του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Λιγότερα συνθήματα και πιο πολλή δουλειά. Λιγότερα λόγια και περισσότερα έργα». Στην καταληκτική αυτή προτροπή προς τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, με την οποία έκλεισε την ομιλία του στο υπουργικό συμβούλιο της Παρασκευής ο πρωθυπουργός Αλ.Τσίπρας, εκφράζεται η πρόθεση της κυβέρνησης να κλείσει τη συζήτηση για την υπογραφή της συμφωνίας στο τελευταίο Γιούρογκρουπ. Παρά τις επικριτικές δηλώσεις κορυφαίων στελεχών και το «τρεμούλιασμα» στη ραχοκοκαλιά του κόμματος, ο ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύεται ιδιαίτερα απορροφητικός στους κραδασμούς και ικανός να χωνέψει ένα κείμενο συμβιβασμού με τους μνημονιακούς «θεσμούς» που εμφανώς αντιβαίνει στις προεκλογικές (πόσο μάλλον στις συνεδριακές) του διακηρύξεις αλλά και στη δυνατότητα εφαρμογής ακόμη και κάποιου τμήματος τού (αντικειμενικά εγκαταλειμμένου) Προγράμματος της Θεσσαλονίκης. Μιας συμφωνίας που εγκαταλείπει κάθε διεκδίκηση για διαγραφή του χρέους και θεσμοθετεί εκ νέου τη μνημονιακή εποπτεία.
Το κυβερνών κόμμα φάνηκε καθαρά πώς διαθέτει… διπλά αμορτισέρ: Αφενός την πλειοψηφούσα τάση που παρουσιάζει τη συμφωνία ως αναγκαία τακτική κίνηση στην προοπτική της μνημονιακής αποδέσμευσης… επεκτείνοντας για ένα τετράμηνο το Μνημόνιο (!), αφετέρου τη μειοψηφική τάση που αντέδρασε σαφώς δυσανάλογα με το μέγεθος και το εύρος της προσαρμοστικότητας στα μνημονιακά δεδομένα, δηλαδή της υπαναχώρησης. Είναι ενδεικτικό πως έπειτα από όλον αυτό το θόρυβο που ξέσπασε… άπαντες παρέμειναν στις θέσεις τους.
Η κυβέρνηση το επόμενο διάστημα θα επιχειρήσει να… ξεχαστεί η κομβική αυτή υπόθεση με την προβολή επιμέρους στοιχείων του νομοθετικού και γενικότερα του κυβερνητικού έργου. Στη λογική αυτή εντάσσεται και η διαφαινόμενη άρνησή της να συζητήσει τη συμφωνία στη Βουλή καθώς και η προβολή τής (σαφώς απαραίτητης) εξεταστικής επιτροπής για το Μνημόνιο όπως και άλλων πρωτοβουλιών. Η τακτική αυτή θα λειτουργήσει πυροσβεστικά και στη συζήτηση που προκάλεσαν (σε ένα ευρύτερο πολιτικό κοινό) οι τελευταίες εξελίξεις σχετικά με τη συμβατότητα μιας στοιχειώδους αριστερής πολιτικής στη «μέγγενη» του ευρώ, της ευρωζώνης και της ΕΕ. Εφόσον ο στόχος αυτός επιτεύχθηκε, όσοι «καταπίνουν καμήλες» στον ΣΥΡΙΖΑ ίσως ανακαλύψουν το νόημα της φράσης «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού».
