του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Το τελευταίο διάστημα είμαστε μάρτυρες δύο φαινομενικά αντιφατικών τάσεων. Από τη μια, αναπαράγεται μια παραδοσιακή παθογένεια του δικομματισμού, η τεχνητή πόλωση, ιδίως προεκλογικά. Απ’ την άλλη, αναπτύσσεται κυρίως από ΜΜΕ και πολιτικούς μια φιλολογία περί εθνικής συνεννόησης, που φτάνει μέχρι την προτροπή για συγκρότηση «κυβέρνησης ειδικού σκοπού» προς αποφυγή πρόωρων εκλογών και πολιτικών εντάσεων, υπονομευτικών για την οικονομία.
Το σύστημα προωθεί τη σύγκλιση των κομμάτων του δικού του τόξου, για να υπηρετήσει τα τρέχοντα και μακροπρόθεσμα συμφέροντά του. Τα κόμματα αυτά διαπερνώνται από πραγματικές αντιθέσεις, τις οποίες διογκώνουν και τεχνητά, για να υπερισχύσουν του αντιπάλου. Στην πραγματικότητα, αυτή η αντιθετικότητα δεν είναι ασύμβατη με τη σύγκλιση στο βασικό, που είναι η κυρίαρχη τάση των συστημικών κομμάτων.
Μάλιστα, παρά την όξυνση της ρητορικής επιθετικότητας από ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ το τελευταίο διάστημα, οι «συνετές» φωνές της σύγκλισης και συνεργασίας, όχι μόνο δεν σιγούν, αλλά εντείνονται από φόβο μήπως αυτή η αντιπαλότητα υπερβεί τα εσκαμμένα και αποβεί βλαπτική για το σύστημα. Εντείνονται λοιπόν οι εκκλήσεις και οι νουθεσίες για φρόνηση και ειρήνευση προς τους δύο πόλους του νεότευκτου διπολισμού. Οι μέντορες της «σύνεσης» και συναίνεσης ανησυχούν μήπως η άνοδος της πολιτικής θερμοκρασίας θορυβήσει τις αγορές, μήπως οι προεκλογικές δεσμεύσεις οδηγήσουν σε καταστρατήγηση μνημονιακών υποχρεώσεων, μήπως η προεκλογική δημοκοπία και η μετεκλογική διάψευσή της διεγείρουν έντονες λαϊκές αντιδράσεις, μήπως η τεχνητή προεκλογική πόλωση τραυματίσει την αναγκαία σύγκλιση ή και συνεργασία των αστικών κομμάτων. Υπέρ της συνεργασίας του αστικού τόξου με άξονα ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ τάχθηκαν στην τελευταία συζήτηση στη Βουλή βουλευτές κυρίως απ’ τον κεντροαριστερό χώρο (Λυκούδης, Σηφουνάκης κ.ά.), επιρρεπή και σε αμφίπλευρες συγκλίσεις…
Την ιδεολογική και πολιτική γραμμή της συνεννόησης και σύγκλισης διατύπωσε, όπως συχνά το συνηθίζει, ο εκδότης του Βήματος (12/10/2014). Η παρέμβασή του αποτελεί επιτομή της αστικής ιδεολογίας και πολιτικής: Πρώτον, απενοχοποιεί το σύστημα και φορτώνει διαχρονικά την κακοδαιμονία της χώρας στα δεσπόζοντα αστικά κόμματα: «Η Ελλάδα έχει πάμπολλες πικρές εμπειρίες από τα παιχνίδια εξουσίας των κυρίαρχων κάθε φορά αντιπάλων πολιτικών σχηματισμών». Δεύτερον, «εγκωμιάζει» τη συμπεριφορά των πολιτών που απ’ το 2012 και εντεύθεν έχουν περιορίσει στο ελάχιστο τις μαζικές εκδηλώσεις και «οι περισσότεροι παρά τις δυσκολίες εκπληρώνουν τις πολλές υποχρεώσεις απέναντι στο κράτος». Ο λαός δεν επιθυμεί οι θυσίες του να πάνε στράφι. Γι’ αυτό απευθύνει «έκκληση» στις πολιτικές δυνάμεις να σεβαστούν τις θυσίες του, να συνετιστούν και να συνεννοηθούν για να μην υπάρξει παλινδρόμηση στον κύκλο της χρεοκοπίας. Τρίτον, αν και