του Αλέκου Αναγνωστάκη
Είμαι απαισιόδοξος λόγω ευφυΐας και αισιόδοξος λόγω θέλησης! Η απάντηση αυτή του Γκράμσι, στην ερώτηση πώς βλέπει τον κόσμο, γεφυρώνει τη σημερινή σκληρή πραγματικότητα με το δέον γενέσθαι στις επερχόμενες μάχες στις οποίες οφείλουμε να προχωρήσουμε σαν να μην υπάρχουν όρια για τις δυνατότητές μας αν θέλουμε τα πράγματα να πάνε αλλιώς.
Από τις 8 Δεκέμβρη ως τα σήμερα οι κυβερνώντες, ΝΔ–ΠΑΣΟΚ-ΕΕ-ΔΝΤ, προχώρησαν σε πολιτικές κινήσεις που δρουν καταλυτικά στις εξελίξεις.
Πρώτον, παρέτειναν έως τέλη Φλεβάρη το ισχύον μνημονιακό καθεστώς, παράταση που συνοδεύτηκε από νέα δέσμη αντιλαϊκών μέτρων. Ενέκριναν επίσης τη προσφυγή της Ελλάδας στην πιστωτική γραμμή ενισχυμένων όρων η οποία εξασφαλίζει χρηματοδότηση ύψους περίπου 18 δις ευρώ (συμπεριλαμβανομένων των 11,6 του ΤΧΣ) για 2 χρόνια εφόσον όμως η όποια κυβέρνηση προκύψει θα τηρεί τη συμφωνία η οποία θα υπογραφεί με το νέο μνημόνιο και τα μέτρα που θα τη συνοδεύουν. Τα μέτρα έχουν ήδη ανακοινωθεί, είναι αυτά που υπέβαλε αλλά δεν υπέγραψε η κυβέρνηση με το e-mail Χαρδούβελη.
Δεύτερο, συμφώνησαν από κοινού πως οι δυο υπογραφές, η μια της αξιολόγησης της ελληνικής κυβέρνησης από την τρόικα και η άλλη της παροχής της προληπτικής πιστωτικής ικανότητας προς την κυβέρνηση, θα ακολουθήσουν αμέσως μετά το δίμηνο. Μέχρι τότε, την ολοκλήρωση και υπογραφή της συμφωνίας, δεν θα εκταμιευτεί ούτε ένα ευρώ. (Tέλη Μαρτίου λήγουν ομόλογα αξίας περίπου 6 δισ. ευρώ και στη συνέχεια αρχίζουν δανειακές «υποχρεώσεις» συνολικής αξίας 22,5 δισ. για το 2015).
Τρίτο, η κυβέρνηση, σε γνώση και συμφωνία, του αμερικάνικου και γερμανικού παράγοντα, προχώρησε στην κατά ένα μήνα επιτάχυνση της διαδικασίας εκλογής προέδρου της Δημοκρατίας με αποτέλεσμα η χώρα να οδεύει σε εκλογές δυόμιση ακριβώς χρόνια από την εκλογή της. Πέντε χρόνια από την εκδήλωση της κρίσης, τέσσερεις και μια που θα προκύψει, πέντε κυβερνήσεις: Η πρώτη, υπό το Γ. Α. Παπανδρέου, κράτησε 2 χρόνια (2009 – 2011) από την εκλογή της και ένα χρόνο από την έκρηξη της κρίσης, η δεύτερη, του τραπεζίτη Λ. Παπαδήμου, εφταμηνίτικη (Νοέμβρης 2011 – Μάιος 2012), η τρίτη, του Π. Πικραμένου, υπηρεσιακή και τέταρτη η σημερινή απερχόμενη.
Η κίνηση που επικαθορίζει τις εξελίξεις είναι η δίμηνη παράταση και τα βάρβαρα αντιλαϊκά μέτρα που τη συνοδεύουν σε συνδυασμό με την εκκρεμότητα των δυο υπογραφών μεταξύ κυβέρνησης και τρόικας. Καθορίζονται έτσι τα πολιτικά όρια που είναι υποχρεωμένη να λάβει υπόψη της, να τα αποδεχθεί ή να τα σπάσει, η όποια επόμενη κυβέρνηση.
