Είναι, νομίζω, βέβαιο ότι στις επερχόμενες εκλογές μπορεί και πρέπει να εκφραστεί η καταδίκη του λαού σε βάρος των κομμάτων εκείνων που κυβέρνησαν και που στήριξαν (άμεσα ή έμμεσα) τις μνημονιακές πολιτικές. Από την άλλη πλευρά, φαίνεται πως η οργή αυτή θα διοχετευθεί -προς το παρόν- περισσότερο σε δρόμους και λύσεις που δεν είναι ικανές να παρέχουν πραγματική φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση.
Έχει συνεπώς σημασία, τόσο κατά τη σύντομη προεκλογική περίοδο όσο και μετά, να ενισχυθούν οι φωνές εκείνες που δείχνουν τη μόνη υπαρκτή διέξοδο. Αυτή δεν μπορεί παρά να ξεκινά από τη διαγραφή του χρέους και την απειθαρχία στην τρόικα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακούγονται ευχάριστα στα αφτιά τα θαύματα και οι εύκολες λύσεις χωρίς τους παραπάνω όρους. Δυστυχώς όμως η ίδια η πραγματικότητα υπογραμμίζει επανειλημμένα ότι δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά.
Αν δεν θέσουμε φραγμό στους αδηφάγους δανειστές, αν δεν πάρουμε ως χώρα την κατάσταση στα χέρια μας, δεν μπορεί να υπάρξει διέξοδος. Πρέπει επομένως να ακουστεί και να διαδοθεί, όσο πιο πλατιά γίνεται στον ελληνικό λαό, η ανάγκη χάραξης φιλολαϊκής πολιτικής σε αντίθεση και ρήξη με την ΕΕ, βάσει ενός δημοκρατικά επεξεργασμένου κοινωνικοοικονομικού σχεδίου που θα έχει θεμέλιο την εθνικοποίηση του τραπεζικού τομέα και των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων. Μόνο έτσι μπορεί να υπάρξει πραγματική ανάκαμψη του βιοτικού επιπέδου του λαού και άρση των συνεπειών του Μνημονίου. Ειδάλλως οι όποιες αλλαγές δεν θα είναι σοβαρές και βιώσιμες. Γρήγορα θα εξανεμιστούν και θα γυρίσουμε στο ίδιο σημερινό αδιέξοδο. Ένα τέτοιο πρόγραμμα απαιτεί επίσης ένα βαθύ και ριζικό εκδημοκρατισμό του κρατικού μηχανισμού. Απαιτεί μέτρα στοιχειώδη, όπως η απλή αναλογική και η εκκαθάριση από τα φασιστικά και παρακρατικά στοιχεία ή η βαθιά μεταβολή και ο αναπροσανατολισμός των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Χρειάζονται ουσιαστικά μέτρα που θα οδηγούν σε μια νέα, ανώτερης ποιότητας δημοκρατία.
Το πολιτικό αυτό πρόγραμμα πρέπει να διαδοθεί και αναλυθεί όσο πιο πλατιά γίνεται. Είναι ρεαλιστικό γιατί απαντά πειστικά, επιστημονικά, στις αντικειμενικές ανάγκες και γιατί λαμβάνει υπόψη του το επίπεδο της λαϊκής κοινής γνώμης. Μπορεί να γίνει κατανοητό από τον μέσο εργαζόμενο. Η συσπείρωση γύρω από αυτό είναι ο μόνος τρόπος για να ανοίξει ο δρόμος αύριο για βαθύτερους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Και αν σήμερα δεν μπορεί να γίνει πλειοψηφικό, μπορεί όμως να αποτελέσει μια ισχυρή, συνεπή αριστερή – λαϊκή αντιπολίτευση σε μια πιθανή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί να βάζει φραγμούς στην αντίδραση, να καταδεικνύει με εμπεριστατωμένα επιχειρήματα, βήμα το βήμα, τις ασυνέπειες των προεκλογικών υποσχέσεων, να ασκεί κριτική στις υπαναχωρήσεις και στις ταλαντεύσεις, να ενθαρρύνει και να πιέζει για φιλολαϊκές λύσεις. Θα χρειαστεί, πολύ σύντομα μάλιστα, η ανάπτυξη ενωτικών συνδικαλιστικών πρωτοβουλιών για τις άμεσες καθημερινές ανάγκες και διεκδικήσεις.
Οι αγώνες αυτοί θα συμβάλλουν ώστε ένα τέτοιο πολιτικό πρόγραμμα να γίνεται κατανοητό από ολοένα και ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Απαιτείται επίσης, κατά τη γνώμη μου, γύρω από αυτό το πολιτικό πρόγραμμα, σταδιακά, με υπομονή και επιμονή, να συγκεντρωθούν όλες οι ριζοσπαστικές πολιτικές δυνάμεις και κάθε εργαζόμενος και άνεργος ανεξάρτητα του τι ψήφισε στις εκλογές. Η ενότητα είναι πιο αναγκαία από ποτέ και δεν αποκλείει την αυτοτέλεια τής κάθε δύναμης. Η εμμονή στις αντιενωτικές πρακτικές δεν βοηθά. Και ας θυμόμαστε αυτό που έχει πει ο Φιδέλ Κάστρο, ο σημαντικός αυτός επαναστάτης που πάντοτε φρόντιζε να συνενώνει: «Η ζωή είναι κενή χωρίς ιδέες. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από τον αγώνα στο όνομά τους».
*Επίκουρος καθηγητής Θεωρίας Κράτους και Δικαίου, Πάντειο Πανεπιστήμι