του Γιώργου Μιχαηλίδη
Σκληρές μάχες εδώ και δεκαπέντε μέρες δίνουν οι πολιτοφυλακές των Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ εναντίον του ουκρανικού στρατού. Οι μάχες λαμβάνουν χώρα σε όλα σχεδόν τα μήκη και τα πλάτη της περιοχής του Ντονμπάς. Ουσιαστικά πρόκειται για νέο γύρο πολέμου.
Τα θύματα και για τις δύο πλευρές είναι πολλά ενώ, αν και οι πολιτοφυλακές του Ντονμπάς έχουν καταφέρει να πάρουν υπό τον έλεγχό τους ολόκληρο το αεροδρόμιο του Ντονιέτσκ και κάποια νέα χωριά, η γραμμή μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητη. Τις τελευταίες ημέρες το ενδιαφέρον στο στρατιωτικό επίπεδο έχει επικεντρωθεί γύρω από την κωμόπολη Ντεμπάλτσεβο, που τελεί υπό τον έλεγχο του ουκρανικού στρατού. Το Ντεμπάλτσεβο αποτελεί σημαντικό οδικό και σιδηροδρομικό κόμβο που εξασφαλίζει την εύκολη επικοινωνία μεταξύ των πρωτευουσών των Λαϊκών Δημοκρατιών Ντονιέτσκ και Λουγκάνσκ. Τα θύματα στη μάχη για το Ντεμπάλτσεβο είναι δεκάδες καθημερινά κι από τις δύο πλευρές, καθώς η τύχη της πολιορκίας τής εν λόγω κωμόπολης θα επιδράσει καθοριστικά στην ισορροπία της αναμέτρησης σε αυτήν τη φάση. Ταυτόχρονα, ο ουκρανικός στρατός βομβαρδίζει καθημερινά πόλεις και χωριά σκορπώντας το θάνατο μεταξύ των αμάχων. Την Παρασκευή πύραυλοι του ουκρανικού στρατού έπληξαν τρόλεϊ και πολιτιστικό κέντρο στο Ντονιέτσκ όπου μοιραζόταν ανθρωπιστική βοήθεια με αποτέλεσμα 12 νεκρούς και δεκάδες τραυματίες. Το νέο αυτό ειδεχθές έγκλημα τίναξε στον αέρα τον νέο γύρο συνομιλιών που επρόκειτο να ξεκινήσει στο Μινσκ της Λευκορωσίας, καθώς οι αντιπρόσωποι των λαϊκών δημοκρατιών αποχώρησαν διαμαρτυρόμενοι κι επέστρεψαν στις περιοχές τους.
Ήδη όμως η εκεχειρία του Σεπτέμβρη που είχε υπογραφεί στο Μινσκ είχε καταστεί κουρελόχαρτο, αφού οι ηγεσίες των λαϊκών δημοκρατιών είχαν ξεκαθαρίσει ότι μετά τον νέο γύρο πολέμου που εξαπέλυσε το Κίεβο, όλα τίθενται υπό διαπραγμάτευση. Είναι χαρακτηριστικό της απόστασης που πλέον χωρίζει τις δύο πλευρές ότι η ΛΔ Λουγκάνσκ ξεκίνησε τη διαδικασία ηλεκτροδότησής της απ’ τη Ρωσία, ενώ ο πρωθυπουργός τής ΛΔ Ντονιέτσκ Αλεξάντερ Ζαχαρτσένκο εμφανίζεται συχνά πυκνά το τελευταίο διάστημα στα τηλεοπτικά μέσα κρατώντας κι ο ίδιος αυτόματο όπλο, φορώντας στρατιωτική παραλλαγή και πρωταγωνιστώντας σε διάφορα βίντεο δημόσιας διαπόμπευσης αιχμαλώτων ουκρανών στρατιωτικών. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι απίθανη η υπογραφή μιας νέας εκεχειρίας, είναι όμως βέβαιο πως κι αυτή θα είναι προσωρινή, μερική κι εύθραυστη.
Απ’ την πλευρά της η κυβέρνηση της Ουκρανίας ανέλαβε γι’ ακόμα μια φορά την ευθύνη της πρόκλησης ενός αδιέξοδου, όπως φαίνεται, γι’ αυτήν πολέμου. Με υστερικές καταγγελίες περί ρωσικών στρατιωτικών μονάδων που περνούν τα σύνορα και καλοστημένες προβοκάτσιες, όπως οι ρουκέτες στη Μαριούπολη και το ανατιναγμένο λεωφορείο στην κωμόπολη Βολνοβάχα, επιχειρεί να ενισχύσει το αντιρωσικό κλίμα στην ίδια την Ουκρανία, την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Σε αυτό το πλαίσιο το ουκρανικό κοινοβούλιο ψήφισε την περασμένη εβδομάδα την ανακήρυξη της Ρωσίας σε «επιτιθέμενο κράτος» και των λαϊκών δημοκρατιών σε «τρομοκρατικές οργανώσεις», ενώ την Παρασκευή ο ουκρανός αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ ζήτησε και διεθνή επικύρωση της «τρομοκρατικής φύσης» των ΛΔ Ντονιέτσκ-Λουγκάνσκ.
