των Γιώργου Κρεασίδη, Θάνου Ανδρίτσου
Την Κυριακή 15 του Φλεβάρη οι πλατείες της Ελλάδας ήταν και πάλι γεμάτες. Ίσως όχι στα επίπεδα της φλογερής διετίας 2010-2012, ωστόσο το ξανασμίξιμο τόσων χιλιάδων ανθρώπων μέσα στο παγερό κρύο, είχε σίγουρα καιρό να συμβεί και γέμισε αισιοδοξία. Ήταν η συνέχεια των σημαντικών κινητοποιήσεων που είχαν λάβει χώρα την περασμένη εβδομάδα. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συμμετείχε με το δικό της διακριτό πλαίσιο παλεύοντας για ρήξη και όχι ενσωμάτωση και υποταγή σε ΕΕ και ΔΝΤ, για συνολική ανατροπή και όχι συνέχιση με άλλα λόγια της μνημονιακής καταστροφής και του εκβιασμού των διεθνών τοκογλύφων. Στην πλατεία Συντάγματος αλλά και στις πλατείες των περισσότερων πόλεων της χώρας έγιναν μαζικές συγκεντρώσεις, ενώ την ίδια στιγμή χιλιάδες εργαζόμενοι και νέοι διαδήλωναν στις μεγαλύτερες πόλεις της Ευρώπης εκφράζοντας την αλληλεγγύη τους στον ελληνικό λαό. Ένας παγκόσμιος χάρτης απεικόνιζε τους τόπους που διοργανώθηκαν διαδηλώσεις με πρωτοβουλία τοπικών αριστερών οργανώσεων αλλά και Ελλήνων του εξωτερικού, που καλούσαν σε «στήριξη του αγώνα του ελληνικού λαού ενάντια στη δολοφονική λιτότητα». Οι κόκκινες κουκίδες γέμιζαν την Ευρώπη, τόσο στην περιφέρεια –κυρίως σε Ιταλία, Ισπανία κ.ά.– όσο και στο κέντρο –Γερμανία, Βέλγιο κ.ά.– αλλά έφταναν μέχρι και τις ΗΠΑ, τη Λατινική Αμερική και τη μακρινή Αυστραλία. Είναι δεδομένο ότι το «ελληνικό πρόβλημα» και οι νέες του εξελίξεις δεν είναι καθόλου ελληνικό. Η υποστήριξη που βρίσκει το αίτημα για ανατροπή των καταστροφικών για το λαό πολιτικών της ΕΕ και του ΔΝΤ δεν είναι κυρίως μια συμπάθεια προς τη χώρα ή τη νέα της κυβέρνηση αλλά μια κοινή πάλη ενάντια στην αντεργατική εκστρατεία του κεφαλαίου παγκόσμια. Από μόνη της η επανάληψη μιας αίσθησης παγκόσμιου κύματος αγώνων είναι μια σοβαρή υπόθεση. Απέχουμε βέβαια πολύ από το να μιλάμε για νέο γύρο παγκόσμιων αγώνων, όπως την περίοδο των κατειλημμένων πλατειών, με τον ίδιο τρόπο που οι μεγάλες αυτές κινητοποιήσεις της περασμένης εβδομάδας έχουν τεράστιες διαφορές από τις συγκεντρώσεις των Aγανακτισμένων. Τόσο εντός της Ελλάδας όσο και διεθνώς το κεντρικό ερώτημα είναι το εξής: Αν αυτή η σχετικά μαζική μαχητική στάση θα αρκεστεί σε μια ένδειξη συμπάθειας και συμπαράστασης στην ελληνική κυβέρνηση στo πλαίσιo των διαπραγματεύσεων με την ελπίδα ή την αφέλεια ότι αυτή αρκεί για να ικανοποιηθούν τα αιτήματα και οι ανάγκες της κοινωνίας ή θα αναβαθμιστεί και γιγαντωθεί με στόχο την ανατροπή του ίδιου του εκβιαστικού πλαισίου εντός του οποίου οι δυνατότητες φιλολαϊκών πολιτικών φαντάζουν μάλλον μηδαμινές. (Θ. Α.)
