του Γιώργου Τσαντίκου
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατάφερε και πάλι, μέσα στο αρνητικό για τέτοιου είδους διαδικασίες σκηνικό «έκτακτης ανάγκης» και με μια εξαιρετικά σύντομη προεκλογική περίοδο, να διαμορφώσει ένα σημείο πολιτικής αναφοράς με διαδικασίες δημοκρατικές, ζωντανές αλλά και επίπονες, ενόψει των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατεβαίνει στις εκλογές, αφού πρώτα χιλιάδες μέλη της σε όλη την Ελλάδα, από την πιο μικρή μέχρι τη μεγαλύτερη πόλη, συζήτησαν και αποφάσισαν το πλαίσιο. Σύμφωνα με την απόφαση του Πανελλαδικού Συντονιστικού Οργάνου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, εγκρίνεται, με βάση τις αποφάσεις των συνελεύσεων των Τοπικών Επιτροπών, η συμμετοχή μέσα από τα ψηφοδέλτια της εκλογικής συνεργασίας με την Πρωτοβουλία για την Αριστερή Μετωπική Συμπόρευση και άλλα ανατρεπτικά ρεύματα, αγωνιστές και αγωνίστριες με βάση την πολιτική συμφωνία που ανακοινώθηκε και τέθηκε στην κρίση των μελών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
«ΑΝΤΑΡΣΥΑ-Μετωπική Αριστερή Συμπόρευση, πολιτική συνεργασία δυνάμεων και αγωνιστών-αγωνιστριών» είναι το όνομα του ψηφοδελτίου, που ξεκινάει με όπλο του τη δυναμική που έδειξε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη διαδικασία της απόφασης. Σύμφωνα με το ΠΣΟ, «η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ξεκινά από την αισιόδοξη αφετηρία ότι ωριμάζει στο λαό, μέσα από αντιφατικούς δρόμους, η αναγκαιότητα και η δυνατότητα για το άνοιγμα ενός άλλου δρόμου στην ελληνική κοινωνία, του δρόμου της αντικαπιταλιστικής ανατροπής, χωρίς Μνημόνια και χρέος, ευρώ και ΕΕ, με τους εργαζόμενους στο τιμόνι».
Το πλαίσιο μιλάει καθαρά για αγώνα ρήξης και αποδέσμευσης από ΕΕ και ευρωζώνη, για την πάλη για μαζική καταδίκη ΝΔ και ΠΑΣΟΚ αλλά και της πολιτικής του μαύρου μετώπου κεφαλαίου – ΕΕ – ΔΝΤ και των κατά καιρούς προθύμων, από το ακροδεξιό ΛΑΟΣ μέχρι τη ΔΗΜΑΡ και τώρα το Ποτάμι. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην ανάγκη να τσακιστεί εκλογικά και πολιτικά η νεοναζιστική, ρατσιστική Χρυσή Αυγή και κάθε δύναμη ακροδεξιού νεοφασιστικού προσανατολισμού. Διαγραφή χρέους, εργατικός και κοινωνικός έλεγχος, εθνικοποιήσεις, αλλαγή πολιτικής και όχι διαχειριστή, αριστερή, εργατική και λαϊκή αντιπολίτευση που θα βάζει μπροστά τις εργατικές και λαϊκές ανάγκες, θα παλεύει για την επιβολή και τη διεύρυνση των κατακτήσεων, θα αποκρούει κάθε υποχώρηση και όλες τις επιθέσεις κεφαλαίου, ΕΕ, ΔΝΤ και ΝΑΤΟ, θα προωθεί το συνολικό πρόγραμμα ανατροπής υπέρ των εργαζομένων, διαγραφή χρέους, ξήλωμα μνημονιακών μέτρων και των «παρελκόμενων» είναι μερικά από τα κύρια σημεία της απόφασης του Πανελλαδικού Συντονιστικού στις 6 Ιανουαρίου.
Στόχος παραμένει επίσης η αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων και η ανάπτυξη της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, η συσπείρωση των ευρύτερων δυνάμεων της ανατροπής «για την καταλυτική παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα και μια άλλη ηγεμονία μέσα στο εργατικό και λαϊκό κίνημα».
