του Παναγιώτη Μαυροειδή
H ομιλία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στην Ομόνοια ήταν χαρακτηριστική των πολιτικών προσανατολισμών της δύναμης που θα αποτελέσει τον πυρήνα της αυριανής κυβερνητικής λύσης: Από τη μια, ήταν ομιλία «μπαλκονάτη», με όλο τον αέρα που δίνει το καθαρό προβάδισμα απέναντι στη ΝΔ, με δυνατότητες ίσως και για αυτοδυναμία. Από την άλλη, μέσα στο γενικό ενθουσιασμό, η ομιλία σηματοδότησε ένα ακόμη βήμα απαγκίστρωσης από αριστερές ριζοσπαστικές θέσεις.
Κορωνίδα της παρέμβασης του Αλέξη Τσίπρα το κάλεσμα σε μια νέα «εθνική ομόνοια». Δείγμα του χαρακτήρα και της κατεύθυνσης αυτής της ομόνοιας είχε δοθεί το πρωί της ίδιας μέρας. Με αφορμή το εκβιαστικό διάγγελμα του προέδρου της ΕΚΤ Μ. Ντράγκι ότι στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» (δηλαδή αγοράς και δημιουργίας χρέους) συμμετέχουν όσοι αξιολογούνται θετικά σε υφιστάμενο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής (δηλαδή Μνημόνιο), η ΝΔ πετούσε τη σκούφια της προτάσσοντας τη δεδηλωμένη και πεπατημένη της υποταγής της, ο δε ΣΥΡΙΖΑ μιλούσε για «σημαντική απόφαση, την οποία και θα αξιοποιήσει η επόμενη ελληνική κυβέρνηση προς όφελος της χώρας».
Το ζήτημα του χρέους τοποθετήθηκε με ένα ακόμη πιο… αγνώριστο τρόπο σε σχέση με το ζωτικό αίτημα της άρνησης πληρωμής και της διαγραφής του. Αυτές οι λέξεις δεν υπάρχουν ούτε συμβολικά μέσα στο κείμενο. Το μόνο που έχει απομείνει είναι η «μη βιωσιμότητα» και η κατεύθυνση για από κοινού αντιμετώπιση στο πλαίσιο ευρωπαϊκής διάσκεψης, δηλαδή για λύση που θα έχει τη συμφωνία των δανειστών. Στην πραγματικότητα, σε συνδυασμό και με τις σοβαρές εξελίξεις σε μια κλυδωνιζόμενη ευρωζώνη, ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να αναζητά ένα PSI 2, με αναδιάρθρωση του χρέους με νέους όρους (μερική διαγραφή παλιού χρέους σε συνδυασμό με νέα δανειοδότηση, με χρονική επέκταση και ακόμη πιο απεχθείς όρους).
Η ομιλία ξεκίνησε με διθυραμβικό τόνο: «Δεν επιθυμούμε να γυρίσουμε στο 2009, αυτό το καθεστώς που γέρασε, σάπισε πια και διαλύει τις ζωές μας και την κοινωνία». Μόνο που ευθύς αμέσως αυτό το καθεστώς κατονομάστηκε με τον συνήθη δημαγωγικό και επιφανειακό τρόπο στο λόγο των αστικών κομμάτων εξουσίας: «Για να τελειώσουμε μια για πάντα με τη διαπλοκή, τη διαφθορά τον κομματισμό και το ρουσφέτι».
Η απουσία κάθε αναφοράς στον καπιταλισμό και στην εναλλακτική του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού δεν είναι ούτε απαρατήρητη ούτε τυχαία. Ο πολιτικός ορίζοντας που θέτει το κόμμα της αυριανής κυβέρνησης κόντυνε ακόμη περισσότερο, καθώς η ανάγκη της άμεσης ανακούφισης καθίσταται ταβάνι και μέγιστο πρόγραμμα. Σε μια Ελλάδα όπου σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη της Όξφαμ 565 Έλληνες κατέχουν 70 δισ. (με ένα ΑΕΠ 180 δισ.), αυξημένα μάλιστα κατά 20 δισ. μέσα στην τετραετία των Μνημονίων, η ευρωπαϊκή Αριστερά υπόσχεται «ένα πιάτο φαΐ», «ρεύμα για όλους» και «δουλειά με ΕΣΠΑ», δηλαδή ελεημοσύνη και ταπείνωση.
Στο ίδιο το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, από την πρώτη κιόλας σελίδα, το ζήτημα της σταθερής και πλήρους δουλειάς με όλα τα δικαιώματα έχει σταλεί στον… αγύριστο, καθώς οι δημόσιες επενδύσεις τίθενται μόνο στην προοπτική ενός «ευρωπαϊκού σχεδίου», που αποτελεί ανέκδοτο.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ μίλησε για 1% και 99%, μόνο που αυτό το 1% δεν ταυτοποιείται στην ολιγαρχία του πλούτου που φοροαπαλάσσεται διαρκώς και προοδευτικά από τις υποτελείς της κυβερνήσεις, αλλά σε εκείνο το ακατανόμαστο «1% που συστηματικά φοροδιαφεύγει και παρανομεί». Στο τελευταίο άνετα μπορεί να περιλαμβάνεται ως φαίνεται ο περιπτεράς της γειτονιάς αλλά όχι ο νόμιμα απαλλαγμένος από φόρο εφοπλιστής.
Ούτε και αυτή τη φορά υπήρξε κάποια δέσμευση σε ό,τι αφορά το αφορολόγητο όριο σε σχέση με τα ακίνητα, ενώ τα πράγματα θολώνουν ακόμη περισσότερο με την αναφορά «η συντριπτική πλειοψηφία της πρώτης κατοικίας να μη φορολογείται». Η εξαίρεση της πολυτελούς πρώτης κατοικίας από την απαλλαγή φορολογίας έγινε τώρα κάτι ακόμη πιο αόριστο.
«Η Ευρώπη αλλάζει» διαβεβαίωσε για μια ακόμη φορά ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, συσκοτίζοντας το γεγονός ότι αυτή μαυρίζει αντεργατικά και αντιλαϊκά με το Δημοσιονομικό Σύμφωνο Σταθερότητας και τους δρακόντειους όρους του για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, την ατζέντα Ευρώπη 2020 και τους κανόνες απορρύθμισης της εργασίας, το αμόκ ιδιωτικοποιήσεων που επιτάσσει. «Θα σεβαστούμε τις ευρωπαϊκές συνθήκες» δήλωσε παρά ταύτα ο Αλέξης Τσίπρας.
Δεν έλλειψε η αναφορά στη «συνέχεια του δημοκρατικού κράτους», με τη μοναδική αναφορά στους δημόσιους λειτουργούς του να αποτελούν οι αστυνομικοί και στρατιωτικοί!
Δεδομένων όλων αυτών, σίγουρα δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να υπάρξει το σενάριο της αλαζονικής αναφοράς: «Ζητάμε μια πρώτη ευκαιρία στον ΣΥΡΙΖΑ. Ίσως μια τελευταία ευκαιρία για την Ελλάδα».