—–
Είχε θέση η Αριστερά και το εργατικό κίνημα στις κινητοποιήσεις που έγιναν τις μέρες των κρίσιμων διαπραγματεύσεων στο Γιούρογκρουπ; Ή ακόμα παραπέρα είχε νόημα μια λαϊκή κινητοποίηση και με ποιο περιεχόμενο; Το κυρίαρχο στοιχείο που διαπερνούσε τις συγκεντρώσεις ήταν η απόρριψη των εκβιασμών των δανειστών και της τρόικας -ή όπως αλλιώς θέλει να λέγεται- της ΕΕ, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ, αλλά και η απαίτηση η νέα κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να μην ακολουθήσει την πεπατημένη του «ναι σε όλα». Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι αντίστοιχες κινητοποιήσεις, μικρότερες ή μεγαλύτερες, έγιναν σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, με χαρακτήρα αντίθεσης στην πολιτική της ΕΕ και αλληλεγγύης στον ελληνικό λαό. Όσο κι αν προβληματίζει το πολιτικό βάθος τους, δεν πρέπει να προσπεράσει κανείς το γεγονός ότι το κάλεσμα συγκίνησε ένα πλατύ φάσμα σε μεγάλο αριθμό χωρών.
Η αντικαπιταλιστική Αριστερά έκρινε ότι υπήρχε ανάγκη παρέμβασης με ένα συγκροτημένο και μαζικό τρόπο για να ξανάρθει στο προσκήνιο η διεκδίκηση της διαγραφής του χρέους και η ανάγκη μιας ουσιαστικής και συνολικής ρήξης της ΕΕ, με την επιλογή της αποδέσμευσης από αυτήν και την ευρωζώνη.
Η εκβιαστική στάση της ΕΕ και του στελεχών του Γιουρογκρούπ κλονίζει σε ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας την ιδέα ότι μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός που θα βάζει φρένο ή θα αμφισβητεί τη μνημονιακή πολιτική της κοινωνικής καταστροφής. Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι κυριάρχησε η αντίληψη πως αρκεί η αντίθεση στο Μνημόνιο για υπάρξει αλλαγή πορείας, κάτι που νομιμοποίησε και τη συνεργασία με τους δεξιούς ΑΝΕΛ. Στο σημερινό τοπίο όμως η συζήτηση ξανανοίγει. Όπως μπαίνει εκ νέου στο τραπέζι το θέμα του χρέους που οδηγεί στα Mνημόνια, ενώ η κυβέρνηση αναγνωρίζει σαν υποχρέωση της χώρας την αποπληρωμή του, αφήνοντας στην προεκλογική περίοδο τις θέσεις για διαγραφή μέρους, πόσο μάλλον του μεγαλύτερου, την πρόταση για διεθνή διάσκεψη κατά το γερμανικό παράδειγμα του 1953 κ.ο.κ.
Με μια ανάλογη λογική προτάθηκε σε πρωτοβάθμια σωματεία η παρέμβαση στις κινητοποιήσεις με βάση τα πλαίσια διεκδικήσεων των εργαζομένων και τη θέση που έχουν πάρει για το χρέος. Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης όπου οι Γ΄ και Ε΄ ΕΛΜΕ των καθηγητών οργάνωσαν προσυγκέντρωση και συμμετείχαν οργανωμένα στη συγκέντρωση του Λευκού Πύργου, με αιτήματα όπως «όχι στους εκβιασμούς ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ» και «δεν χρωστάμε, δεν πληρώνουμε, δεν αναγνωρίζουμε το ληστρικό τοκογλυφικό χρέος», τα σωματεία δεν έδωσαν απλώς το στίγμα τους, αλλά συνέβαλαν και στη μετατροπή της διαμαρτυρίας σε ένα μαζικό συλλαλητήριο στους δρόμους της πόλης ενάντια στους εκβιασμούς και υπέρ της διαγραφής του χρέους, βάζοντας κοινωνικές κόκκινες γραμμές που προτάσσουν τις ανάγκες και τα δικαιώματα μαζί με την οξύτατη ανάγκη να ξηλωθεί όλο το μνημονιακό πλαίσιο με τους 400 εφαρμοστικούς νόμους και τις ποικιλόμορφες δεσμεύσεις.