«Να φύγουν» από τα κάτω και αριστερά
Παρόλο που ο όρος «κρίση» χρησιμοποιείται πλέον ως πασπαρτού και κινδυνεύει να χάσει το νόημα της, ωστόσο δεν χρειάζεται να είναι κανείς πολιτικός και οικονομικός επιστήμονας για να διαπιστώσει πως η βάση των παραπάνω κινήσεων είναι η κατάσταση κρίσης στην οποία έχει περιπέσει το αστικό πολιτικό σύστημα της χώρας.
Κόμματα, π.χ. ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, ΛΑΟΣ όχι μόνο μειώνονται με πρωτοφανή ταχύτητα αλλά, το κυριότερο, αδυνατούν να αναπαραχθούν. Άλλα, όπως η ΝΔ, φθείρονται όσο ποτέ στην ιστορία τους με ορατό το κίνδυνο να περιπέσουν στη δίνη μιας μη αντιστρέψιμης καθοδικής κίνησης. Κόμματα επίσης εξαγγέλλονται, εμφανίζονται και εξαφανίζονται.
Στην ουσία, το πολιτικό σύστημα βιώνει τον κίνδυνο της ανά πάσα στιγμή κατάρρευσης, όπως συνέβη εξάλλου και σε άλλες χώρες που έχουν επιβληθεί οι πολιτικές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Τα αποτελέσματα των κανιβαλικών αστικών πολιτικών διαχείρισης της κρίσης κάνουν τραγικές τις συνθήκες διαβίωσης για τα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Τα κόμματα που προωθούν αυτές τις πολιτικές γίνονται απεχθή. Οι πολίτες όχι μόνο δεν προσφεύγουν στις κάλπες για να τα υποστηρίξουν, όπως έκαναν άλλοτε, αλλά αισθάνονται και οργή που συμβαδίζει με ένα αίσθημα εξαπάτησής τους από τις πρακτικές που ακολούθησε και ακολουθεί το κόμμα τους. Πόσο μάλλον που η ύφεση που βιώνει η Ελλάδα, σωρευτικά από το 2009, πλησιάζει την ύφεση που γνώρισε η Γερμανία της Βαϊμάρης πριν την άνοδο του Χίτλερ και την ύφεση των ΗΠΑ πριν την άνοδο του Ρούσβελτ, ανερχόμενη στο 25%.
Είναι ενδεικτικό πως σε έρευνα του ευρωβαρόμετρου, της υπηρεσίας που διεξάγει έρευνες στα κράτη μέλη της ΕΕ με εντολή του ευρωκοινοβουλίου, η απερχόμενη κυβέρνηση απολαμβάνει της εμπιστοσύνης μόλις του 11% των ελλήνων ερωτηθέντων (μείωση 5 μονάδων σε σχέση με τον Ιούνιο), ενώ 89% απαντούν αρνητικά (αύξηση κατά 5 μονάδες ). Στην ίδια έρευνα το 91% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα δηλώνουν ότι δεν έχουν εμπιστοσύνη στα πολιτικά κόμματα γενικά και μόλις 8% απαντούν θετικά. Εξάλλου, μόλις το 19% των Ελλήνων δηλώνουν ικανοποιημένοι από τον τρόπο λειτουργίας της Δημοκρατίας στη χώρα και 81% δυσαρεστημένοι. Καθώς μάλιστα η Αριστερά δυσκολεύεται ακόμη να εκφράσει τα πιο απελπισμένα εργατικά και μεσαία στρώματα που νοιώθουν να χάνεται το έδαφος από τα πόδια τους, αυτά γυρίζουν την πλάτη γενικά στις εκλογές και στα κόμματα. Πολίτες στην απελπισμένη κατάσταση που βρέθηκαν βαθμολογούν με μηδέν τη λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήματος. Στρέφουν την πλάτη στο πολιτικό σύστημα. Τα παραπάνω ερμηνεύουν την στάση του λαού στην Καισαριανή