Συνοικία το όνειρο ή ο εφιάλτης;
Η Ακαδημία Πλάτωνος, αλλιώς Βύθουλας, δεν είναι απλώς το σκηνικό αλλά παίζει κυρίαρχο ρόλο σε αυτό το μυθιστόρημα.
Το δεύτερο μετά τις Καυτερές πιπεριές (Εκδόσεις Άγκυρα 2008) μυθιστόρημα της Μαργαρίτας Λαζάρου εκτυλίσσεται στην Ακαδημία Πλάτωνος, δηλαδή στον Βύθουλα. Στο βιβλίο αυτό ο τόπος έχει τον ίδιο σημαντικό ρόλο με τα πάθη και τις περιπέτειες των χαρακτήρων. Ίσως δεν υπάρχει άλλη συνοικία της Αθήνας με τόσο βαρύ ιστορικό όνομα αλλά και με τόσο «κακό ριζικό», όπως παρατηρεί η συγγραφέας.
Ο χρόνος του βιβλίου είναι η δεκαετία του ’60, καθώς και η πρώτη δεκαετία του 21ού αιώνα. Οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι δύο κοριτσάκια που μεγαλώνουν στον Βύθουλα, η Βαρβάρα και η Ράντα, που τις συναντάμε αργότερα, ώριμες και πολύπαθες γυναίκες πια, αυτόνομες και απελευθερωμένες. Πάμπτωχο το πρώτο κοριτσάκι, αστικής προέλευσης το δεύτερο. Η κραυγαλέα ταξική διαφορά οφείλεται στο ότι πλάι στα χαμόσπιτα, που κυριαρχούσαν στο Βύθουλα, υπήρχαν και κάποιες αστικές κατοικίες. Οι ιδιοκτήτες τους είχαν προπολεμικά αγοράσει οικόπεδα σε μια περιοχή που διαφημιζόταν ότι βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από την Ομόνοια, υπολογίζοντας λανθασμένα ότι κάποτε η περιοχή θα αναβαθμιζόταν. Μόνο που ο Βύθουλας δεν αναβαθμίστηκε αλλά ρήμαξε κι εξακολουθεί να ρημάζει.
Όταν λέμε «εργατική τάξη», μη φανταστείτε «γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά». Το σκοτεινό πρόσωπο της εργατικής τάξης αναδύεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου: η καταπίεση, η αμάθεια, η εκμετάλλευση της γυναίκας που φτάνει μέχρι την αιμομιξία και την πορνεία. Επίσης αναδύονται η κουτοπονηριά, η απληστία, η μεγαλομανία και τα συμπλέγματα των μικροαστών, όπως εκπροσωπούνται από τον σύζυγο της Ράντας και όπως αυτές οι απεχθείς ιδιότητες βρήκαν έδαφος και φούντωσαν στα χρόνια της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ. Kι ενώ το ένα κορίτσι, το φτωχό, μόλις τελειώνει το δημοτικό γίνεται εργάτρια σε κλωστοϋφαντουργείο, το άλλο, το πλούσιο, βιώνει μια άλλης μορφής καταπίεση στο σπίτι και στο σχολείο.
Τελικά, μέσα από διαφορετικούς δρόμους, οι δύο γυναίκες φτάνουν στην απελευθέρωση. Στην πρώτη περίπτωση, η έφηβη πόρνη, μια σπάνια καλλονή, ανακαλύπτει ότι «δεν έχει ανάγκη κανέναν νταβατζή». Στη δεύτερη, η μεσόκοπη πια γυναίκα, μετά τη διάλυση του γάμου της και την οικονομική καταστροφή του αρχιλαμόγιου συζύγου, προχωρά σε ένα γερό «ρεκτιφιέ» (αδυνάτισμα, μπότοξ, φράξιοναλ λέιζερ για ανανέωση της επιδερμίδας): «Σαν ολόδροση φράπα έγινε η μαραμένη μούρη μου. Ναι, μου αρέσω. Πάρα πολύ». Τώρα πια έχει αποδεχτεί τον εαυτό της και αναγνωρίζει ότι, τώρα που μεγάλωσαν τα παιδιά της, το πρώτιστο χρέος της είναι απέναντι στον εαυτό της: «Αυτόν έχω, πάνω απ’ όλους, για ν’ αγαπάω και να φροντίζω». Χωρίς να μαρτυρούμε το τέλος του βιβλίου, ας αρκεστούμε να σημειώσουμε ότι και οι δύο γυναίκες, ύστερα από πολύχρονη περιπλάνηση, επιστρέφουν στον Βύθουλα, εξ ου και ο τίτλος «Βύθουλας for ever».
Πολλοί επιμένουν ότι η απελευθέρωση, όχι μόνο η γυναικεία, συντελείται όταν ο άνθρωπος υπερβαίνει τον εαυτό του, τα όριά του, όταν θέτει στόχους ευρύτερους από το να περνά ή να νιώθει καλά, όμως η συγγραφέας υποστηρίζει την άποψη της ηρωίδας με αμεσότητα και ειλικρίνεια. Από τις πιο ενδιαφέρουσες σελίδες του βιβλίου είναι η περιγραφή της Ομόνοιας του ’60 (η «πάνω» και η «κάτω» πλατεία), του Βύθουλα, αλλά και του ΠΙΚΠΑ της Πεντέλης στην εποχή που θέριζε η πολιομυελίτιδα.
Το βιβλίο της Μαργαρίτας Λαζάρου μάς δείχνει κάποιες όψεις του χθες και του σήμερα τις οποίες οι περισσότεροι αγνοούμε ή τις προσπερνάμε. Επίσης δείχνει και το πώς σκέφτονται κάποιοι άνθρωποι με βιώματα διαφορετικά από τα δικά μας αλλά και πως οικονομική κρίση αφήνει το αποτύπωμά της και επηρεάζει διαφορετικές σχολές της σύγχρονης λογοτεχνίας.
Το βιβλίο «Βύθουλας for ever» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανίδα
Δ. Τζιαντζής