Πλούσια συζήτηση στις τοπικές επιτροπές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ απέδειξε για άλλη μια φορά ότι είναι ένας ζωντανός πολιτικός οργανισμός, που βασίζεται στα μέλη της και στις δημοκρατικές της λειτουργίες. Πάνω από 2.000 μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε όλη την Ελλάδα, από τον Έβρο ως την Κρήτη και από τα Γιάννενα ως τη Μυτιλήνη, συζήτησαν σε συνελεύσεις τον τρόπο με τον οποίο θα παρέμβει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις εκλογές. Η ουσία δεν είναι οι αριθμοί και τα ποσοστά υπέρ των απόψεων που κατατέθηκαν. Η ουσία είναι ότι το περιεχόμενο της παρέμβασης συζητήθηκε μέχρι και την τελευταία στιγμή, σε ενωτικό κλίμα, με συνείδηση ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι μια σημαντική πολιτική κατάκτηση της Αριστεράς. Τη ίδια στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ ολοκλήρωνε με συνοπτικές διαδικασίες το διαρκές συνέδριο και η συγκρότηση των ψηφοδελτίων γινόταν μια διαδικασία «λάστιχο» για να χωρέσουν υποψήφιοι που μέχρι πρότινος παρείχαν αφειδώς υποστήριξη στο κυβερνητικό μέτωπο, με διάφορους τρόπους. Η αρχική άρνηση στους «μνημονιακούς» υποψηφίους τελικά υποχώρησε στο «δεν θα αναλάβουν υπουργικούς θώκους».
Αυτές οι δέκα περίπου μέρες δεν ήταν εύκολες για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το αποτέλεσμα της πρότασης προς άλλες δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, προκάλεσε συζητήσεις που έγιναν και έντονες ενίοτε, πάντα στα συντροφικά όρια, εντός και εκτός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στις συνελεύσεις των Τοπικών Επιτροπών κατατέθηκαν δύο εισηγήσεις, έγινε συζήτηση με αρκετές ενστάσεις εκατέρωθεν, αρκετές εκ των οποίων σοβαρές. Τόσο η παρουσία οργανωμένων δυνάμεων και στις δύο άκρες των συζητήσεων γιατη συμπόρευση, στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ δηλαδή και στις άλλες πολιτικές πρωτοβουλίες, όσο και οι διαδικασίες-εξπρές, υπό την πίεση των εξελίξεων, έγιναν θέμα ιδιαίτερης κριτικής.
Εκτενής κουβέντα, με πολλά επιχειρήματα, διαφωνίες και θέσεις, έγινε για το πολιτικό περιεχόμενο της συμφωνίας, για το «μετά», την ανάγκη σύγκλισης των εργατικών δυνάμεων σε όλα τα επίπεδα, για τον κίνδυνο αλλοίωσης του αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και για άλλα σημεία που θα απασχολήσουν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την επομένη των εκλογών.
Ενδεικτικές είναι οι θέσεις που διατύπωσαν οι αποφάσεις συνελεύσεων Τοπικών Επιτροπών: η ΑΝΤΑΡΣΥΑ Φθιώτιδας τονίζει ότι πρέπει να συνεχιστούν και μετά τις εκλογές οι επαφές με άλλες αντικαπιταλιστικές-αντιϊμπεριαλιστικές-αντιΕΕ-αντισυστημικές οργανώσεις και αγωνιστές της ριζοσπαστικής και επαναστατικής Aριστεράς, με τις οποίες δεν επιτεύχθηκε στην παρούσα φάση συνεργασία-συμπόρευση. Η ΤΕ Δυτ. Υπαίθρου Θεσσαλονίκης αναφέρει ότι «δεν αναιρείται ο αυτοτελής ρόλος και η διασφάλιση του αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από τέτοιου είδους πολιτικές και εκλογικές συνεργασίες, ιδιαίτερα στη βάση του πολιτικού πλαισίου που αποφασίσθηκε». Προσθέτει επίσης ότι η «ΑΝΤΑΡΣΥΑ των μελών είναι μια κατεπείγουσα ανάγκη που πρέπει να ικανοποιηθεί ως βασική προϋπόθεση για να μπορέσει η επαναστατική Αριστερά να παίξει τον ιστορικό της ρόλο». Ομόφωνη ήταν η απόφαση στην Πρέβεζα, ενώ η απόφαση της ΤΕ Λάρισας αναφέρει μεταξύ άλλων: «Διαχωριζόμαστε πλήρως από τις λογικές που υποβιβάζουν το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα σε εργαλείο διαπραγμάτευσης και υπό διαμόρφωση για τη διεύρυνση της εκλογικής επιρροής μας. Ταυτόχρονα