στις πρόσφατες επαναληπτικές τοπικές εκλογές όπου η αποχή ανέβηκε στο 67% (!) παρόλο μάλιστα που συναγωνίζονταν μεταξύ τους τα δυο μεγαλύτερα κόμματα της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ. Το γεγονός αυτό αποτελεί καμπανάκι ιδιαίτερης σημασίας. Ο ήχος του, αντί των κοντόθωρων πανηγυρισμών του γραμματέα του ΚΚΕ, έπρεπε και πρέπει να ακουσθεί με ανάλογη περισυλλογή απ’ όλους. Πολύ περισσότερο μάλιστα αφού σιγά αλλά σταθερά ένα μέρος αποενοχοποιείται από τα ακροδεξιά σύνδρομα και καταλήγει να διατυπώνει ανοιχτά έναν νεοναζιστικό λόγο, να αποδέχεται νεοφασιστικά κόμματα. Εξ ου, σε συνδυασμό με την υποστήριξη μερίδας της μεγαλοαστικής τάξης και θυλάκων της αστυνομίας και του στρατού, η εκτίναξη και η αντοχή της Χρυσής Αυγής.
Η ελληνική κυβέρνηση, οι κυβερνήσεις γενικότερα, αδυνατώντας να διασφαλίσουν τη λαϊκή συναίνεση για την πολιτική τους και μη μπορώντας να αντέξουν οποιαδήποτε διαφοροποίηση από αυτή την πολιτική, προχωρούν επιπλέον σε μια ευρεία μεταρρύθμιση του κράτους επί το αυταρχικότερο. Όχι μόνο στηρίζονται όλο και περισσότερο σε αντιλαϊκά νομοθετήματα έκτακτου χαρακτήρα αλλά ενορχηστρώνουν επίσης τον ευνουχισμό, οικονομικά και θεσμικά, ότι απόμεινε από κρατικούς θεσμούς που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν από τους πολίτες, όπως είναι οι επιθεωρήσεις εργασίας κ.α. Διαμορφώνεται έτσι ο νέος αυταρχικός κρατισμός.
Η πολιτική αυτή αποδυναμώνει ένα σύνθετο σύστημα κοινωνικών και πολιτικών αλληλεπιδράσεων όπου τα άτομα, οι συλλογικότητές, τα μέσα διαμαρτυρίας και διεκδίκησης, οι θεσμοί του κράτους, όλα μαζί κατάλληλα αξιοποιούμενα, διασφάλιζαν την πραγματοποίηση συναινέσεων και νομιμοποίησης της κυρίαρχης άποψης και καθυπόταξης τελικά των εργατών.
Τώρα πλέον οι μονομερείς, κανιβαλικές, αντιλαϊκές πολιτικές οδηγούν όλο και περισσότερο στο να γίνεται μια τελετουργική επίκληση εννοιών όπως η δημοκρατία και η δικαιοσύνη. Ως δημοκρατία νοείται η νομοθέτηση διά προεδρικών διαταγμάτων, ή πράξεων νομοθετικού περιεχομένου. Η ψήφιση νόμων από βουλευτές που δηλώνουν δημοσίως ότι διαφωνούν με αυτά που ψηφίζουν, η τάση συνταγματοποίησης ακόμη και πολιτικών μονόπλευρης λιτότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ως δικαιοσύνη φανερώνεται ο διαρκής περιορισμός των εργασιακών δικαιωμάτων στο όνομα μιας μονότονης επίκλησης ενός οικονομικά βιώσιμου για τις επιχειρήσεις παραγωγικού μοντέλου. Η ίδια η δικαστική εξουσία προσαρμόζεται στη λογική που επιβάλλει η κυβέρνηση «παρανομοποίησης» των αγώνων, ελαχιστοποίησης του ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας διά της δικαστικής οδού, κάτι που της ακυρώνει τη δυνατότητα να λειτουργήσει υποστηρικτικά στο κύρος του πολιτικού συστήματος.
