
Δεύτερον, η κοινωνική κατάσταση είναι τραγική (1,5 εκατ. άνεργοι, εκατοντάδες χιλιάδες απλήρωτοι, 3 εκατ. φτωχοί κ.λπ.), απαιτεί άμεσες απαντήσεις, δεν «χορταίνει» με μορατόριουμ, περιόδους χάριτος και «αξιοπρέπεια» αλά Βαρουφάκη.
Τρίτο, στη σημερινή εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και της κρίσης του, που δεν έχει ξεπεραστεί ειδικά στην Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το κεφάλαιο και οι ηγεμονικές δυνάμεις των πολυεθνικών όχι μόνο δεν πρόκειται να «δώσουν» στο λαό, αλλά επιδιώκουν να μπήξουν ακόμα βαθύτερα το μαχαίρι των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων («μεταρρυθμίσεων»). Όπως αποδείχθηκε στις 20 Φλεβάρη, δεν υπάρχει περιθώριο για φιλολαϊκή ΕΕ.
Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα χρειάζεται προβολή και συγκεκριμένη τεκμηρίωση
Δεν πέρασε παρά μικρό χρονικό διάστημα, για να επιβεβαιωθεί η βασική εκτίμηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην προεκλογική περίοδο: δεν υπάρχει τρίτος δρόμος ανάμεσα στη ρήξη με τους δανειστές, την ΕΕ, τις δυνάμεις του κεφαλαίου, από τη μια, ή τη συνέχιση και τη διαιώνιση της μνημονιακής επίθεσης από την άλλη. Δεν υπάρχει πολιτική win-win. Δεν υπάρχει πολιτική που να ωφελεί και τους τοκογλύφους και τους εργαζόμενους. Είναι αυταπάτη η λογική ούτε ρήξη ούτε υποταγή». Αυτό τόνιζε μεταξύ άλλων στην απόφασή του το Πανελλαδικό Συντονιστικό Όργανο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις 15 Μαρτίου. Η εκτίμηση αυτή ενισχύει την αυτοπεποίθηση των αγωνιστών και των αγωνιστριών της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, αλλά κυρίως υπογραμμίζει τις νέες απαιτήσεις για «να αναλάβει την ευθύνη μιας ποιοτικής τομής στο κίνημα, την Αριστερά, στην ίδια την κοινωνία». Όπλο στον αγώνα αυτόν είναι η επαναστατική τακτική και η διαλεκτική της ενότητα με την κομμουνιστική στρατηγική.
Στο 3ο Συνέδριο του ΝΑΡ (Δεκέμβρης 2013) καθορίσαμε πως πυρήνας της επαναστατικής τακτικής είναι η πάλη για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της βάρβαρης επίθεσης του κεφαλαίου και της υπεραντιδραστικής ανασυγκρότησής του, μέσα από την οποία επιχειρείται η υπέρβαση της σημερινής δομικής κρίσης του. Σημειώναμε πως η επαναστατική τακτική εκφράζει τα ζωτικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και των σύμμαχων στρωμάτων στην εργασία, στα κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα, στην πάλη για την απελευθέρωση από το άθλιο καθεστώς της επιτροπείας, πως επιταχύνει τη συγκρότηση του επαναστατικού υποκειμένου και έχει στόχο την προσέγγιση της επανάστασης.
Η τακτική αυτή εξακολουθεί να ισχύει, καθώς παραμένουμε εντός της καπιταλιστικής κρίσης και της άγριας αστικής επίθεσης για την υπέρβασή της, κυρίως με ένα πρόγραμμα σαρωτικών αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων (που υλοποιούνται με Μνημόνια και όχι μόνο), με στόχο ένα καθεστώς σύγχρονης «δουλείας» για τους εργαζόμενους.
