του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Εφόσον συνεχίζεται και εντείνεται η καπιταλιστική επίθεση, όπως διαπιστώνει η εισήγηση της ΠΕ για το Πανελλαδικό Σώµα, έπεται ότι όχι µόνον ισχύει, αλλά γίνεται ακόµη πιο αναγκαία η αντικαπιταλιστική πρόταση ανατροπής αυτής της επίθεσης.
Η ορθή αντικειµενικά και ταξικά τακτική δεν αλλάζει…
Τι όρους προϋποθέτει µια συγκεκριµένη τακτική, για να εξασφαλίζει την ορθότητά της; Πρώτο, να αποτελεί την ορθή και αποτελεσµατική πρόταση του κινήµατος για την επίλυση των αντιθέσεων και προβληµάτων µιας περιόδου ή φάσης και δεύτερο να υπηρετεί την επαναστατική στρατηγική του σταδίου, εν προκειµένω του ολοκληρωτικού καπιταλισµού. Ένας τακτικός στόχος, αν δεν γίνεται κατανοητός απ’ την κοινωνία, πρέπει να αντικαθιστάται, έστω κι αν ανταποκρίνεται στα οξυµµένα προβλήµατα της περιόδου; Πρόκειται για ψευδοδίληµµα ιδεαλιστικής αντίληψης. Αν η τακτική έχει ορθά διαγνώσει τα προβλήµατα, αντανακλάται στη συνείδηση έστω µιας µερίδας της κοινωνίας, ανεξάρτητα απ’ την πολιτική έκφραση της συνειδητοποίησης. Η σχετική αναποτελεσµατικότητα της τακτικής δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά τον εσφαλµένο χαρακτήρα της (δεν είναι υποχρεωτικά αληθινό το ωφέλιµο). Εξάλλου, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως καταγράφηκε στις περιφερειακές και δηµοτικές εκλογές, αγκαλιάζει ένα ποσοστό της τάξης του 2-3%, ενώ µεγαλύτερη είναι η εµβέλειά της στα συνδικάτα και στους φοιτητικούς συλλόγους. Το δυναµικό όµως αυτό είναι ακόµη ασταθές και ευάλωτο, ιδίως σε συνθήκες πόλωσης. Αυτός ο συσχετισµός είναι κατώτερος των προσδοκιών και δυνατοτήτων µας. Αποτελεί όµως την πρώτη µαγιά του αντικαπιταλιστικού πόλου. Μ’ αυτή τη λογική, η αντικαπιταλιστική πρόταση για τη φάση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων κρίνεται σωστή, στο πλαίσιο αντικειµενικών δυσχερειών και υποκειµενικών αδυναµιών. Αναγκαία άρα η κριτική και η αυτοκριτική.
Ωστόσο η απήχηση µιας πολιτικής πρότασης δεν πρέπει ν’ απολυτοποιείται.
Αν ήταν έτσι, θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι είναι ορθή η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ λόγω της µαζικής εµβέλειάς της. Στην ιστορία της πολιτικής υπάρχουν απτά παραδείγµατα αριστερών δυνάµεων που, στο όνοµα της ρεαλιστικής, αποτελεσµατικής τακτικής, διολίσθησαν στον τακτικισµό. Στην επιλογή δηλαδή τακτικού ή και στρατηγικού στόχου ανεξάρτητα ή και αντίθετα απ’ το ταξικό συµφέρον, µε κριτήριο την προσδοκία άµεσης πολιτικής ωφέλειας (καιροσκοπισµός). Το περιτύλιγµα παραµένει αριστερό, το περιεχόµενο όµως ουσιαστικά γίνεται αστικό. Το 1989 ΚΚΕ και ΕΑΡ αιφνιδίως συγκροτούν τον ενιαίο Συνασπισµό και συµµαχούν µε τη ΝΔ, για να συνθλίψουν µε δικαστική µεθόδευση το ΠΑΣΟΚ και να ιδιοποιηθούν τον κόσµο του. Τι απέδωσε η νέα τακτική σύλληψη; Το έδειξε η ιστορική συνέχεια. Ανεµοµαζώµατα, διαβολοσκορπίσµατα… Τα ποσοστά του ΚΚΕ κατρακύλησαν (εκλογές 1993) στο 4,5%, ενώ ο Συνασπισµός έµεινε εκτός Βουλής. Ανάλογα και ο ΣΥΡΙΖΑ σήµερα, απ’ το πάθος της εξουσίας απεµπόλησε το στόχο αριστερής κυβέρνησης και ερωτοτροπεί µε τους ΑΝΕΛ και τη ΔΗΜΑΡ, στήνοντας Κολυµβήθρα του Σιλωάµ…
