του Γιάννη Κυριακάκη
Από πολλούς και διαφορετικούς πολιτικούς και οικονομολόγους καλλιεργείται η άποψη ότι πλησιάζει η μέρα που η ΕΕ θα αλλάξει γραμμή πλεύσης και το ελληνικό δράμα θα λάβει τέλος. Φυσικά σε αυτό, ακολουθώντας την ίδια αφήγηση, θα συμβάλλει και η αναμενόμενη πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα ώστε επιτέλους να γίνει μια πραγματική διαπραγμάτευση, αφού ως γνωστόν οι δουλοπρεπείς Σαμαράς και Βενιζέλος δεν διαπραγματεύονται αλλά μόνον εκτελούν. Επινοούνται διάφοροι απίθανοι σύμμαχοι, πότε το ΔΝΤ πότε ο Γιουνκέρ ή ο Ντράγκι, καλλιεργείται κι η ψευδαίσθηση ότι οι εταίροι θα μας λυπηθούν αφού άλλωστε τιμωρηθήκαμε αρκετά για τις δημοσιονομικές μας αμαρτίες και ότι για το καλό της ΕΕ θα πρέπει ν’ αλλάξουν πολιτική.
Μπορεί στο παραπάνω επιχείρημα να υπάρχουν πλευρές αλήθειας αλλά η κεντρική του ιδέα είναι βαθιά εσφαλμένη. Γιατί τίθεται το πολύ απλό ερώτημα: κι αν οι Γερμανοί δεν καταλάβουν το υποτιθέμενο συμφέρον τους εμείς τι θα κάνουμε; Κι αν στην πολυαναμενόμενη διαπραγμάτευση το οικονομικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ βρεθεί απέναντι στην κάθετη άρνηση της Μέρκελ, τι θα γίνει; Εδώ έθεσαν, προ ημερών, θέμα για μια ποσοστιαία μονάδα στο έλλειμμα του προϋπολογισμού της Γαλλίας, ασχολούνται με τον αριθμό των δόσεων των ληξιπρόθεσμων οφειλών και με το πότε λήγει το γάλα στην Ελλάδα…
Πόσο ρεαλιστικό είναι να αναμένεις να σε σώσουν, κατόπιν «σκληρής» διαπραγμάτευσης, εκείνοι που σε οδήγησαν στον κοινωνικό όλεθρο και που χρόνια τώρα προχωρούν απαρέγκλιτα σε συντριβή των εργασιακών δικαιωμάτων και εισοδημάτων σε ολόκληρη την ΕΕ;
Οι πολυεθνικές και οι τραπεζικοί όμιλοι της Γερμανίας επωφελούνται από την οικονομική πολιτική της χώρας τους καθώς κερδίζουν από τη λιτότητα και τη λειτουργία του ευρώ. Η καθήλωση των εργατικών αποδοχών, που έχουν πετύχει εδώ και χρόνια, τους έδωσε πλεονέκτημα κυριαρχίας μέσα στην Ευρωζώνη. Αν σήμερα και η Γερμανία απειλείται από το φάσμα της ύφεσης δεν σημαίνει ότι αυτόματα θα συνειδητοποιήσει την ανάγκη αλλαγής πολιτικής. Κι ούτε μπορεί να είναι ρεαλιστική γραμμή να αναμένεις αλλαγή των συσχετισμών στη Γερμανία ή να κατασκευάζεις φανταστικά μέτωπα με Ολάντ, Ρέντσι κι άλλους προσδοκώντας τον τερματισμό της λιτότητας. Μοναδική λύση θα επανέρχεται διαρκώς η αναγκαιότητα παύσης πληρωμών και μονομερούς διαγραφή του χρέους. Υπό την κηδεμονία των πιστωτών δεν υπάρχει σωτηρία, παρά μόνο τεχνάσματα εξαπάτησης. Κι επειδή πλέον το χρέος σχεδόν εξ ολοκλήρου είναι θεσμικό, κατέχεται δηλαδή από κράτη-μέλη ή θεσμούς της ΕΕ και του ΔΝΤ, είναι αναπόφευκτη η ρήξη με την ΕΕ και η υιοθέτηση εθνικού νομίσματος. Αυτά δεν συνιστούν πρόταση νομισματικής ή οικονομικής πολιτικής αλλά ανατροπής και όξυνσης της ταξικής αντιπαράθεσης. Δεν αποσκοπούν στον κατευνασμό του λαϊκού παράγοντα αλλά στην ενεργοποίησή του, για να ανοίξει ο δρόμος προς μια άλλη πορεία της χώρας. Αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος που θα ανατρέψει την επίθεση αφαιρώντας από το κεφάλαιο περιουσία, εισόδημα και δύναμη. Γι’ αυτό το λόγο δεν χρησιμοποιείται από τους επίδοξους διαπραγματευτές ούτε καν σαν όπλο διαπραγμάτευσης. Γιατί αν ανοίξει ο ασκός του Αιόλου….