Όπως όμως στο Πανελλαδικό Σώμα του Νοέμβρη 2014 εξειδικεύσαμε τους στόχους και τα συνθήματα της τακτικής μας, έτσι και σήμερα πρέπει να δούμε τις αναγκαίες αναπροσαρμογές στις νέες συνθήκες της κυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, της εξαγγελίας για ένα διαφορετικό «μείγμα πολιτικής» (όπως είπε και ο Αλ. Τσίπρας στο Βερολίνο). Τι ξεχωρίζει η εισήγηση της ΠΕ;
Πρώτο, το βάρος πρέπει να πέσει στην επιθετική προβολή και την οικοδόμηση των προϋποθέσεων του «άλλου δρόμου», δηλαδή του δρόμου της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Χρειάζεται να προτάξουμε την επιθετική πλευρά της πάλης σε σχέση με την αμυντική, που πάντα θα υπάρχει. Καθώς θα μεγαλώνει η απόσταση της κυβερνητικής πολιτικής από τις λαϊκές προσδοκίες, θα έρχονται στο επίκεντρο της συζήτησης τα ερωτήματα«αν μπορούμε να πάμε αλλιώς», «πώς μπορεί να γίνει αυτό» και «ποιος θα το κάνει». Γι’ αυτό πρέπει να αναβαθμίσουμε αυτό που «πρέπει να γίνει» σχετικά με αυτό που «δεν πρέπει να περάσει». Να μπουν στην πρώτη γραμμή οι στόχοι και τα αιτήματα που καταφέρνουν πλήγμα στην αντιδραστική αναδιάρθρωση, δηλαδή στον βαθύτερο πυρήνα της αστικής στρατηγικής, να παλέψουμε για την αποφασιστική βελτίωση της θέσης της άγρια χτυπημένης εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
Μέσα από αυτή την αναβάθμιση των πολιτικών στόχων και του πολιτικού ρόλου του κινήματος μπορούμε να αντιπαρατεθούμε βαθύτερα στην αστική πολιτική και την πολιτική της ΕΕ. Να υπερβαίνουμε έμπρακτα, με όρους κινήματος, τον ορίζοντα ορισμένων μέτρων που θα προωθεί η κυβέρνηση. Να μην περιορίζεται το κίνημα στα όρια της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και του συμβιβασμού του με την αστική τάξη. Να προετοιμάζεται πολιτικά και οργανωτικά για μια ανώτερη σύγκρουση με την ΕΕ και το σύστημα, για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης. Να τίθενται τα ανώτερα ζητήματα του κλονισμού και της επαναστατικής ανατροπής της αστικής κυριαρχίας.
Δεύτερο, με βάση αυτήν τη λογική απαιτείται ισχυρή αναβάθμιση, συγκεκριμενοποίηση, τεκμηρίωση του αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης, που προβάλλουν το ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση και στις βασικές του κατευθύνσεις η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ο αντικαπιταλιστικός χαρακτήρα του προγράμματος και της κατεύθυνσης της πάλης (και όχι απλά η αναφορά σε κάποιο μεταβατικό πρόγραμμα ή ένα πλαίσιο διεξόδου) δεν προέρχεται από κάποια ιδεολογική εμμονή ή για λόγους ταυτότητας. Προέρχεται από την εκτίμηση του χαρακτήρα της κρίσης και της επίθεσης-αναδιάρθρωσης που προκάλεσε για να την υπερβεί το κεφάλαιο. Δεν μπορείς να αντιπαλέψεις και να νικήσεις έναν αντίπαλο εάν δεν τον κοιτάξεις στα μάτια, εάν δεν στοχεύσεις στους πυλώνες του. Πηγάζει από την εκτίμηση –η οποία επιβεβαιώνεται με οδυνηρό για το λαό κι αποκαλυπτικό για τον ΣΥΡΙΖΑ τρόπο– πως δεν υπάρχει περιθώριο εντός της δομικής κρίσης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και της σύγχρονης Βαστίλης των λαών, της αντιδραστικής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης της ΕΕ, για ένα άλλο συνολικά διαφορετικό μοντέλο διαχείρισης του συστήματος, που θα παρέπεμπε σε νεοκεϊνσιανισμό ή σε έναν καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει περιθώριο για κατακτήσεις, για ρήγματα και ρωγμές, όπως επίσης για καθυστερήσεις, ανακοπή, ακόμα και αναίρεση πλευρών της επίθεσης. Θα πρόκειται όμως για κατακτήσεις οι οποίες δεν θα συγκροτούν ένα άλλο μοντέλο, ένα άλλο στάδιο, αλλά μια κατάσταση ασταθούς ταξικής διελκυστίνδας, που θα παροξύνει τις αντιθέσεις του συστήματος και μπορεί υπό προϋποθέσεις να εισάγει στην επαναστατική κατάσταση, θέτοντας ανώτερα καθήκοντα. Ο αντικαπιταλιστικός χαρακτήρας του προγράμματος έρχεται ακόμα από τα αναγκαία ταξικά μέτρα ενάντια στο κεφάλαιο, που πρέπει να ληφθούν ως αδήριτοι όροι για να ικανοποιηθούν ζωτικά δικαιώματα και ανάγκες της εργατικής τάξης (π.