Εχουµε εισέλθει πράγµατι σε µια νέα ιστορική φάση, οπότε δικαιολογείται και η πρόταση για «νέα πολιτική γραµµή»; Σε αντίθεση µε τον ακριβή ορισµό της εποχής και του σταδίου, η έννοια της φάσης ή της περιόδου επιδέχεται περισσότερους προσδιορισµούς. Ωστόσο, η ουσία µιας φάσης πρέπει να προσδιορίζεται απ’ την κυρίαρχη σ’ αυτήν αντίθεση και τα αντίστοιχα προβλήµατα που προκαλεί. Για παράδειγµα, γίνεται λόγος για τη νέα φάση του 2012-14 µε κύρια κριτήρια τη σχετική πτώση του κινήµατος. Το καθοριστικό όµως στοιχείο της περιόδου – φάσης 2010-14 αποτελεί η ένταση της καπιταλιστικής επίθεσης για την πραγµατοποίηση αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων εις βάρος της εργατικής τάξης, για την αντιµετώπιση της δοµικής ιστορικών διαστάσεων κρίσης του 2008 και της διαρθρωτικής τάσης πτώσης του µέσου ποσοστού κέρδους.
Αυτή η επίθεση όχι µόνο συνεχίζεται, αλλά όπως διαπιστώνει η εισήγηση της ΠΕ για το Πανελλαδικό Σώµα: «Η αντιδραστική συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ θα κλιµακώσει την αντιλαϊκή της επίθεση». Αφού λοιπόν συνεχίζεται και εντείνεται η καπιταλιστική επίθεση, έπεται ότι όχι µόνον ισχύει, αλλά γίνεται ακόµη πιο αναγκαία η αντικαπιταλιστική πρόταση ανατροπής αυτής της επίθεσης.
Εξ αντιθέτου δεν ευσταθεί η πρόταση των 11 συντρόφων για αντικατάσταση της αντικαπιταλιστικής πρότασης µε «πρόγραµµα τακτικού χαρακτήρα», το οποίο «δεν µπορεί να συγκροτηθεί βάζοντας προϋπόθεση την πλήρη συµφωνία µε το συνολικό αντικαπιταλιστικό πρόγραµµα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ».
Δεν πρόκειται απλώς για χρονική πρόταξη των αµεσότερων στόχων. Πρόκειται, σύµφωνα µε τη δική τους διατύπωση, για «νέα πολιτική γραµµή». Θεµελιώδη χαρακτηριστικά της «νέας πολιτικής γραµµής» είναι αφενός η περικοπή του αντικαπιταλιστικού προγράµµατος και αφετέρου η υπέρµετρη εστίαση στην επιβίωση. Με αυτούς τους δύο άξονες η προτεινόµενη γραµµή δηµιουργεί ένα νέο µείγµα, που υποβαθµίζει και υποκαθιστά το αντικαπιταλιστικό πρόγραµµα, χωρίς να το απορρίπτει στο σύνολό του.
Στη µερίκευση της αντικαπιταλιστικής λογικής συµβάλλει και ο υπερτονισµός της αντίθεσης «µνηµόνιο-αντιµνηµόνιο». Αναφέρεται στο κείµενο των 11: Αυτό το «αντεργατικό, αντιδηµοκρατικό µνηµονιακό καθεστώς» αποτελεί ιδιαίτερη µορφή περάσµατος του ελληνικού κοινωνικοοικονοµικού σχηµατισµού στην καρδιά του ολοκληρωτικού καπιταλισµού της εποχής µας και γενικευµένης εµπέδωσης των νέων παραγωγικών, κοινωνικών, πολιτικών, πολιτιστικών και διεθνών σχέσεων». Και συνεχίζει µε τη διαπίστωση: «Στη συνείδηση ευρύτερων µαζών όµως αυτές οι σχέσεις εµφανίζονται µε την εξωτερική µνηµονιακή µορφή τους». Όποιος δεν βλέπει αυτή τη «µνηµονιακή» µορφή «δεν µπορεί να επικοινωνήσει µε τις εµπειρίες των µαζών» και «να ανατρέψει την ουσία της αστικής επίθεσης». Η απολυτοποίηση της µνηµονιακής πρόσληψης των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων υποβαθµίζει την πρόσληψή τους απ’ την αντικαπιταλιστική συνείδηση, που είναι υπαρκτή βεβαίως.