Τα ΜΜΕ τέλος, με ολοένα μεγαλύτερη ευκολία υιοθετούν αυτή την πολιτική του συστήματος και σπεύδουν να αποποιηθούν αξίες που μέχρι χτες υποτίθεται ότι θεωρούσαν θεμελιώδεις. Περιορίζεται η κάλυψη και η πολύπλευρη ανάλυση των κοινωνικών αντιστάσεων, εξαφανίζεται η έρευνα από τα μεγάλα Μέσα, εκπομπές της δημόσιας τηλεόρασης κόβονται όταν δεν είναι της αρεσκείας των κυβερνώντων.
Τα παραπάνω δρουν διαλυτικά στις σχέσεις που είχαν διαμορφωθεί ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες και τις κοινωνικές τάξεις, στην αλληλεπίδραση όλων αυτών με το κράτος και τον πολιτικό κόσμο, και τελικά στις σχέσεις εκπροσώπησης, που αποτελούν τη βάση ενός αστικού δημοκρατικού συστήματος.
Η πολιτική κρίση επομένως του αστικού πολιτικού συστήματος είναι βαθιά. Καθώς μάλιστα η προωθούμενη αστική πολιτική δεν είναι παράδοξη εμμονή των κυρίαρχων κύκλων ή απλά μια πολιτική επιλογή, αλλά θεμελιώδης, εσωτερική, αναγκαία πλευρά της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας, η κρίση θα είναι δύσκολα ανατάξιμη. Η πολιτική των μνημονίων, η ανεργία, η φτώχεια, η ανέχεια, η ανασφάλεια, αποσυνθέτουν κοινωνικές αξίες, στάσεις, συμπεριφορές και προτεραιότητες προς όλες τις δυνατές κατευθύνσεις. Σε αλληλεπίδραση με την ιστορικών διαστάσεων οικονομική κρίση και την επίδραση αυτού του εργατικού και λαϊκού κινήματος οδηγούν τελικά σε κρίση επιβίωσης ακόμη και το ίδιο το ηγεμονικό πολιτικό μοντέλο διαχείρισης του καπιταλισμού, το νεοφιλελευθερισμό. Έκφραση αυτής της κατάστασης είναι η γρήγορη φθορά των κυβερνήσεων, το πλήθος και ο μηδαμινός χρόνος ύπαρξης νέων αστικών κομμάτων που δημιουργούνται κάθε λίγο και λιγάκι. Η ρευστότητα όμως αυτή των πολιτικών επιλογών και ιδεολογικών στηριγμάτων στα διάφορα στρώματα και τάξεις της κοινωνίας, δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ. Θα διατηρηθεί ως ένα σημείο μέχρι να διαμορφωθεί, ανάλογα με το ποια θα είναι η πορεία της κρίσης και ο χαρακτήρας πολιτικής εξόδου απ’ αυτήν, ένα νέο περιβάλλον πολιτικής σταθερότητας με σχετικά παγιωμένους νέους συσχετισμούς. Υπ’ αυτές τις συνθήκες τα αστικά επιτελεία σχεδιάζουν απροσχημάτιστα την αντιδραστικότερη αναδιάταξη του αστικού κομματικού συστήματος καθώς πολιτικό σύστημα με αποδυναμωμένη τη ΝΔ, έναν αμφιλεγόμενο αντικειμενικά ΣΥΡΙΖΑ και φθαρμένα τα υπόλοιπα κόμματα, δεν στέκεται.