χ. αυξήσεις στους μισθούς, κατάργηση των συνθηκών εργασιακού μεσαίωνα, ανεργία, εθνικοποιήσεις, επίταξη παραγωγικού δυναμικού). Το ταξικό πρόσημο στο πρόγραμμα δίνει δύναμη όταν ενώνεται όπως η σπίθα με το μπαρούτι της εργατικής τάξης. Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα εμπεριέχει και αναβαθμίζει τους πολιτικούς στόχους της διαγραφής του χρέους, της ρήξης και της εξόδου από ευρώ και ΕΕ, της εθνικοποίησης τραπεζών και επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας. Πρέπει να απαντά με ακόμα μεγαλύτερη πληρότητα στην οξύτητα του κτυπήματος των δημοκρατικών ελευθεριών του λαού από τον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό της εποχής μας και να σηκώνει ψηλά τη σημαία της απελευθέρωσης από την επιτροπεία της ΕΕ και την υποθήκευση του δικαιώματος κάθε λαού να αποφασίζει για το μέλλον του. Τέλος, ο αντικαπιταλιστικός χαρακτήρας του προγράμματος ενισχύει την ανατρεπτική ρεαλιστικότητά του, και δεν το κάνει πιο απόμακρο στο λαό. Στο επίμονο και δικαιολογημένο ερώτημα «πού θα βρεθούν οι πόροι για όλα αυτά;» μπορεί να δώσει απάντηση η κατεύθυνση πως οι εργαζόμενοι, οι παραγωγοί του πλούτου, πρέπει να αποκτήσουν τον έλεγχό του και όλων των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας και να τα θέσουν στην υπηρεσία του λαού κι όχι του κέρδους.
Τρίτο, το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα του άλλου δρόμου χρειάζεται όχι μόνο προβολή και πάλη αλλά και συγκεκριμένη τεκμηρίωση, όσο και ανάπτυξη προς τα «κάτω» (σε σύνδεση με τα προγράμματα πάλης και τις διεκδικήσεις του κινήματος σε κάθε τομέα, χώρο και κλάδο) και προς τα «πάνω», σε σχέση με το ζήτημα της εξουσίας, την αναγκαία επαναστατική τομή και την πορεία προς την κομμουνιστική απελευθέρωση. Απαιτείται πολύ συγκεκριμένη δουλειά από το ΝΑΡ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, από όλη την αντικαπιταλιστική Αριστερά. Δεν αρκεί σήμερα να λέμε να καταργηθούν οι μνημονιακοί νόμοι (αυτό βεβαίως είναι απαραίτητο), αλλά το κίνημα πρέπει να σηκώσει διεκδικήσεις για τις αναγκαίες τομές και αλλαγές στην εργασία, την παιδεία κ.λπ.
Τέταρτον, όπως με μοναδικό τρόπο είχε πει ο Μπρεχτ, δεν αρκεί να ξέρεις την αλήθεια, πρέπει να κατακτάς τη δυνατότητα να τη μετατρέπεις σε όπλο, βρίσκοντας τον τρόπο να την διαδώσεις, να ξεπεράσεις τις προλήψεις και τις αυταπάτες. Απαιτείται να παρακολουθείς από κοντά τις διαθέσεις και τις τάσεις του λαού και να παρεμβαίνεις χωρίς να απομακρύνεσαι από την εργατική τάξη, αλλά συμβάλλοντας διαρκώς στην περαιτέρω άνοδο και ριζοσπαστικοποίησή της, κόντρα στο κλίμα χαμηλών απαιτήσεων που καλλιεργεί και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ιδιαίτερης σημασίας ζητούμενο στις νέες συνθήκες είναι πώς θα μπει στον αγώνα ο κόσμος που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ και ακόμα δίνει ανοχή στη συγκυβέρνηση. Γι’ αυτό χρειάζεται συγκεκριμένη επεξεργασία των συνθημάτων και της πολιτικής γραμμής. Η εισήγηση προτείνει να δουλέψουμε με τρία βασικά συνθήματα-έννοιες: αντεπίθεση στις νέες συνθήκες για κατακτήσεις, αντιπολίτευση, εργατική λαϊκή αριστερή στη συγκυβέρνηση και το σύστημα, ανατροπή αντικαπιταλιστική, που να συμπυκνώνει το βασικό ζητούμενο και την κύρια αναγκαιότητα. Συγκεκριμένα: «Αντεπίθεση του κινήματος και εργατική-λαϊκή αριστερή αντιπολίτευση στην κυβέρνηση για δουλειά, ψωμί, παιδεία, ελευθερία. Για να μην περάσει το νέο Μνημόνιο και το πρόγραμμα της αστικής αναδιάρθρωσης, για να ξηλωθούν όλα τα αντιλαϊκά μέτρα, για ουσιαστικές κατακτήσεις προς όφελος των εργαζομένων και σε βάρος του κεφαλαίου. Για να σπάσει το «πλαίσιο» και η συνέχεια της επιτροπείας, της λεηλασίας μέσω χρέους, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, του κράτους και του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού. Με ταξική ανασυγκρότηση και νέο εργατικό κίνημα, με οργανωμένο λαό και συσπείρωση δυνάμεων, παλεύουμε σήμερα για να ανοίξουμε το δρόμο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής.