Για πολλούς από τους οργανωτές και κυρίως για όσους προέρχονταν από το χώρο και το μηχανισμό των κομμάτων της κυβέρνησης, η πρωτοβουλία αποσκοπούσε στην επανάληψη των πλατειών σε μια φιλοκυβερνητική εκδοχή. Το επίμονο κάλεσμα για ατομική συμμετοχή, χωρίς πολιτικά πλαίσια και ό,τι σηματοδοτεί την οργανωμένη κινητοποίηση, δεν υποτιμά μόνο την αξία του οργανωμένου λαού, που σε τελική ανάλυση ήταν η πιο κρίσιμη αντιπολίτευση στις μνημονιακές κυβερνήσεις. Βάζοντας ένα γενικόλογο σύνθημα όπως «ανάσα αξιοπρέπειας» επιχειρήθηκε η καθήλωση των λαϊκών προσδοκιών σε μια κινηματική λευκή επιταγή προς την κυβέρνηση. Ένα στήριγμα δηλαδή σε μια διαπραγμάτευση που σύντομα φάνηκε πως δεν μπορεί παρά να αποτύχει. Ακόμα και σε συμβολικό επίπεδο υπάρχει δυσκολία να καταγραφεί η αμφισβήτηση του μνημονιακού πλαισίου. Αυτή η δυσκολία και ο φόβος μήπως γυρίσει το κλίμα σε μαζική αμφισβήτηση των κυβερνητικών χειρισμών οδήγησε μάλλον και στην απουσία καλέσματος για προχθές Παρασκευή όταν συνεδρίαζε και πάλι το Γιούρογκρουπ.
Η αποδοχή από τμήμα της αντικαπιταλιστικής και εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς των όρων παρουσίας στις κινητοποιήσεις ανοργάνωτα, με ανυπόγραφα πανό ή και καθόλου, δεν αμφισβητούσε τη δυνατότητα του χειρισμού του κόσμου που κινητοποιήθηκε αυθόρμητα. Μια συγκέντρωση με σημείο αναφοράς ένα γενικόλογο κάλεσμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν μπορεί να μετασχηματιστεί μπροστά σε απρόβλεπτες εξελίξεις…
Αυτές οι λογικές ήταν που δημιούργησαν και ένα κλίμα αντιπαράθεσης με την οργανωμένη παρουσία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, των σωματείων, αλλά και το περιεχόμενο που εξέφραζαν. Έτσι φτάσαμε στο σημείο να μη δίνεται ο λόγος στο Σύνταγμα ή να υπάρχει εκνευρισμός για το κάψιμο της σημαίας της ΕΕ…
Ένα μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς, το ΚΚΕ αλλά και εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις υποτίμησαν αυτές τις κινητοποιήσεις είτε θεωρώντας τες αυθόρμητες και χαμηλού πολιτικού επιπέδου είτε ταυτισμένες με την κυβέρνηση ή και τα δύο. Αυτή προσέγγιση υποτιμά το γεγονός ότι σχεδόν ποτέ μια κινητοποίηση δεν ξεκινάει χωρίς να επικοινωνεί ή και να σφραγίζεται από το αυθόρμητο στοιχείο, για να μετεξελιχτεί στη συνέχεια με βάση τα ερωτήματα που πρέπει να απαντήσει αλλά και τη συνειδητή παρέμβαση των οργανωμένων δυνάμεων και των πρωτοποριών του κινήματος. Παραπέρα, στην κατάσταση που βρίσκεται το οργανωμένο κίνημα, είναι έτσι κι αλλιώς δύσκολο να εκφράσει μεμιάς τις αυθόρμητες τάσεις λ.χ. του κόσμου της ανεργίας που είναι πλέον πολύ μεγάλη.
