της Νατάσας Κεφαλληνού
Οι καπνεργάτριες του Μεσοπολέμου ήταν πλειοψηφικό τμήμα του εργατικού πληθυσμού του κλάδου τους. Επίσης είχαν έντονη συνδικαλιστική δράση: όχι μόνο ήταν μέλη στα σωματεία τους αλλά και παρούσες στις συνελεύσεις των καπνεργατικών σωματείων ανά την Ελλάδα.
Ενεργός συμμετοχή στο κίνημα
Εχθρικό κλίμα, αυτοτελής δράση
Οι γυναίκες πολλές φορές απουσιάζουν από τις κυρίαρχες αλλά και εναλλακτικές ιστορικές αφηγήσεις που ασχολούνται με τη συγκρότηση της εργατικής τάξης της χώρας, τη δημιουργία του συνδικαλιστικού κινήματος, την πραγματοποίηση μεγάλων εργατικών αγώνων.
Αν και εργαζόμενες κατά χιλιάδες, αποτελώντας σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, η ιστορία δεν τους επιφύλαξε θέση στην «εποποιία των εργατικών αγώνων». Άλλωστε η εργασία τους, «αθέατη», «ανειδίκευτη», απαξιωμένη και κατά το ήμισυ αμειβόμενη, συγκριτικά με την ανδρική, θεωρούνταν για δεκαετίες απλώς συμπληρωματική του οικογενειακού εισοδήματος που έφερνε στο σπίτι ο άνδρας-κουβαλητής. Η γυναικεία μισθωτή εργασία δεν ήταν τίποτα άλλο παρά παρέκκλιση από τη «γυναικεία φύση», που ήταν σχεδιασμένη να ασχολείται «με τα του οίκου». Σε αντίθεση με το παραπάνω σχήμα, θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε την ενεργητική συμμετοχή των εργαζομένων γυναικών στο καπνεργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και τους λυσσαλέους αγώνες του κλάδου το 1936.
Οι καπνεργάτριες του Μεσοπολέμου ήταν πλειοψηφικό τμήμα του εργατικού πληθυσμού του κλάδου τους. Επίσης είχαν έντονη συνδικαλιστική δράση: Όχι μόνο ήταν μέλη στα σωματεία τους (γεγονός που αποτελούσε εξαίρεση στη διαρκή υποεκπροσώπηση των γυναικών στο μεσοπολεμικό ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα) αλλά ήταν και παρούσες στις συνελεύσεις των καπνεργατικών σωματείων ανά την Ελλάδα. Φυσικά ήταν τελείως απούσες από τα Διοικητικά Συμβούλια, τις συνδιασκέψεις και τα συνέδρια, αφού αντιμετώπιζαν μια σειρά περιορισμών στο εκλέγειν και εκλέγεσθαι (πάγια πρακτική στα σωματεία).
Ωστόσο, παρά το εχθρικό κλίμα που αντιμετώπιζαν οι εργαζόμενες στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι καπνεργάτριες, πραγματοποιώντας υπέρβαση, είχαν ακόμη και αυτοτελή δράση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: οι τρεις συσκέψεις καπνεργατριών που πραγματοποιήθηκαν στον Πειραιά αλλά και τη Θεσσαλονίκη τον Φεβρουάριο του 1936.
Σε αυτές συμμετείχαν μερικές δεκάδες καπνεργάτριες «που ασχολήθηκαν με τα ζητήματά των», όπως χαρακτηριστικά τόνιζε ο Ριζοσπάστης, χωρίς όμως να αναφερθεί σε αυτά. Στη Θεσσαλονίκη, μάλιστα, εξέλεξαν και επιτροπή, «που μαζί με τη διοίκηση του σωματείου» θα προωθούσε τα θέματά τους.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι στις συσκέψεις του Πειραιά υποδείχτηκαν γυναίκες υποψήφιες για τις εκλογές του σωματείου. Η κίνηση αυτή των εργατριών του Πειραιά ίσως απηχεί μια μαζική ή ιδιαίτερα μαχητική παρουσία των γυναικών στο συγκεκριμένο σωματείο. Άλλωστε η καπνοβιομηχανία αποτελούσε τον δεύτερο μεγαλύτερο κλάδο συγκέντρωσης γυναικείου εργατικού δυναμικού στον Πειραιά. Παρά την πρωτοπόρα δράση των γυναικών στα καπνεργατικά σωματεία, οι καπνεργάτριες σε καμία περίπτωση δεν συμμετείχαν στις επιτροπές που επισκέπτονταν θεσμικά πρόσωπα, για να καταθέσουν τα αιτήματα των καπνεργατών/τριών. Αντίθετα, συχνή υπήρξε η παρουσία τους σε πορείες και συγκεντρώσεις των σωματείων, ενώ, παράλληλα συμμετείχαν ενεργά σε στάσεις εργασίας, απεργίες και διαδηλώσεις. Άλλωστε η συμμετοχή τους στις απεργίες ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητα του αγώνα.
