της Μαριάννας Τζιαντζή
Μάλλον δεν εννοούσε την κακοποίηση των αγαλμάτων ο Μαγιακόφσκι όταν έγραφε «σήμερα πρέπει με τη βαριά ν’ αποτυπώνεσαι στο καύκαλο του κόσμου».
Με τη βαριά, τη βαριοπούλα αποκεφάλισαν το άγαλμα της Κυβέλης, με φούμο πηχτό μαύρισαν το πρόσωπο του μαρμαρωμένου ποιητή και ζωγράφισαν χιτλερικό μουστάκι στην προτομή του Ξενόπουλου.
Ποιοι; Κάποιοι. Δεν ξέρουμε το πρόσωπό τους. Εύκολα μπορούμε να κλαψουρίσουμε και να καταδικάσουμε τους άγνωστους βάνδαλους και να επιδείξουμε τον δικό μας σεβασμό για τον πολιτισμό, για το άστυ, για τις μεγάλες προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών. Όμως είναι γελοίο τα κανάλια που έχουν γράψει τον πολιτισμό στα παλιά τους παπούτσια, που δεν έχουν ούτε μια εκπομπή για το θέατρο ή το βιβλίο, που υμνούν και αναπαράγουν την ανοησία, να κατακεραυνώνουν τους άγνωστους καταστροφείς, αλλά και την κυβέρνηση που δεν αστυνομεύει, δεν τιμωρεί επαρκώς.
Αντίστοιχα, είναι υποκριτικό αυτοί που πανηγύριζαν για το λουκέτο στην «πληκτική και κομματοκρατούμενη» ΕΡΤ να ξεχνούν ότι μόνο εκεί κάποτε ακούγονταν τα ονόματα του Παλαμά, του Ξενόπουλου, της Κυβέλης. Δεν απαξιώνουν μόνο οι άγνωστοι καταστροφείς τον αστικό πολιτισμό: πάνω απ’ όλα τον φτύνουν, τον απαξιώνουν οι επίσημοι φρουροί του. Δεν έστειλαν οι αναρχικοί το Θεατρικό Μουσείο να σαπίζει στα υπόγεια, δεν μετέτρεψαν την Ομόνοια σε Κρανίου Τόπο, δεν γέμισαν λουκέτα τις πόλεις.
Ο σεβασμός για τα σύμβολα, μαρμάρινα και μη, καλλιεργείται με τον διαρκή σεβασμό για την πόλη, για τους ζωντανούς τον οποίο οφείλει έμπρακτα να δείχνει το ίδιο το κράτος. Στον τσακισμένο, στον αλλοτριωμένο άνθρωπο αντιστοιχούν τσακισμένα, κατακρεουργημένα αγάλματα. Η νύχτα των μαρμάρων είναι συνέχεια της άλλης νύχτας που ακόμα σκεπάζει ανθρώπους και τόπους.
Πριν λίγα χρόνια, στον ίδιο χώρο, στο παρκάκι πλάι στη Νομική, ένας άστεγος δολοφόνησε έναν άλλο άστεγο γιατί ο δεύτερος του είχε κλέψει το παγκάκι «του». Όταν η εξαθλίωση χαρακτηρίζεται μονόδρομος, όταν η χώρα υπόσχεται ότι θα τηρήσει τις επονείδιστες «δεσμεύσεις» της, όταν ο άνθρωπος γίνεται λύκος για τον άνθρωπο, γιατί να μη γίνει λύκος και για τα αγάλματα; Κι ας ξέρουμε όλοι ότι άλλο η βαριά του ποιητή και άλλο η βαριοπούλα.