Η απόδοση φιλοκυβερνητικού χαρακτήρα στη μαζική συμμετοχή προσπερνά ότι αυτό που χαρακτήριζε την αυθόρμητη συμμετοχή της πλειοψηφίας του κόσμου ήταν η άρνηση του εκβιασμού των δανειστών για συνέχιση των Μνημονίων, μαζί με την πεποίθηση ότι το χρέος είναι που φέρνει τα Μνημόνια. Υπήρχε και η απαίτηση από την κυβέρνηση των αντιμνημονιακών διακηρύξεων να μην υποχωρήσει, αλλά ακόμα κι αν εκτιμήσει κανείς ότι πρόκειται για αυταπάτη δεν θα τη δει να ξεπερνιέται από πολιτικές δυνάμεις και αντιλήψεις που κράτησαν παθητική στάση. Η ενδεχόμενη για τον κόσμο και σχεδόν βέβαιη για την αριστερή αντιπολίτευση υπαναχώρηση της κυβέρνησης δεν θα φέρει μια αυτόματη ριζοσπαστικοποίηση. Αυτή θα έρθει με την αποφασιστική πολιτική παρέμβαση, με ξεκάθαρες θέσεις και κυρίως με πρωτοβουλίες κι όχι με την απαξίωση του αυθόρμητου ή ακόμα και των αυταπατών, την επίκληση μιας αναγκαίας στρατηγικής που δεν μεταφράζεται στην αναγκαία διαγραφή του χρέους και αποδέσμευση από την ΕΕ, και της παθητικής στάσης αναμονής. Το προηγούμενο διάστημα, η συζήτηση εγκλωβίστηκε στο ποια θα είναι η στάση απέναντι στις λιγότερο ή περισσότερο αυθόρμητες πρωτοβουλίες και όχι πώς θα κινητοποιηθούν τα συνδικάτα και οι εργαζόμενοι με τις διεκδικήσεις και τους πολιτικούς στόχους που απονομιμοποίησαν το Μνημόνιο. Έτσι στην ΑΔΕΔΥ την προηγούμενη Τρίτη απορρίφτηκε από το ΠΑΜΕ η πρόταση των Παρεμβάσεων για πρωτοβουλία κινητοποίησης των συνδικάτων προχθές Παρασκευή με αιχμές την επιστροφή των απολυμένων και τις διεκδικήσεις των εργαζομένων, μαζί με τη διαγραφή του χρέους. Ο ετεροκαθορισμός από μια ενδεχόμενη κινητοποίηση, που τελικά δεν έγινε, συντέλεσε στο να μην υπάρχει λαός στους δρόμους με ένα πλαίσιο σαφώς πιο αιχμηρό και ουσιαστικό από τα καλέσματα των προηγούμενων ημερών.
Στις εξελίξεις των επόμενων ημερών είναι αναγκαίο αλλά και ώριμο ένα πιο σαφές και πιο μαχητικό περιεχόμενο ενάντια σε χρέος, Μνημόνια και ΕΕ, ενάντια στην απαράδεκτη συμφωνία μεταξύ κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και ευρωζώνης-ΔΝΤ (που καταλήχθηκε στο προχθεσινό Γιούρογκρουπ), που θα μπολιάσει την αυθόρμητη αντίδραση στους εκβιασμούς της τρόικας και το καθεστώς της επιτροπείας και θα αναμετρηθεί με την απογοήτευση που προκαλεί η πολιτική της κυβέρνησης.
Η πλατεία ήταν γεμάτη. Από ποιο νόημα όμως;
του Θάνου Ανδρίτσου
Στον γνωστό σαββοπουλικό στίχο το νόημα από το οποίο είχε γεμίσει η πλατεία είχε κάτι από τις φωτιές. Από τι ήταν γεμάτες οι πλατείες της περασμένης βδομάδας; Και τι τις έκανε να αδειάσουν δυστυχώς τις μέρες που ακολούθησαν, πιθανώς για να ξαναγεμίσουν και πάλι; Οι πλατείες είχαν κάτι από τον άνεμο του 2011, από αυτό το συγκλονιστικό αίσθημα της συγκέντρωσης στον δημόσιο χώρο. Είχαν πολλές κοινές φάτσες, μερικά κοινά συνθήματα. Στην πραγματικότητα όμως, το κλίμα ήταν πολύ διαφορετικό – και όχι μόνο για τη διαφορά τουλάχιστον 20 μονάδων Κελσίου από το καλοκαίρι του 2011 και λίγο λιγότερων από το Φλεβάρη του 2012.