Τα αστικά επιτελεία προωθούν σχέδια για μια μεγάλη Δεξιά που θα αποτελείται από δυο βραχίονες: Τον κεντροδεξιό συντηρητικό και τον αποκαθαρμένο από τον υπόκοσμο ακροδεξιό ώστε αυτός να μπορεί να συγκυβερνά. Και ένα μεγάλο «δημοκρατικό κόμμα» ανέξοδης δημοκρατικής σοσιαλιστικής επαγγελίας μέσω της βαθύτερης και οριστικής αφομοίωσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Η πρωτοφανής πόλωση, η όξυνση του πολιτικού λόγου και η τρομοκράτηση του λαού που επέλεξαν ΝΔ, ΜΜΕ και εξωτερικοί παράγοντες εντάσσεται σε αυτό το σχεδιασμό. Η επιλογή αυτής της ακατάσχετης κινδυνολογίας, λες και πρόκειται όχι να αλλάξει κυβέρνηση δια των εκλογών αλλά να ανατραπεί το σύστημα, έχει τριπλό στόχο. Πρώτο στόχο έχει τη συσπείρωση γύρω από τη φθαρμένη ΝΔ ώστε «να μπορεί να αναπτυχθεί ο ένας αστικός πόλος». Δεύτερο στόχο έχει την επεξεργασία του λαού ώστε να μειώσει ακόμη τις προσδοκίες, τις απαιτήσεις και πάνω από όλα τις διεκδικήσεις του. Και τρίτο στόχο έχει την προσαρμογή ακόμη περισσότερο της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στα ευρωαμερικάνικα πολιτικά προστάγματα.
Ο απροσχημάτιστος αυτός σχεδιασμός των αστικών επιτελείων σε συνδυασμό με την αδίστακτη επίθεση σε βάρος των δικαιωμάτων των σύγχρονων κολασμένων υποκρύπτει μια υπερτίμηση της αστικής υπεροπλίας στη δυναμική εξέλιξη της κοινωνίας και ταυτόχρονα μια υποτίμηση των ανατρεπτικών πλευρών των σύγχρονων απελευθερωτικών δυνατοτήτων που σκάνε μύτη στον πολυτάραχο ήδη, νέο, αιώνα. Η πρωτοβουλία των κινήσεων και η πολιτική υπεροχή εξακολουθεί να αναπτύσσεται προς την πλευρά της υποταγής μέσα στο εργατικό κίνημα αλλά με πτώση του δυναμισμού ανάπτυξης των συντηρητικών μετατοπίσεων.
Γι’ αυτό και παρόλα τα μέτρα το κοινωνικό ρεύμα «να φύγουν αυτοί» αντέχει και διογκώνεται. Σε αυτό το ρεύμα η ανεξάρτητη Αριστερά δεν πρέπει και δεν μπορεί να πάει κόντρα γιατί η βάση του είναι το λαϊκό φτύσιμο, η εργατική δυσαρέσκεια, η πολιτική εναντίωση στην εφαρμοζόμενη κανιβαλική πολιτική. Αντίθετα, με την πολιτική της, οφείλει να στοχεύει ώστε το ρεύμα αυτό να βαθύνει, να πάρει όσο γίνεται αντικαπιταλιστικά και ανατρεπτικά χαρακτηριστικά. Να ενισχυθεί επίμονα ώστε να ματαιώνει τα σχέδια (τα βασισμένα στην απόγνωση που οδηγείται ο λαός από την ανέχεια), που επιχειρούν να επιβάλλουν θανατηφόρα πολιτικά όρια δράσης στο λαϊκό κίνημα.