H εξέγερση των καπνεργατριών
Μια από τις πιο έντονες ταξικές συγκρούσεις στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου ήταν η εξέγερση των καπνεργατών/τριών, τον Μάη του 1936. Με την οικονομική κρίση του 1930 και τη μείωση των εξαγωγών, η οικονομία της Βόρειας Ελλάδας δέχθηκε μεγάλο πλήγμα, καθώς ήταν εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από τον καπνό. Οι καπνεργάτες και οι καπνεργάτριες, που άνηκαν στους μαζικότερους και μαχητικότερους συνδικαλιστικούς κλάδους στον Μεσοπόλεμο, πετάχτηκαν μαζικά στην ανεργία και αντιμετώπισαν τεράστια συμπίεση των ημερομισθίων τους. Πολλοί/ες δεν είχαν να θρέψουν ούτε τις οικογένειες τους και αναγκάζονταν (κυρίως οι γυναίκες) να κάνουν ελάχιστα αμισθί μεροκάματα, με μοναδικό σκοπό να πάρουν τα ένσημα για λάβουν το επίδομα ανεργίας από τον ασφαλιστικό τους φορέα (Ταμείο Ασφαλίσεων Καπνεργατών). Η κατάσταση αυτή ώθησε τον καπνεργατικό κλάδο σε έντονη αναταραχή και οδήγησε σε απεργία, στις 29 Απριλίου 1936, στα καπνεργατικά κέντρα. Κεντρικά αιτήματα ήταν η αύξηση του μεροκάματου, η ενίσχυση των συνδικαλιστικών ελευθεριών, η εφαρμογή του νόμου περί τόγκας, κ.ά.
Αξίζει εδώ να σταθούμε στο νόμο περί τόγκας που αφορούσε κυρίως τον έμφυλο καταμερισμό εργασίας: Απ’ τη δεκαετία του 1920 οι καπνέμποροι εμφανίστηκαν αποφασισμένοι να μειώσουν το κόστος εργασίας ρίχνοντας το ποσοστό επεξεργασίας των καπνών. Απ’ τη δεκαετία του 1930 προκρίθηκε μια απλούστερη μέθοδος επεξεργασίας, η τόγκα, στην οποία κυρίαρχη θέση είχε η υποτιθέμενα ανειδίκευτη και γι’ αυτό χαμηλά αμειβόμενη γυναικεία εργασία. Οι άνδρες καπνεργάτες, που κυριαρχούσαν στη συνδικαλιστική οργάνωση του κλάδου, επιδίωξαν σθεναρά, το 1933, την ψήφιση του νόμου περί τόγκας, που προέβλεπε την ισόποση αναλογία ανδρών – γυναικών σε κάθε επιχείρηση. Η στάση τους υπαγορεύτηκε από το φόβο ότι η γενικευμένη απασχόληση των γυναικών θα οδηγούσε σε συρρίκνωση του εργατικού οικογενειακού εισοδήματος.
Παρά το γεγονός ότι η καπνεργατική απεργία που προκηρύχτηκε δεν είχε ούτε ένα αίτημα που να αφορά τις εργαζόμενες (για παράδειγμα το αίτημα «ίση αμοιβή για ίση εργασία» που υποστήριζε το ΚΚΕ, κομματικός φορέας ο οποίος ήλεγχε σημαντικό μέρος των καπνεργατικών συνδικάτων), παρότι ένα από τα αιτήματα της απεργίας απέβλεπε ξεκάθαρα στον περιορισμό της γυναικείας εργασίας (νόμος περί τόγκας), ωστόσο οι εργαζόμενες ήταν πρωτοπόρες σε αυτόν τον αγώνα, που χτυπήθηκε βάρβαρα από τις δυνάμεις καταστολής του Ιωάννη Μεταξά.