Καταρχήν ήδη την Κυριακή ήταν φανερό ότι, παρά τη μαζικότητα εκ νέου, δεν λάμβανε χώρα μια τομή που θα μπορούσε να φέρει, πιθανώς τις επόμενες μέρες ένα ισχυρό μαζικό κύμα αγώνων που να έχει διάρκεια, να κατεβάσει περισσότερο κόσμο στο δρόμο, να μεταφερθεί σε εργασιακούς και εκπαιδευτικούς χώρους, γειτονιές κ.α. Αυτό το οποίο ήταν περισσότερο εμφανές σε ένα μεγάλο κομμάτι των συμμετεχόντων ήταν μια αντιφατική αίσθηση από τη μια διάθεσης αγώνα και ρήξης και από την άλλη περιορισμού στα όρια των κυβερνητικών προσπαθειών σε μια διαπραγμάτευση που κανείς δεν ξέρει και τις λεπτομέρειές της. Αυτή την αίσθηση λειψής αποφασιστικότητας έχει τροφοδοτήσει κατά τεράστιο βαθμό η ίδια η πολιτική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ.
Κάθε πράγμα αποτυπώνεται στο χώρο και το χρόνο, το καταλαβαίνεις στη μαζική ψυχολογία. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδίωξε την κάθοδο στο δρόμο και τις συγκεντρώσεις στις πλατείες, καθώς θεωρούσε ότι η προσπάθεια θετικότερης διαπραγμάτευσης θα είχε μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας εφόσον έχει κάποια λαϊκή στήριξη, σε αντίθεση με τη λαϊκή αντίσταση που έβρισκαν οι πολιτικές των περασμένων κυβερνήσεων. Ωστόσο δεν προωθεί, και στην πραγματικότητα φοβάται και προσπαθεί να αποτρέψει, κάθε άλμα στη λαϊκή αποφασιστικότητα, συνείδηση και αυτενέργεια που να μετατρέψει τον οργανωμένο λαό σε καθοριστικό παράγοντα των εξελίξεων. Ειδικά στις πλατείες αυτό είχε ορισμένες πολύ άσχημες απολήξεις, όπως για παράδειγμα τη συνειδητή προσπάθεια απόλυτου ελέγχου του συγκεντρωμένου κόσμου μέσω των τεράστιων μεγάφωνων που είχαν στηθεί, η έντασή των οποίων κάλυπτε κάθε προσπάθεια να ακουστούν ακόμα και συνθήματα. Φαντάζει ίσως ασήμαντο, όμως είναι ενδεικτικό ότι η συμπεριφορά που συνάντησε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλα κομμάτια της Αριστεράς και του κινήματος, που ζήτησαν είτε το λόγο από τα μικρόφωνα είτε το χαμήλωμα της έντασης, ήταν μια υπεροπτική και επιθετική άρνηση. «Θέλουμε το λαό στο δρόμο, αλλά μόνο όταν θέλει η κυβέρνηση, όπως θέλει η κυβέρνηση και με το περιεχόμενο που θέλει σε κάθε φάση η κυβέρνηση». Αυτό φαίνεται να είναι το σκεπτικό αρκετών κυβερνητικών αριστερών πλέον.
Η μετατροπή του κινήματος σε απλό υποστηρικτή του κυβερνητικού έργου είναι καταστροφική γενικά, αλλά είναι δύο φορές καταστροφική αυτή την περίοδο. Το πιο αρνητικό αποτέλεσμα που μπορεί να έχει είναι να περάσει σε πλατιά αγωνιστικά κομμάτια που μάτωσαν τα περασμένα χρόνια η αίσθηση ότι το εργατικό κίνημα δεν μπορεί παρά να είναι απλός χειροκροτητής μιας κυβέρνησης που αυτή μονάχα γνωρίζει και μπορεί να υλοποιήσει ό,τι καλύτερο δύναται για το συμφέρον του. Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα θέλει ή όχι το καλύτερο για τους φτωχούς και τους άνεργους. Αυτή είναι μια αστική αντίληψη της πολιτικής, κατά την οποία οι κοινωνικές δυνάμεις δεν μπορούν να χαράξουν πολιτική, αντιθέτως μόνο κάποιοι άξιοι εκπρόσωποι μπορούν να ελίσσονται μέσα σε σκιώδη πολιτικά σοκάκια και να αποφασίζουν ερήμην του λαού το καλύτερο γι’ αυτόν, με βάση τις δοσμένες υποτίθεται επιλογές. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ανησυχητική εξέλιξη, που ακυρώνει τη δυναμική και την αποφασιστικότητα του κινήματος μεταφέροντας πάντα το κέντρο βάρους εκεί που δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει και να επηρεάζει.