Παρ’ όλη την ενορχηστρωμένη προπαγάνδα, η κοινή γνώμη της Κεντρικής και Δυτικής Ουκρανίας φαίνεται να αρχίζει να δείχνει μια κόπωση και σημάδια εναντίωσης στην εθνικιστική φρενίτιδα που προωθεί η ουκρανική κυβέρνηση. Έτσι, το τέταρτο κύμα επιστράτευσης που εξαγγέλθηκε συναντά όλο και πυκνότερες αντιδράσεις σε πόλεις και χωριά της χώρας, ενώ παρατηρείται και σημαντικό κύμα φυγής, κυρίως νέων, προς τις ευρωπαϊκές χώρες προκειμένου να μη σταλούν στην πρώτη γραμμή του πολέμου. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της περιοχής Ιβάνο-Φρανκίβσκ όπου το 37% όσων παρέλαβαν χαρτί επιστράτευσης φέρεται να έχει εγκαταλείψει την Ουκρανία. Πολλές είναι και οι περιπτώσεις βίαια επιστρατευμένων πολιτών που αυτομολούν στη διάρκεια των μαχών και ζητούν άσυλο είτε στη Ρωσία είτε στις λαϊκές δημοκρατίες.
Οι εμετικές δηλώσεις του ουκρανού πρωθυπουργού ότι η Ρωσία πρέπει να απολογηθεί για την «εισβολή» (!) της στην Ουκρανία και τη Γερμανία το έτος 1944 κι οι αντίστοιχες του πολωνού υπουργού Εξωτερικών ότι το Άουσβιτς δεν το απελευθέρωσαν Σοβιετικοί αλλά Ουκρανοί μάλλον δεν πετυχαίνουν να ανεβάσουν το ηθικό των ουκρανών πολιτών. Επιπλέον, η τραγική κατάσταση της ουκρανικής οικονομίας έχει σαν αποτέλεσμα να ξεσπούν εργατικοί-απεργιακοί αγώνες κυρίως σε εργοστάσια των οποίων η παραγωγή ήταν συνδεδεμένη με τη ρωσική αγορά και λόγω της πολιτικής των κυρώσεων προς τη Ρωσία έχουν εδώ και μήνες σβήσει τις μηχανές. Βέβαια, οι αγώνες αυτοί απέχουν ακόμα να θεωρηθούν επικίνδυνοι για το καθεστώς, συμβάλλουν όμως στη γενική αίσθηση δυσαρέσκειας που περιβάλλει τους κυβερνώντες.
Δεν είναι κρυφό άλλωστε ότι οι διεθνείς εκτιμήσεις για την τύχη και την πορεία της ουκρανικής οικονομίας δεν είναι διόλου θετικές. Σύμφωνα με τις περισσότερες οικονομικές αναλύσεις, η Ουκρανία θα χρειαστεί τουλάχιστον 50 δισ. μέσα στο 2015 για να καταφέρει να σταθεί όρθια. Ενώ όμως η παροχή αυτών των χρημάτων απ’ τις ΗΠΑ, την ΕΕ και το ΔΝΤ δεν είναι δεδομένη, οι συνεχιζόμενες πολεμικές επιχειρήσεις ανεβάζουν κι άλλο τις απαιτήσεις της ουκρανικής οικονομίας σε ρευστό. Με δεδομένα τα παραπάνω, η πρόσφατη απόφαση της ΕΕ, των ΗΠΑ και του Καναδά να παραχωρήσουν νέα δάνεια συνολικού ύψους 5-7 δισ. στην Ουκρανία δεν αρκεί για να καλύψει τις ανάγκες του κράτους παρά για ένα μικρό διάστημα.
Όσο κι αν πιέζουν τ’ αμερικανικά think tanks την ΕΕ να βάλει βαθύτερα το χέρι στην τσέπη για την Ουκρανία, τονίζοντας για παράδειγμα, όπως ο Τζορτζ Σόρος στο τελευταίο άρθρο του, πως εκεί κρίνεται και το μέλλον της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν οι Ευρωπαίοι μπορούν να σηκώσουν αυτό το βάρος. Το φλερτ της Ουκρανίας με την κατάρρευση είναι κάτι παραπάνω από έντονο, τόσο ώστε κάποιοι αναλυτές να θεωρούν πως ΗΠΑ και ΕΕ έχουν απολέσει κάθε ελπίδα σταθεροποίησής της και προσπαθούν απλώς να προκαλέσουν όσο μεγαλύτερο κόστος στη Ρωσία γίνεται, αφήνοντας καμένη γη, πριν τον οριστικό θάνατο του «ουκρανού ασθενή».