Οι πρώτες βάναυσες επιθέσεις της αστυνομίας στους καπνεργάτες/τριες έγιναν στον Βόλο, στις 7 Μαΐου 1936. Συγκρούσεις πραγματοποιήθηκαν την επόμενη μέρα και στη Θεσσαλονίκη. Στις 9 Μαΐου η κρατική βία έλαβε τεράστια έκταση στη Θεσσαλονίκη: 20 διαδηλωτές έπεσαν νεκροί και τραυματίστηκαν εκατοντάδες άλλοι. Την επόμενη μέρα η κηδεία των νεκρών μετατράπηκε σε μαχητική διαδήλωση. «Όλη η ματοβαμμένη πολιτεία της Θεσσαλονίκης βρίσκεται στο πόδι. Άντρες και γυναίκες, νέοι, γέροι και παιδιά, λαός και στρατός, Έλληνες και Εβραίοι» γράφει ο Ριζοσπάστης. Στις 11 Μαΐου ακολούθησαν «παλλαϊκά» συλλαλητήρια συμπαράστασης σε πολλές πόλεις. Οι δύο τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις (Ενωτική ΓΣΕ και ΓΣΕΕ) προκήρυξαν 24ωρη πανελλαδική απεργία δύο μέρες μετά, ωστόσο η απεργία λύθηκε μετά τη συμφωνία της ηγεσίας των εργατών και των εργοδοτών.
Ποια όμως ήταν η παρουσία των καπνεργατριών τις μέρες της απεργίας του Μαΐου 1936 ή σε άλλες απεργίες του ίδιου έτους; Σύμφωνα με τον Ριζοσπάστη, οι καπνεργάτριες αναλάμβαναν πρωτοβουλίες σε απεργίες και έπαιρναν ενεργά μέρος σε διαδηλώσεις, καθώς και στους αγώνες ενάντια στους απεργοσπάστες/τριες και την αστυνομία. Συμμετείχαν σε απεργιακές φρουρές και επιτροπές, θέτονταν επικεφαλής διαδηλώσεων, έστηναν οδοφράγματα, απελευθέρωναν συλληφθέντες. Στη βιομηχανία Παπαστράτου στον Πειραιά την απόλυση 500 εργατριών ακολούθησε η εκλογή επιτροπής αγώνα. Η απόπειρα της αστυνομίας να απομακρύνει τις καπνεργάτριες από το εργοστάσιο οδήγησε σε εκτεταμένες συμπλοκές μεταξύ γυναικών και αστυνομίας. Αντίστοιχα γεγονότα συνέβησαν και στον Βόλο. Μέσα από τις σελίδες του Ριζοσπάστη διαπιστώνουμε ότι τα βίαια γεγονότα της απεργίας του Μαΐου 1936 είχαν άμεσες συνέπειες για τις εργάτριες, καθώς οι λίστες των νοσηλευομένων στο νοσοκομείο περιλάμβαναν πολλά ονόματα τραυματισμένων καπνεργατριών, από πυροβολισμούς, υποκοπάνους ή λόγχες. Επιπλέον μία καπνεργάτρια έχασε τη ζωή της.
Στις μάχες του Μαΐου 1936 οι γυναίκες παρουσιάζονταν να συμμετέχουν στην πρώτη γραμμή. Ακόμα και μικρά κορίτσια υφίσταντο τη βία του κράτους, αλλά αντιστέκονταν. Σύμφωνα με τις γλαφυρές περιγραφές του Ριζοσπάστη, «τις ρίχνουν κάτω, σκίζουν τα ρούχα τους και τις χτυπούν, αλλά κι εκείνες παίρνουν θαρραλέα μέρος στη μάχη τραυματίζοντας αστυνομικούς με όποιο μέσο διαθέτουν». Συγκρούονται, συλλαμβάνονται, πρωτοστατούν στον αγώνα. Παράλληλα, μανάδες «κλαίνε και πονάνε για τα παιδιά τους που τ’ ανέθρεψαν με ένα σωρό πίκρες, για να τα δολοφονήσουν οι άτιμοι εκμεταλλευτές τους».
Αυτή η επιθετική, ως προς την υπεράσπιση των εργατικών συμφερόντων, συμπεριφορά των γυναικών δεν ήταν δεδομένο ότι θα γινόταν αποδεκτή ακόμη και από τους συναδέλφους τους, καθώς ξέφευγε από τον «παραδοσιακό τους ρόλο» (ας μην ξεχνάμε ότι η καταπίεση της γυναίκας ήταν συστηματική και διαταξική). Ωστόσο σε αυτή την περίπτωση θεωρήθηκε ότι συνέπλεε με τις γενικές επιδιώξεις των εργαζομένων και γι’ αυτό έχαιρε νομιμοποίησης από τον ανδρικό εργατικό πληθυσμό. Ο αγώνας των γυναικών ενάντια στις άθλιες συνθήκες εργασίας επικροτήθηκε γιατί «ήταν αγώνας της τάξης τους», ενώ η μαχητική παρουσία τους αποτελούσε ένδειξη ταξικής συνειδητοποίησης και μέσο ένταξής τους στην κοινή εργατική πάλη: «30.000 δουλευτάδες του καπνού, οι καπνεργάτες και οι καπνεργάτριες, μετριούνται με μερικές δεκάδες χρυσοκανθάρους, τους καπνεμπόρους» έγραφε ο Ριζοσπάστης.