της Μαριάννας Τζιαντζή
Οι «ληστείες» είναι ένα παμπάλαιο υποείδος μέσα στο ευρύτερο είδος των αστυνομικών, των καουμπόικων ή των ταινιών περιπέτειας. Ληστές τρένων, τραπεζών, καζίνων: πάντα οι παράνομοι ασκούσαν μια γοητεία στους νοικοκυραίους. Ο σκηνοθέτης φρόντιζε οι κλέφτες να είναι πιο γοητευτικοί από τους αστυνομικούς και αυθόρμητα ο θεατής να ταυτίζεται με τους πρώτους. Π.χ., στους κλασικούς πλέον Δύο ληστές πρωταγωνιστούν δύο από τους ωραιότερους άνδρες του σινεμά, ο Πολ Νιούμαν και ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ενώ στη Συμμορία των 11 και τα μετέπειτα σίκουελ παρατηρείται συνωστισμός «ωραίων» του Χόλιγουντ (Τζορτζ Κλούνεϊ, Μπραντ Πιτ, κ.ά.).
Η ταύτιση αυτή είναι εκ του ασφαλούς: ο θεατής δεν κινδυνεύει να ακολουθήσει το παράδειγμα των κινηματογραφικών ηρώων, να αρχίσει να ληστεύει ταχυδρομικές άμαξες ή σουπερμάρκετ, ενώ κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν πιστεύει πως αυτές οι ταινίες συμβάλλουν στην αύξηση της εγκληματικότητας.
Ο Νίκος Ρωμανός και οι φίλοι του πήγαν να γίνουν ληστές, αλλά στην πρώτη τους κιόλας απόπειρα τα έκαναν μούσκεμα όχι μόνο λόγω ανεπαρκούς σχεδιασμού, αλλά κι επειδή δεν θέλησαν να χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους. Και τώρα ένας αποτυχημένος και καταδικασμένος ληστής (και όχι τρομοκράτης, να μην το ξεχνάμε) δίνει Πανελλήνιες, περνά σε ένα ΤΕΙ και διεκδικεί το δικαίωμα των εκπαιδευτικών αδειών. Σε αντίθεση όμως με ό,τι συμβαίνει στις ταινίες, οι θεατές διχάζονται. Ενώ η πλειονότητα θεωρεί δίκαιο το αίτημα του Ρωμανού, ένα σκοτεινό κομμάτι της κοινωνίας τάσσεται με το μέρος όχι του νόμου γενικά, αλλά με τη μικρόψυχη επίσημη ερμηνεία του νόμου. Είναι ανατριχιαστικός ο οχετός της κακίας, του μίσους που εκφράστηκε κυρίως διαδικτυακά και δεν στρεφόταν μόνο ενάντια στον 21χρονο κατάδικο, αλλά και στη μάνα του, τον πατέρα του και όλο του το σόι, το βιολογικό και το βορειοπροαστιακό.
Άλλο ζωή άλλο Χόλιγουντ. Άλλο η αποδοχή του δίκαιου αιτήματος του Ρωμανού άλλο η αποδοχή της ληστείας ως όπλου στους κοινωνικούς αγώνες. Άλλο η αναγνώριση του ηρωισμού που απαιτεί η απεργία πείνας άλλο η ηρωοποίηση του ίδιου του Ρωμανού ή του αναρχικού ρεύματος ή η αναγνώρισή του ως μόνης διεξόδου στην υπαρκτή μνημονιακή και καπιταλιστική βαρβαρότητα.