Δυστυχώς αυτό το κλίμα σε ένα βαθμό ήταν ηγεμονικό στις προσπάθειες ξεσπασμάτων της περασμένης εβδομάδας. Ενώ ο κόσμος ζητούσε και ζητάει περισσότερα, φαίνεται και πάλι πως αισθάνεται «μικρός, πολύ μικρός», για να αλλάξει την κατάσταση που βρίσκεται. Μόνο που αυτή τη φορά έχει βάλει και το χέρι της η Αριστερά, αυτή που θα έπρεπε να το κάνει να θέλει να «σηκωθεί λίγο ψηλότερα».
Το ΚΚΕ, όπως ήταν αναμενόμενο, απουσίαζε από τις πλατείες. Αυτό που ίσως δεν ήταν τόσο αναμενόμενο είναι ότι φαίνεται να απουσιάζει γενικά από οτιδήποτε. Σε κάποια άλλη στιγμή, με κάποια άλλη κυβέρνηση, θα είχε απαντήσει σε αυτές τις συνεδριάσεις στις Βρυξέλλες με μαζικές εργατικές κινητοποιήσεις, έστω κάπου αλλού, θα είχε καλέσει σε αντίσταση ενάντια στα σχέδια ασφυξίας των λαϊκών στρωμάτων. Τώρα, για να μη φανεί ότι στηρίζει την κυβέρνηση, έχει μετακομίσει σε ένα μακρινό νησί κι έτσι δεν στηρίζει και τα δίκαια αιτήματα για ρήξη και ανατροπή. Αλλά ακόμα και η αντικαπιταλιστική Αριστερά και τα πιο πρωτοπόρα κομμάτια του εργατικού κινήματος παραμένουν παγωμένα και αμήχανα μπροστά στις εξελίξεις, παρά τα καλύτερα αντανακλαστικά τους. Τα βήματα για να οργανωθεί σε ανώτερο επίπεδο ο αγώνας και να πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων από την κυβέρνηση, είναι λίγα και δειλά.
Ένα τέτοιο –ακόμα αδύναμο βέβαια– είναι η προσπάθεια για ανασυγκρότηση της λαϊκής συνέλευσης της πλατείας Συντάγματος. Η πρώτη συνέλευση που έγινε την Κυριακή είχε αξιόλογη μαζικότητα. Συμμετείχαν κυρίως κομμάτια που πρωτοστάτησαν στην «κάτω Πλατεία» του Συντάγματος, του 2011, αλλά και νέος κόσμος του αγώνα, όπως και δυνάμεις της ανατρεπτικής Αριστεράς, ενώ απουσίαζαν ενδεικτικά τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ. Το κοινό στοιχείο των περισσότερων ομιλιών ήταν η ανάγκη να συνεχίσουμε τον αγώνα από εκεί που τον αφήσαμε τον Φεβρουάριο του 2012. Αν και οι εκτιμήσεις για τη νέα κυβέρνηση διέφεραν, υπήρχε η κοινή πεποίθηση ότι δεν μπορούμε να σταματήσουμε να παλεύουμε για τα όσα ματώσαμε τόσα χρόνια. Ότι δεν δώσαμε ότι μπορούσαμε για τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής, για καμιά παράταση των συμβάσεων, για κανένα 70% του Μνημονίου. Η βασική επιδίωξη της συνέλευσης συνοψίζεται στην προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα κέντρο αγώνα που να εκφράζει τη διάθεση των πιο αποφασισμένων κομματιών για μια διαρκή πάλη με στόχο την ανατροπή. Παρά τις αδυναμίες και τις αντιφάσεις, παρά την ακόμα μικρή δύναμή του, η προσπάθεια αυτή είναι αρκετά θετική.