διαχωριζόμαστε πλήρως και από εκείνες τις λογικές που υποτιμούν την αξία της κοινής δράσης και πολιτικής συνεργασίας σαν χρήσιμο εργαλείο για την επίτευξη των συμφωνημένων στόχων μας». Η ΤΕ Χίου επισήμανε τη σημασία να παραμείνει το αρκτικόλεξο ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά και επιφυλάξεις από τους μειοψηφίσαντες συντρόφους, για την παρέμβαση στις εκλογές, με κύριο σκεπτικό αυτό που πρέπει να ακολουθήσει μετά και το δυνάμωμα της παρουσίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στους χώρους δουλειάς. Δεν έλειψαν οι αρνητικές αποφάσεις, όπως αυτή της ΤΕ Άρτας, που τάχθηκε υπέρ της «αυτόνομης καθόδου της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς», ενώ η ΤΕ Νέας Σμύρνης-Παλαιού Φαλήρου τάχθηκε υπέρ της απόφασης της ΚΣΕ σημειώνοντας μεταξύ άλλων: «Καταθέτουμε όμως προβληματισμούς και ενστάσεις για τη διαδικασία η οποία μια ακόμη φορά έμεινε σε επίπεδο κορυφών χωρίς να συμπεριλάβει μαχόμενες δυνάμεις του κινήματος και της Αριστεράς που στρέφονται σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Θεωρούμε σημαντικό οι οποιεσδήποτε εκλογικές συνεργασίες να δοκιμαστούν στο επίπεδο του κινήματος αλλά και στο επίπεδο των εργατικών, φοιτητικών και τοπικών σχημάτων». Από τις ΤΕ του εξωτερικού, η οργάνωση των ΗΠΑ αναφέρει: «Εκφράζουμε την ελπίδα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να δώσει ενωτικά τη μάχη των εκλογών με συσπειρωμένες όλες τις δυνάμεις της και ο πλούσιος διάλογος που αναπτύχθηκε αυτές τις μέρες να αποβάλει τα στοιχεία των άγονων αντιπαραθέσεων και να αποτελέσει αφετηρία για δυνάμωμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τόσο στις μάχες που έρχονται όσο και στην εσωτερική της λειτουργία. Θεωρούμε πως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ό,τι πιο ελπιδοφόρο υπάρχει και επιμένουμε στη διατήρηση του αυτοτελούς μετωπικού αντικαπιταλιστικού της χαρακτήρα».
Όλες οι αποφάσεις των συνελεύσεων των Τοπικών Επιτροπών είναι διαθέσιμες στο http://antarsya.gr/taxonomy/term/214.
Η απόφαση υπέρ της πρότασης της ΚΣΕ πλειοψήφησε με ποσοστό περίπου 65% μεταξύ των μελών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που ψήφισαν στις συνελεύσεις, ενώ το 31% καταψήφισε (σημαντικό μέρος στήριζε την αντιπρόταση των ΣΕΚ και ΟΔΚΕ) και το 4% ψήφισε λευκό. Το σημαντικό όμως είναι ότι οι αποφάσεις διαπνέονται από τη λογική της εμβάθυνσης της συζήτησης και λήφθηκαν σε ενωτικό κλίμα που λέει «όλοι και όλες μαζί συνεχίζουμε», με διάθεση να ξεπεραστούν οριστικά τα οργανωτικά προβλήματα και κάθε απομεινάρι της κουλτούρας η οποία καταδίκασε επανειλημμένα την Αριστερά στο παρελθόν. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βαδίζει αποφασιστικά στη μάχη των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου, με το βλέμμα της στραμμένο στο «μετά» και στους αγώνες που έρχονται.
Για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ των μελών, της στρατηγικής, των συμμαχιών
του Γιώργου Παυλόπουλου
Η έντονη συζήτηση που διεξήχθη και συνεχίζει να διεξάγεται με αφορμή την εκλογική τακτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τις υπαρκτές διαφορετικές απόψεις οι οποίες διατυπώνονται γύρω από αυτήν δεν θα αποτελέσει επ’ ουδενί τροχοπέδη για τους χιλιάδες συντρόφους και συναγωνιστές. Όλοι μαζί θα δώσουμε με αυταπάρνηση την εξαιρετικά κρίσιμη και, υπό προϋποθέσεις, κομβική μάχη της 25ης Ιανουαρίου, για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, για να ακουστεί πιο δυνατά και καθαρά η φωνή της αντικαπιταλιστικής, επαναστατικής Αριστεράς, της Αριστεράς του μέλλοντός μας.