Για την Αριστερά της νέας εποχής, εργατική και νεολαιΐστικη, μετωπική και ανεξάρτητη, αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική, επαναστατική και σύγχρονα κομμουνιστική».
Πολιτικό μαζικό κίνημα τώρα!
Οταν προτείνουμε τη δι-έξοδο του άλλου δρόμου της αντικαπιταλιστικής ανατροπής βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το ερώτημα «ποιος θα τα κάνει όλα αυτά;» Αρνιόμαστε τη λογική της ανάθεσης σε κάποια κυβέρνηση (παρότι παλεύουμε για να πάρει η εργατική τάξη με επαναστατικό τρόπο την εξουσία, να αναδείξει την κυβέρνηση του επαναστατημένου λαού και των οργάνων του) ή σε κάποιο σοφό κόμμα (παρότι τονίζουμε την αναγκαιότητα οργάνωσης της πρωτοπορίας και της δημιουργίας ενός σύγχρονου κόμματος της κομμουνιστικής απελευθέρωσης), υπογραμμίζουμε πως «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης θα είναι έργο της ίδιας». Γι’ αυτό θέτουμε βασικό υποκείμενο της ανατροπής τον οργανωμένο λαό. Είμαστε πολύ μακριά από το αναγκαίο επίπεδο οργάνωσης, αλλά με πυξίδα το στόχο μας πρέπει να χαράξουμε πορεία!
Ιδιαίτερης σημασίας το αμέσως επόμενο διάστημα είναι η συμβολή μας στην ανασυγκρότηση και εμφάνιση ενός πολιτικού κινήματος των εργαζομένων, του λαού και της νεολαίας, που θα διεκδικεί αποφασιστικά την υλοποίηση των ζωτικών του αιτημάτων εδώ και τώρα, σε συνδυασμό με την αντίσταση στο νέο πρόγραμμα-Μνημόνιο που συζητά η συγκυβέρνηση με την ΕΕ, διεκδικώντας συνολική απαλλαγή από τα Μνημόνια (παλιά και νέα), διαγραφή του χρέους, απειθαρχία, ρήξη έως και έξοδο από ευρώ και ΕΕ, εθνικοποιήσεις με εργατικό έλεγχο. Καθώς η διαπραγμάτευση κυβέρνησης – ΕΕ φτάνει σε έναν κόμβο το αμέσως επόμενο διάστημα (όπου λήγει και η τετράμηνη παράταση), με ορατή την απειλή νέου αντιλαϊκού πακέτου «μεταρρυθμίσεων», είναι αναγκαίο να συγκροτηθεί ένα πλατύ μέτωπο αγώνα του κινήματος, με συντονισμούς πρωτοβάθμιων σωματείων, φοιτητικών συλλόγων, άλλων οργάνων του αγώνα, που θα βρεθεί με διαδηλώσεις, καταλήψεις και απεργίες απέναντι σε κάθε προσπάθεια συνέχισης της κυρίαρχης πολιτικής, έστω με μικροδιορθώσεις. Σε αυτόν το στόχο καλούνται να συμβάλουν όλες οι δυνάμεις, από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και την αυτονομία, μέχρι το ΚΚΕ και τις τάσεις της εργατικής λαϊκής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ, που διαφωνούν με την κυβερνητική πορεία, ξεπερνώντας τη μέχρι τώρα υποβάθμιση: άλλοι με την ανάθεση στην κυβέρνηση και την αναμονή, άλλοι με τη διάσπαση οικονομικών – πολιτικών στόχων και την ανάθεση στο κόμμα για τα «γενικά» (ΚΚΕ), άλλοι με την παραμονή μόνο στην (αναγκαία) πάλη κατά του κάθε αφεντικού.
Εργατική – λαϊκή αριστερή αντιπολίτευση
Ανεξαρτησία – όχι στήριξη
Η αντικαπιταλιστική Αριστερά έχει καταρχήν απέναντί της τον ταξικό αντίπαλο, το κεφάλαιο, το αστικό κράτος, το μαύρο μέτωπο ΕΕ-ΔΝΤ και βεβαίως τα αστικά κόμματα, την κεντροαριστερή, δεξιά και ακροδεξιά αντιπολίτευση, που είναι στην ουσία συμπολίτευση στο σύστημα.
Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι «κυβέρνηση αστικής διαχείρισης, με λογική ταξικής συνεργασίας υπό αστική ηγεμονία και πολυκομματική σύνθεση (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, πρώην ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ) και με ΝΔ Πρόεδρο Δημοκρατίας. Παρά τις διαφορές της από τις προηγούμενες κυβερνήσεις εκφράζει τελικά τη συνέχεια εντός του δυτικού πλαισίου (ΕΕ, ΝΑΤΟ), του καπιταλιστικού συστήματος, του κράτους και τελικά τη συνέχεια και με τα Μνημόνια» λέει η εισήγηση της ΠΕ. Βεβαίως δεν είναι ίδια, ούτε εξαγγέλλει ίδια πολιτική με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. «Η ανάδειξή της αποτελεί συνδυασμό της θέλησης ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων για αλλαγή πολιτικής από την προηγούμενη μνημονιακή διαχείριση (με τα όρια που αποκρυστάλλωσε η λαϊκή δυναμική), με ευρύτερες αστικές επιδιώξεις για τροποποιήσεις στην ασκούμενη πολιτική, με σκοπό την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους και την ενσωμάτωση της λαϊκής δυσαρέσκειας και ριζοσπαστισμού». Ο συνδυασμός αυτός «γίνεται με όρους αστικής ηγεμονίας, διατηρεί όμως αντιφάσεις λόγω αντικρουόμενων επιδιώξεων. Ακριβώς αυτό κάνει τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ασταθή».
Άρα «απέναντι στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ οργανώνουμε την εργατική – λαϊκή αριστερή αντεπίθεση και αντιπολίτευση. Για να αποσπάσουμε κατακτήσεις και να διευρύνουμε τις ρωγμές ενάντια στην κυβερνητική πολιτική», όπως το θέτει η εισήγηση στο Πανελλαδικό Σώμα. Κι ακόμα: Η προοπτική μιας νέας συμφωνίας υποταγής με τους δανειστές και το ελληνικό κεφάλαιο, η προώθηση αστικών αναδιαρθρώσεων θα μας βρουν απέναντι στη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Οι αναγκαίοι αγώνες δεν μπορούν να ανακοπούν με μια λογική «δώστε χρόνο στην κυβέρνηση, γιατί εάν πέσει θα έρθει η Δεξιά ή η Ακροδεξιά». Παρόμοιες λογικές επαναφέρουν τον «μπαμπούλα της Δεξιάς», για να αφοπλίσουν το μαζικό κίνημα τώρα. Η στάση μας απέναντι στη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι συνολική. Κρίνουμε την κατεύθυνση της πολιτικής της όχι ανά σημείο. Η προσπάθεια επιβολής κατακτήσεων και η αξιοποίηση από το μαζικό κίνημα των όποιων δυνατοτήτων δεν σημαίνουν ότι μπαίνουμε σε μια προσθαφαίρεση θετικών/αρνητικών.
«Είμαστε αντίθετοι στη λογική της “κριτικής στήριξης” ή της “αριστερής πίεσης”. Οι λογικές αυτές αποδέχονται τα όρια και τις ιεραρχήσεις της κυβερνητικής πολιτικής. Υποβαθμίζουν τη σημασία και την ανάγκη της συνολικής πολιτικής στάσης και αντιπολίτευσης “από αριστερά”».
Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο η αναγκαία ανατρεπτική και αντικαπιταλιστική Αριστερά δεν θα αναπτυχθεί «εντός, εκτός και επί τα αυτά» στον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε με λογική να καλύψει το «πολιτικό κενό» που αφήνει η δεξιά μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ, μετακινούμενη κι εκείνη προς τα δεξιά, σε θέσεις που εγκαταλείπει η Κουμουνδούρου, πέφτοντας τελικά η ίδια στο κενό. Ούτε βέβαια θα μείνει οχυρωμένη σε περίκλειστο φρούριο για να μην εισέλθουν οι «μη συνεπείς». Απεναντίας με αδιαπραγμάτευτους όρους αντιπολίτευσης και πολιτικής ανεξαρτησίας απέναντι στην κυβέρνηση και τους πολιτικούς χειρισμούς των πτερύγων του ΣΥΡΙΖΑ, θα επιδιώξει με ευελιξία να συναντηθεί με τους αγώνες και τις αγωνίες του κόσμου που ψήφισε την κυβέρνηση, αξιοποιώντας τον μετασχηματιστικό ρόλο του αντικαπιταλιστικού προγράμματος και της πάλης στο κίνημα.