της Μαριάννας Τζιαντζή
Πριν από ενάμιση αιώνα ο Κάρολος Ντίκενς έγραφε την περίφημη εισαγωγή του στην Ιστορία δύο πόλεων: «Ηταν οι καλύτερες μέρες, ήταν οι χειρότερες μέρες, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της ανοησίας, ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της δυσπιστίας, η εποχή του Φωτός και η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας και ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε μπρος μας τα πάντα, είχαμε μπρος μας το τίποτε, πηγαίναμε όλοι στον Παράδεισο, πηγαίναμε όλοι στο αντίθετό του».
Έκτοτε η φράση αυτή χρησιμοποιήθηκε πάμπολλες φορές, για να συγκριθεί μια θυελλώδης εποχή μετάβασης με εκείνη της προεπαναστατικής Γαλλίας. Σήμερα θα λέγαμε ότι επιπλέον ζούμε στην εποχή του φόβου, της αβεβαιότητας, της απληστίας, της παροξυσμικής επικοινωνίας αλλα και της μοναξιάς. Στην εποχή της αλήθειας αλλά και του εξευγενισμένου ψέματος. Θα λέγαμε ακόμα ότι ζούμε στις μέρες του τέλους της Αριστεράς όπως την ξέραμε, στις μέρες της αναμενόμενης (εκλογικής) επιτυχίας της αλλά και της ενδεχόμενης πολιτικής και ηθικής πανωλεθρίας της. Στις μέρες όπου όλα τα αριστερά λουλούδια φαίνονται ελεύθερα να ανθίσουν, αλλά σε χωριστά, σε περιφραγμένα με αγκαθωτό συρματόπλεγμα χωράφια.
Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ είναι σίγουρη, όμως δεν είναι σίγουρη η νίκη των αριστερών, πολύ περισσότερο των κομμουνιστικών, των απελευθερωτικών ιδεών. Αντίθετα, η νίκη του πρώτου προϋποθέτει την αποσιώπηση, το μαρασμό των δεύτερων.
Μια κοινωνία γονατισμένη, πολιορκημένη από φτώχεια, χρέη, φόρους, ανεργία και απειλές στρέφεται στον ΣΥΡΙΖΑ –για την ακρίβεια, στον Αλέξη– γυρεύοντας όχι τη λευτεριά της αλλά μια ανάσα, μια αναβολή της εκτέλεσης. Γιατί σήμερα δεν εκτελούνται άνθρωποι για τις ιδέες και τη δράση τους, αλλά όλα τα στοιχειώδη δικαιώματα της μεταπολεμικής περιόδου: της εργασίας, της δημόσιας υγείας και παιδείας, της αξιοπρεπούς συντάξιμης ζωής.
Ο φόβος είναι κακός σύμβουλος. Τουλάχιστον η ψήφος στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν υπαγορεύεται από το φόβο αλλά από τη βεβαιότητα ότι ο αγώνας θα είναι μακρύς και ότι θα ήμαστε παρόντες και όρθιοι στους αγώνες της επόμενης μέρας. Γιατί η Αριστερά όπως την ξέραμε πρέπει να τελειώσει για να ξαναγεννηθεί, να ξαναβρεί τα χαμένα νήματα και να πλέξει άλλα.