Είναι δε βέβαιο –και συνάμα απολύτως αναγκαίο– ότι η συζήτηση αυτή θα ανοίξει και πάλι μετά τις εκλογές και αναλόγως των εξελίξεων που θα υπάρξουν, τόσο στην πανελλαδική συνδιάσκεψη που αναγκαστήκαμε να αναβάλλουμε όσο και στις κατά τόπους και χώρους οργανώσεις μας. Έτσι θα κάνουμε την αποτίμηση των επιλογών μας, θα σχεδιάσουμε τα επόμενα βήματά μας και θα ετοιμαστούμε όσο το δυνατό καλύτερα για τις μικρές και μεγάλες μάχες που έρχονται – συλλογικά και σε πνεύμα συντροφικότητας, χωρίς διάθεση ρεβανσισμού ή χαιρέκακης επιβράβευσης της τάδε ή της δείνα άποψης.
Άλλωστε, μόλις κλείσουν οι κάλπες και ανοίξουν όλα τα χαρτιά, όταν αποκαλύψουν όλοι τις πραγματικές προθέσεις και δυνατότητές τους, αυτοί που θα στραφούν προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ αναζητώντας απαντήσεις, ελπίδα ή ακόμη και πολιτική στέγη θα είναι πολύ περισσότεροι από τους ψηφοφόρους της. Θα είναι δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι σε όλη την Ελλάδα, απλοί άνθρωποι και αγωνιστές σε χώρους δουλειάς και γειτονιές, σχολεία και πανεπιστήμια, αλλά και ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, ανένταχτοι, παραδοσιακοί οπαδοί του λευκού και της αποχής, ακόμη και οργανώσεις οι οποίες τώρα επέλεξαν, για τους δικούς τους λόγους, να μην ανταποκριθούν θετικά στο κάλεσμα συνεργασίας που τους απευθύναμε προεκλογικά.
Ωστόσο, τίποτα δεν είναι δεδομένο ή εύκολο, όπως ίσως ευελπιστούν κάποιοι, πιστεύοντας και επενδύοντας στη λογική του «ώριμου φρούτου». Η ταξική πάλη και η ιστορία της Αριστεράς, ειδικά της «άλλης Αριστεράς», την οποία ονειρευόμαστε και αγωνιζόμαστε να οικοδομήσουμε, δεν προχωρούν και δεν γράφονται με κανενός είδους πολιτικό ή κοινωνικό αυτοματισμό. Απαιτούν γνώση, όραμα, προσπάθεια, τόλμη, υπερβάσεις. ακόμη και επώδυνες ρήξεις.
Έτσι, έχοντας διδαχθεί από τη μέχρι σήμερα πορεία μας και μπροστά στις προκλήσεις των καιρών –που είναι καιροί μεγάλων αλλαγών και ανατροπών– η ΑΝΤΑΡΣΥΑ οφείλει να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να ξεπεράσει τις παιδικές της ασθένειες (χωρίς να σταματήσει ποτέ να είναι παιδί…) και να ενηλικιωθεί. Να πάψει να είναι ένα πουκάμισο αδειανό, μια σημαία ευκαιρίας που κάποιοι τη σηκώνουν με το ένα χέρι όταν με το άλλο την υπονομεύουν, αντιμετωπίζοντάς τη σαν αναγκαία «παρένθεση» που θα την κλείσουν μόλις βρουν άλλους συμμάχους.
Για να γίνει αυτό όμως, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να ενισχύσει αποφασιστικά τρία στοιχεία στο χαρακτήρα της, έτσι ώστε να γίνει:
Πρώτον, ΑΝΤΑΡΣΥΑ των μελών. Η πρώτη προσπάθεια που έγινε ώστε οι οργανώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να «αγκαλιάσουν» όλους τους εργασιακούς και κοινωνικούς χώρους, αλλά και να αποκτήσουν ουσιαστικό ρόλο και λόγο τόσο στις «επιμέρους» όσο και στις κεντρικές επιλογές δεν στέφθηκε με επιτυχία. Η κάρτα μέλους παρέμεινε μια «σφραγίδα» και συχνά οι σύντροφοι κάθε οργάνωσης αισθάνονταν αδύναμοι ή και «καπελωμένοι» από την ΚΣΕ και το ΠΣΟ. Αναμφίβολα, υπήρξαν αστοχίες και συγκεκριμένες πολιτικές ευθύνες που μας έχουν οδηγήσει εκεί. Ωστόσο, τώρα δεν είναι ώρα για να γυρίσουμε πίσω, αλλά να κάνουμε ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός. Να συμφωνήσουμε και να δεσμευτούμε ότι ανάμεσα στις συνδιασκέψεις, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα συνεχίσει να έχει οδηγό της την εργατική δημοκρατία και ισοτιμία, ότι θα γίνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ των μελών της – χωρίς βεβαίως καμία από τις «συμβαλλόμενες» οργανώσεις να θυσιάσει την αυτοτέλειά της. Και να εργαστούμε ώστε σταδιακά να οδηγηθούμε σε διαδικασίες στις οποίες το πρώτο μέλημα δεν θα είναι να μετράμε πλειοψηφίες και μειοψηφίες, ούτε να επιδιδόμαστε σε λιστομαχίες.