ΣΥΡΙΖΑ: αδιέξοδη, αστική διαχείριση με αναφορά στην Αριστερά
Μετά τη χρεωκοπία του δόγματος περί του τέλους της ιστορίας σχεδιάζουν τα πολιτικά όρια δράσης του κινήματος ώστε αυτό να δρα δίχως πλέον να αμφισβητεί τις μεθόδους και τα μέσα εργατικής εκμετάλλευσης (χρόνο εργασίας, ελαστικές εργασιακές σχέσεις), δίχως να θέτει ζήτημα στη σχέση μισθών κερδών, δίχως να αμφισβητεί τις διεθνείς εκμεταλλευτικές σχέσεις του καπιταλισμού (ΝΑΤΟ, ΕΟΚ, κ.α.). Χαράσσουν δηλαδή τα πολιτικά όρια μιας νέας περιόδου, αυτή που ονομάζουν μετα- μεταπολιτευτική περίοδο, στην οποία η διαπάλη θα διεξάγεται ανάμεσα στις πολιτικές για ένα «αιώνιο καπιταλισμό» με ανεργία αλλά όχι και τόση, με φτώχεια και κοινωνική ευαισθησία – ελεημοσύνη (αστική εκδοχή) και σε ένα «αιώνιο καπιταλισμό με (ασαφή) δημοκρατία και (νεφελώδες) ανθρώπινο πρόσωπο (ΣΥΡΙΖΑ). Σε αυτή τη «νέα μεταπολιτευτική περίοδο», με κολοβωμένη και λοβοτομημένη την Αριστερά, σχεδιάζουν την υπεραντιδραστική ανασυγκρότηση του υποβαθμισμένου από το χτύπημα της κρίσης ελληνικού καπιταλισμού.
Στο ρεύμα του «να φύγουν αυτοί» πάει καβάλα ο ΣΥΡΙΖΑ με κατεύθυνση όμως προς και όχι αντίθετα των παραπάνω ορίων. Στον πολιτικό λόγο, ο Α. Τσίπρας, χρησιμοποιεί πλέον όλο και γενικόλογες φράσεις κατάλληλα διατυπωμένες ώστε να επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες σύμφωνα με τις προσδοκίες του κάθε ακροατή. Δεν αναφέρεται πλέον στα βασικά εργαλεία εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις, το χρόνο εργασίας. Περιορίζεται στο στόχο αντιμετώπισης της ακραίας φτώχειας εντός της φτώχειας, μιας κοινωνίας με ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο εντός του ευρώ (Το αίτημα «καμία θυσία για το ευρώ» έχει ξεχαστεί) και της ΕΕ. Καθώς μάλιστα πλησιάζει προς το Μαξίμου δεν έχουν σταματημό οι πραξικοπηματικού χαρακτήρα αλλοιώσεις βασικών συνεδριακών πολιτικών στόχων.
Σε όσον αφορά το χρέος, η απόφαση «επαναδιαπραγματευόμαστε τις δανειακές συμβάσεις και ακυρώνουμε τους επαχθείς όρους τους, θέτοντας ως πρώτο θέμα τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, πραγματοποιώντας λογιστικό έλεγχο» αλλοιώνεται. Ο μεν λογιστικός έλεγχος έχει εδώ και καιρό αποσυρθεί για δε το χρέος γίνεται απλά λόγος για «απομείωση ή διαγραφή ενός μεγάλου μέρους», διατυπώσεις εξαιρετικά ασαφείς που επιδέχονται κάθε ερμηνεία. Στις 18 Δεκέμβρη μάλιστα ο Αλ. Τσίπρας δήλωσε στο πρακτορείο Ρόιτερς, ότι «θα πληρώσει τα χρέη προς το ΔΝΤ διότι αυτά πρέπει να πληρωθούν». Δήλωση ευρύτερης πολιτικής σημασίας που αποσιωπάται από τα ΜΜΕ.
Ο στόχος «θέτουμε το τραπεζικό σύστημα υπό την ιδιοκτησία και τον έλεγχο του δημοσίου, με αναβάθμιση του ρόλου των εργαζομένων και των καταθετών» μετατρέπεται στο γενικόλογο «δημόσιο έλεγχο στο τραπεζικό σύστημα» χωρίς να τίθεται θέμα ιδιοκτησίας.
Η αλλαγή της συνεδριακής πρόταση για «κυβέρνηση της Αριστεράς που ορίζει στο πολιτικό πεδίο τις νέες διαχωριστικές κοινωνικές γραμμές και υποδεικνύει τον εναλλακτικό δρόμο κοινωνικής σωτηρίας, κοινωνικής, παραγωγικής και οικολογικής ανασυγκρότησης σε όφελος της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας» σε «κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας ενός νέου συνασπισμού εξουσίας από το ΣΥΡΙΖΑ ως συντηρητικές δυνάμεις και προσωπικότητες», σηματοδοτεί αλλαγή στις «διαχωριστικές γραμμές”.