Η πολύωρη συνεδρίαση της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ, όπου συζητήθηκε το θέμα της συμφωνίας του Γιούρογκρουπ, δεν διεκδικεί βραβείο διαφάνειας, αφού παρότι καταγράφηκε ευρύτατος προβληματισμός και αντιδράσεις και υπήρξε κάποιου είδους ψηφοφορία παρουσίασε μία εσκεμμένα θολή εικόνα. Σύμφωνα με το βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Στάθη Λουτσάκο, «δεν έγινε καταμέτρηση, μπορεί να ήταν καμιά τριανταριά λευκά και κατά». Αυτό όμως ερμηνεύθηκε από τη θέση του «οφείλουμε να εκφράζουμε τις ανησυχίες και τη διαφορετικότητα που έχουμε και με αυτό τον τρόπο ενισχύουμε και βοηθάμε την κυβέρνηση». Σύμφωνα με δημοσιεύματα και διαρροές παντός τύπου, υπήρξαν ως και δέκα καταψηφίσεις, ενώ φέρονται έξι υπουργοί να δήλωσαν «λευκό».
Στις «επώνυμες» αντιδράσεις καταγράφηκε… εκκωφαντικά την εβδομάδα που πέρασε αυτή του Μανώλη Γλέζου. Μεταξύ άλλων μίλησε για «μετονομασία της τρόικας σε θεσμούς του μνημονίου» και τόνισε ότι «από την πλευρά μου ζητω συγγνωμη από τον ελληνικό λαό διότι συνήργησα σ’ αυτή την ψευδαίσθηση». Μια δήλωση που προκάλεσε σωρεία αντιδράσεων από τα κορυφαία κυβερνητικά στελέχη.
Αίσθηση προκάλεσε και το άρθρο που συνυπέγραψε ο Γιάννης Μηλιός, σύμφωνα με το οποίο «η ελληνική κυβέρνηση παραιτείται από το στόχο διαπραγμάτευσης για την αναδιάρθρωση-απομείωση του ελληνικού δημόσιου χρέους και υιοθετεί το πρόγραμμα βιωσιμότητας στηριγμένο στην πληρωμή του κεφαλαίου του χρέους μέσω πρωτογενών πλεονασμάτων». Στο ίδιο κείμενο σημειώνεται ότι «η συμφωνία αποτελεί ένα πρώτο βήμα σε ολισθηρό έδαφος», ενώ στηλιτεύεται η θεωρία του υπουργού Οικονομίας Γ. Βαρουφάκη περί «δημιουργικών ασαφειών». Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «η μη ποσοτικοποίηση των στόχων, το μη καθορισμένο έλλειμμα, η απουσία οποιασδήποτε ρητής συζήτησης για τον υπολογισμό του δημοσιονομικού κενού καθιστούν ανοικτό και συνεχώς ερμηνεύσιμο ζήτημα τον υπολογισμό της απόδοσης των μέτρων ως ισοδυνάμων».
Εμμέσως πλην σαφώς αμφισβήτησε τη συμβατότητα της συμφωνίας με την εφαρμογή του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ ο βουλευτής Ημαθίας Κώστας Λαπαβίτσας θέτοντας συγκεκριμένα ερωτήματα σχετικά με τη χρηματοδότηση του Προγράμματος της Θεσαλλονίκης και σημειώνοντας ότι «είναι ανάγκη να εξηγηθεί τώρα πώς αυτά θα υλοποιηθούν και πώς θα μπορέσει η νέα κυβέρνηση να αλλάξει την τραγική κατάσταση που κληρονόμησε». «Η συμφωνία στην οποία υποχρεώνεται η χώρα, είναι προβληματική, τόσο με τα σημερινά δεδομένα όσο και σε ό,τι αφορά την προοπτική της» υποστήριξε ο Ρ. Ρινάλντι, μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ καταγράφηκαν δεκάδες διαφοροποιήσεις βουλευτών και μεσαίων στελεχών του κυβερνώντος κόμματος.
Αξίζει να σημειωθούν και οι αντιδράσεις που υπήρξαν στο εργατικό κίνημα, αφού αρνητική χαρακτήρισε τη συμφωνία ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Ναυτών Εμπορικού Ναυτικού Αντώνης Νταλακογιώργος, ενώ ο γραμματέας της παράταξης Μέτωπο Ταξικής Ανατροπής Γιώργος Χαρίσης αναφέρθηκε σε «αθέτηση βασικών δεσμεύσεων».