ψέλνει τον εξάψαλμο στα αστικά κόμματα, που δεν ανταποκρίνονται στην έκκληση του λαού, στα κόμματα αυτά αναθέτει τη σωτηρία του λαού! Τέταρτο, με αξιοζήλευτη ευελιξία και τακτική, δεν συμβουλεύει τα συστημικά κόμματα να επιδιώξουν σύμπραξη εφ’ όλης της ύλης, συνειδητοποιώντας ότι σ’ αυτή τη φάση είναι αδύνατος ουσιαστικά ο συνασπισμός ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό απευθύνει έκκληση σε όλους αλλά ιδίως στους «βασικούς ανταγωνιστές» να επικεντρωθούν σε ένα αλλά καίριο ζήτημα: Τη συγκρότηση κοινής στάσης έστω στην τελευταία, επίμαχη διαπραγμάτευση του χρέους. Αν υπάρξει έστω σ’ αυτόν μόνο τον νευραλγικό στόχο κοινός τόπος ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, προωθείται η «εθνική συνεννόηση και σύγκλιση», ανοίγει ο δρόμος για ευρύτερη σύγκλιση, ακόμη και κυβερνητική…
Η αναγκαία για το σύστημα σύγκλιση έχει ήδη πάρει σάρκα και οστά με την τριμερή κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ. Μια αντίστοιχη «αριστερόστροφη» σύγκλιση προωθείται και σήμερα ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, ΑΝΕΛ και Ποτάμι. Ήδη αυτή η προοπτική εγκαινιάστηκε με μια μίνιμουμ συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Οι συνεννοήσεις και συγκλίσεις των συστημικών κομμάτων, παρά τις υπαρκτές και οξυνόμενες σ’ ορισμένες περιπτώσεις αντιθέσεις, είναι αναγκαίες για το σύστημα και έχουν αντικειμενική βάση για την πραγματοποίησή τους. Αυτή η τάση ενισχύεται στις συνθήκες του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και ιδιαίτερα στην τρέχουσα ιστορικών διαστάσεων κρίση, λόγω της αδυσώπητης επίθεσης κατά των εργατικών λαϊκών στρωμάτων. Ο αστικός κομματικός πλουραλισμός αποσκοπεί στην ενσωμάτωση πολιτών διαφορετικής κοινωνικής θέσης και πολιτικής άποψης με αντίστοιχα ιδεολογικά μείγματα και αστική δεσπόζουσα.
Ο αστικός πλουραλισμός είναι αναγκαίος για τις απαραίτητες συγκλίσεις και την κυβερνητική ευστάθεια. Οι δευτερεύουσες αντιθέσεις των συστημικών κομμάτων είναι αναπόφευκτες και απαραίτητες. Αν όμως υπερβούν τα όρια αποβαίνουν δυσλειτουργικές. Όπως στη συγκυρία η πόλωση ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ, που δεν συνάδει με την ανάγκη του συστήματος και των επικυρίαρχων για ένα μίνιμουμ έστω συναίνεσης. Ομοίως η διαφοροποίηση κόμματος απ’ την αστική γραμμή είναι χρήσιμη αν δεν υπερβαίνει τα όρια. Για παράδειγμα, ο αντιμερκελισμός του ΣΥΡΙΖΑ είναι ωφέλιμος για τον ίδιο και το σύστημα, γιατί ενσωματώνει ανώδυνα. Υπό προϋποθέσεις όμως μπορεί να αποτελέσει κρίκο περάσματος στον πατριωτικό αντιιμπεριαλισμό. Παρά την ανάγκη διαφορετικότητας των συστημικών κομμάτων, στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό ενισχύεται η ενοποιητική, ολοκληρωτική τάση. Η άκρα όξυνση των αντιθέσεων και της καταπίεσης, ο φόβος της εξέγερσης, καθιστά ισχυρά τμήματα της άρχουσας τάξης δυσανεκτικά απέναντι και σε ανώδυνες διαφοροποιήσεις. Η λυσσαλέα κινδυνολογία κατά του ΣΥΡΙΖΑ το επιβεβαιώνει.