Η πράξη επίσης δείχνει την αξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ και την τύχη της απόφασης του συνεδρίου, «πρόσωπα και δυνάμεις του χρεοκοπημένου και υπόλογου πολιτικού κόσμου, ιδίως όσοι αποδέχτηκαν την πολιτική του μνημονιακού μονόδρομου από θέσεις ευθύνης, δεν μπορεί να έχουν ρόλο στην κυβέρνηση της Αριστεράς».
Η καρδιά τέλος(;) της στρατηγικής του για «αναδιανομή του εισοδήματος» δεν συνοδεύεται σχεδόν ποτέ από τη «φορολόγηση των καθαρών κερδών, των υψηλών εισοδημάτων, της μεγάλης ακίνητης και της εκκλησιαστικής περιουσίας, την ακύρωση των προνομίων της ολιγαρχίας και των πολυεθνικών επιχειρήσεων, την ανάσχεση της ύφεσης της οικονομίας».
Αν τα πράγματα στην Αριστερά μείνουν ως έχουν, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να κυβερνά με κάποια μορφή, γεγονός που αποδέχονται ορισμένα διεθνή και ντόπια κέντρα, το δράμα θα οδηγηθεί στην κορύφωση του. Τα μέτρα που παίρνονται αποτελούν ζήτημα ζωής ή θανάτου για την αστική τάξη, εξ ου και η λυσσώδης εμμονή. Στο τέλος λοιπόν αυτής της πολιτικής διαδρομής, αν τα πράγματα στην Αριστερά και στο εργατικό κίνημα μείνουν ως έχουν, η κατάσταση θα είναι χειρότερη από σήμερα καθώς με τις πραξικοπηματικού τύπου συνεδριακές καταπατήσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ μετατοπίζεται και αυτοαπακαλύπτεται ως ένα κόμμα αδιέξοδης αστικής διαχείρισης με αναφορά στην Αριστερά της οποίας τον απελευθερωτικό λόγο και ρόλο ξεθωριάζει.
Όποιος σε αυτή τη φάση επιθυμεί πραγματικά να σταματήσει να κυλά η χώρα στον αυταρχισμό και στην παρακμή, οφείλει να πάρει θέση απέναντι στον εκφυλισμό που ενσταλάζεται στο σώμα της κοινωνίας όχι από το πουθενά αλλά από το καζάνι της πιο βάρβαρης μεταπολεμικής πολιτικής η οποία πρέπει να ηττηθεί, άμεσα να ανατραπεί. Να βοηθήσει ώστε να αναγνωρίσουν όλο και περισσότεροι ότι η σωτηρία της κοινωνίας, καθώς τα σημερινά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού θα είναι πλέον μόνιμα, είναι ακριβώς η βαθιά αλλαγή της και όχι η τοποθέτησή της στη φορμόλη. Να προβάλλει τις αντίθετες εργατικές τάσεις και αναγκαιότητες, ρεαλιστικά, επίμονα και μεροληπτικά, επικοινωνώντας προωθητικά-ηγεμονικά με τις τάσεις ενσωμάτωσης των εργαζομένων ώστε την επομένη να ενισχυθεί έμπρακτα και με προοπτική η εργατική πολιτική. Οφείλει να υποστηρίξει τις προσπάθειες και την πολιτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ παρά τις αδυναμίες και με τις αδυναμίες της.
Αυτό είναι ένα άμεσο χειροπιαστό πολιτικό καθήκον ιστορικής σημασίας. Η πορεία του δεν πρόκειται να κριθεί γενικά και αόριστα από την εργατική τάξη ή την ιστορία αλλά από τις σημερινές υπαρκτές αντιφατικές δυνάμεις που ανιχνεύουν, προωθούν, δοκιμάζουν την εργατική πολιτική.