Δεύτερον, ΑΝΤΑΡΣΥΑ των (στρατηγικών) θέσεων. Αν η ουσιαστική λειτουργία των οργανώσεων είναι η μία βασική προϋπόθεση για τη βαθύτερη ενοποίησή μας, η δεύτερη είναι η διαμόρφωση ολοκληρωμένων θέσεων σε όλα τα μεγάλα και ουσιαστικά μέτωπα της ταξικής πάλης. Με άλλα λόγια, η επεξεργασία ενός μάχιμου πολιτικού προγράμματος για την αντικαπιταλιστική ανατροπή και την επανάσταση, δεσμευτικού για όλα τα μέλη και τις «συνιστώσες» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, θα διασφαλίζει την όσο το δυνατό πιο ενιαία παρουσία και παρέμβασή μας προς τα έξω και θα λειτουργεί σαν μαγνήτης για όλο τον κόσμο του αγώνα και της ανυπακοής. Ας μην κρυβόμαστε: Μέχρι σήμερα, οι οργανώσεις που συμμετέχουν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έχουν κατορθώσει (ενδεχομένως και να μην έχουν θελήσει…) να δίνουν ουσιαστικά ενωμένες τη μάχη σε κρίσιμα μέτωπα: το εργατικό κίνημα, το μεταναστευτικό, το αντιφασιστικό-αντιρατσιστικό, το εθνικό-διεθνικό, τη δημοκρατία. Αν αυτή η αδυναμία δεν ξεπεραστεί με συλλογική και επίμονη δουλειά, διεξοδική συζήτηση και «θεματικές» συνδιασκέψεις, εφόσον κριθεί αναγκαίο, είναι αδύνατο να μιλάμε όχι για μακροημέρευση και ενίσχυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά για τη σύγχρονη επαναστατική Αριστερά και τον πόλο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής.
Τρίτον, ΑΝΤΑΡΣΥΑ των συμμαχιών. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν γεννήθηκε με σκοπό να πεθάνουν πολιτικά όλοι οι υπόλοιποι. Δεν είναι αμετάβλητη, δεν είναι μονόδρομος, δεν είναι αυτονόητη, δεν μπορεί να πορεύεται μόνη για να αισθάνεται καθαρή και αμόλυντη, ως το μοναδικό αληθινό επαναστατικό μόρφωμα στην Ελλάδα. Δεν είναι α πριόρι και ντε φάκτο εχθρική και ανταγωνιστική με όσες οργανώσεις της Αριστεράς και αγωνιστές δεν αποδέχονται το σύνολο του προγράμματός της. Ασφαλώς, έχει κόκκινες γραμμές και δεν επιδιώκει «μίνιμουμ» μέτωπα και συνεργασίες, με όποιο κόστος. Παρ’ όλα αυτά, η συγκρότηση κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών δεν μπορεί παρά να αποτελεί στοιχείο του DNA της, να είναι ένα στρατηγικό χαρακτηριστικό και όχι αποτέλεσμα τακτικών κινήσεων. Οι προτάσεις της πρέπει να είναι ειλικρινείς και ουσιαστικές, η συζήτηση να διεξάγεται πάνω σε συγκεκριμένες θέσεις (αυτές που οφείλει η ίδια να έχει επεξεργαστεί…) και η όποια συμφωνία να είναι σαφής, δημόσια και δεσμευτική. Μόνο έτσι μπορεί να σπάσει τα «ταμπού» του παρελθόντος, να εμπνέει εμπιστοσύνη, να διαλύει τις κυβερνητικές αυταπάτες και να συμβάλει αποφασιστικά στη συγκρότηση ενός αντικαπιταλιστικού εργατικού μετώπου, που θα μπορεί να συγκρούεται και να νικά το μαύρο μπλοκ της αστικής εξουσίας, καταφέροντάς του ρήγματα μέχρι την τελική ανατροπή του.
Το ερώτημα είναι αν είμαστε έτοιμοι για όλα αυτά ή αν θα περιμένουμε το επόμενο… τρένο. Όποτε αυτό έρθει.