του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Αυταπάτες σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα για τη δυνατότητα κάλυψης των ταμειακών αναγκών του κράτους μέσω της πάταξης της φοροδιαφυγής του κεφαλαίου εντός των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιχειρεί να σπείρει η κυβέρνηση. Παρότι κάθε σχετική της εξαγγελία προσκρούει σχεδόν αυτόματα στο ασφυκτικό πλαίσιο των κανονισμών της ευρωζώνης επιμένει σε αυτού του είδους τη ρητορική, με αποκορύφωμα το πρωτοσέλιδο της Αυγής την Παρασκευή με τίτλο «Λεφτά υπάρχουν» και αναφορές σε φορολόγηση των καταθέσεων στις ελβετικές τράπεζες, σε πάταξη της μεγάλης φοροδιαφυγής και της λαθρεμπορίας.
Αυτά την ίδια στιγμή που για μία ακόμη φορά 51 δισ. ευρώ, από οφειλές εγχώριων μεγαλοεπιχειρηματιών, θεωρούνται μη εισπράξιμα για το ελληνικό δημόσιο. Συγκεκριμένα, από το σύνολο των 60 δισ. ευρώ που οφείλουν σειρά μεγάλες επιχειρήσεις μόλις τα 9 δισ. εκτιμώνται πως είναι δυνατό να εισπραχθούν, μια και οι οφειλέτες είτε άλλαξαν εταιρικά σχήματα είτε «πτώχευσαν» είτε «εξαφανίστηκαν», με την εκμετάλλευση της προνομιακής για το κεφάλαιο ισχύουσας νομοθεσίας. Να σημειωθεί ότι το σύνολο των οφειλών προς το Δημόσιο που έχουν λήξει ανέρχεται σε 76 δισ. ευρώ.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να καλύψει αυτή την πραγματικότητα όσο και τη –για πολλοστή φορά– μεταφορά του φορολογικού βάρους στα λαϊκά στρώματα με υποσχέσεις περί μέτρων που θα θίξουν την κερδοφορία του κεφαλαίου χωρίς ταυτόχρονα να υπάρξει παρέκκλιση από το κοινοτικό δίκαιο αλλά και τις προτεραιότητες της φορολογικής πολιτικής της ΕΕ. Πράγμα εντελώς αδύνατον…
Η πολυδιαφημισμένη υπόθεση της σύναψης διακρατικής συμφωνίας με την Ελβετία προκειμένου να φορολογηθούν οι καταθέσεις στις τράπεζες της χώρας αποδείχθηκε «άνθρακες» παρά την επίσκεψη του ελβετού υφυπουργού Οικονομίας Ζακ ντε Βατεβίλ. Ουσιαστικά το θέμα παραπέμφθηκε στις συνομιλίες που διεξάγονται ανάμεσα στην Ελβετία και την Ευρωπαϊκή Ένωση για μία συνολική διευθέτηση του θέματος που ολοκληρώνεται το 2018.
Στο υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον ανταγωνισμό αναμένεται να «κολλήσει» και η πρόθεση της κυβέρνησης για έσοδα από τις περίφημες «τριγωνικές συναλλαγές», δηλαδή τη χρήση εταιρειών-θυρίδων ή εξωχώριων που φέρονται να εισάγουν ή να προμηθεύουν πρώτες ύλες σε επιχειρήσεις του τριτογενούς τομέα κυρίως. Για το θέμα δεν έχει εκδοθεί ακόμη υπουργική απόφαση, αναμένεται όμως σχετική προσφυγή στους θεσμούς της ΕΕ από επιχειρήσεις, ενώ σχετική ανακοίνωση περί ασυμβατότητας της ρύθμισης με το ευρωπαϊκό δίκαιο έχει εκδώσει και ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών.
Απολύτως συμβατή με το ευρωπαϊκό δίκαιο είναι και ρύθμιση που «πέρασε» στο τελευταίο φορολογικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης και αφορά την επέκταση της ευθύνης για εισφοροδιαφυγή όχι απλά στους διαχειριστές (πρόεδρος – διευθύνων σύμβουλος) ενός εταιρικού σχήματος αλλά στο σύνολο των μετόχων. Έτσι από τη συγκεκριμένη ρύθμιση εξαιρούνται οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες, το σύνολο σχεδόν δηλαδή των μεγάλων Ανώνυμων Εταιρειών. Αυτό επιτάσσει το ενιαίο ευρωπαϊκό δίκαιο λειτουργίας των χρηματαγορών. Η ρύθμιση αντικειμενικά θα έχει εφαρμογή ουσιαστικά στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Με δεδομένα όλα τα παραπάνω οι περίφημοι «έλεγχοι στις λίστες των φοροφυγάδων» που προαπαγανδίζονται από την κυβέρνηση και αφορούν διαφυγόντα κέρδη της τάξης των 2,5 δισ. ευρώ, προφανώς θα καταλήξουν στο… κενό. Ιδίως αν συνυπολογίσει κανείς και το σύνολο των απορρήτων για την προστασία της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, που κάθε άλλο παρά έχει καταργηθεί, αφού επίσης προστατεύεται από την αρχή περί διασφάλισης της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών συνθηκών.
Ενδεικτικό του αβάσιμου των ισχυρισμών όσων υποστηρίζουν ότι είναι δυνατή η εφαρμογή ενός φορολογικού συστήματος αναδιανομής εισοδήματος με την ταυτόχρονη αποδοχή των κανόνων λειτουργίας της ΕΕ είναι και το πρόσφατο ψήφισμα των φορολογικών πολιτικών των κρατών-μελών που υιοθέτησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Στο πακέτο μέτρων που προτείνονται περιλαμβάνεται η ένταση της φορολογικής επιδρομής μέσω της έμμεσης φορολογίας, αφού ζητείται η «βελτίωση της συλλογής των εσόδων από τον ΦΠΑ», και ταυτόχρονα η περαιτέρω προσαρμογή των φορολογικών συστημάτων στις ανάγκες του κεφαλαίου. Χαρακτηριστικά προτείνεται η «απλοποίηση των εθνικών φορολογικών συστημάτων, έτσι ώστε να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος και η γραφειοκρατία για τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις» και η «απομάκρυνση των εμποδίων που παρακωλύουν τις διασυνοριακές δραστηριότητες». Όσον αφορά το θεσμοθετημένο και απόλυτα νόμιμο σύστημα φοροδιαφυγής για το πολυεθνικό κεφάλαιο που αποτελεί καθεστώς για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ευρωκοινοβούλιο αρκείται σε… συμβουλές. Αναφερόμαστε στο σύστημα ειδικών φορολογικών συμφωνιών ανάμεσα σε κυβερνήσεις και πολυεθνικές για τις οποίες γίνεται σύσταση να «αποφεύγονται» διότι δεν λειτουργούν υπέρ της διαφάνειας.