Μάλιστα, αν ερµηνεύσουµε κατά γράµµα αυτή τη διαπίστωση, η αντικαπιταλιστική συνειδητοποίηση αυτών των αναδιαρθρώσεων είναι αδύνατη σχεδόν, η αντίθεση εποµένως «καπιταλισµός-αντικαπιταλισµός» πρέπει να περιοριστεί στην αντίθεση «µνηµόνιο-αντιµνηµόνιο», στην οποία βέβαια ηγεµονεύει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Θέση αντίθετη µε τη λογική του αντικαπιταλιστικού προγράµµατος και του αλληλένδετου των στόχων του είναι και η ακόλουθη: «Στο εργατικό λαϊκό κίνηµα η αντίληψη πως δεν µπορεί να κατακτήσει µε σκληρούς αγώνες αύξηση στο µεροκάµατο, αν από τα πριν δεν διαγραφεί το χρέος και δεν φύγουµε απ’ την ΕΕ, είναι λαθεµένη». Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι το κίνηµα πρέπει να καθηλωθεί στην αναµονή της εξόδου απ’ την ΕΕ και το ευρώ. Ασφαλώς οι αντικαπιταλιστικοί στόχοι-κόµβοι έχουν σχετική αυτοτέλεια, ισχυρότερη όµως είναι η πλευρά της αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασής τους. Είναι πιθανό, σ’ ένα πρώτο κινηµατικό κύµα, η άρχουσα τάξη ελισσόµενη να στέρξει σε µισθολογικές βελτιώσεις. Αυτές όµως θα είναι περιορισµένες και, όπως επιβεβαιώνει η ιστορική εµπειρία, σ’ επόµενη φάση θα ανακληθούν, αν δεν διευρυνθεί το αντικαπιταλιστικό ρήγµα. Δεν χρειάζεται σοφία για να συνειδητοποιηθεί ότι για να λυθεί το πρόβληµα επιβίωσης των 6,3 εκατ. που είναι κάτω απ’ το όριο φτώχειας ή στα όριά του, πρέπει και το χρέος να διαγραφεί (8-10 ετησίως τα τοκοχρεολύσια), να επιβληθεί βαριά φορολογία στο κεφάλαιο, να εθνικοποιηθούν οι τράπεζες και οι µονάδες στρατηγικής σηµασίας, να γίνει γενναία αναδιανοµή του πλούτου.
Αυτοί οι στόχοι προφανώς δεν είναι πραγµατώσιµοι στη φυλακή της ΕΕ και του ευρώ. Αλλιώς θα προβάλουµε τη φενάκη, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, της καταπολέµησης της φτώχειας µε προγράµµατα του ΕΣΠΑ…
Ειδικά στο θέµα της ΕΕ το κείµενο των 11 έχει πολυσηµία. Στο κεφάλαιο Δ2 η διάλυση της ΕΕ προτάσσεται της αποδέσµευσης. Αλλά, αν υπάρξει διάλυση, αποδεσµεύεσαι απ’ την ΕΕ αυτοδίκαια. Έτσι όµως εννοούµε εµείς την αποδέσµευση;
Στο Δ3 υπάρχει δυϊσµός ορολογίας. Συγκατοικούν αντικαπιταλιστική ορολογία, π.χ. «έξοδος απ’ το ΝΑΤΟ και την ΕΕ», και υποβαθµισµένη ορολογία π.χ. «απειθαρχία στις ευρωσυνθήκες, ρήξη από το ευρώ και από την Ευρωπαϊκή Ένωση». Τέλος, η θέση για τη δυνατότητα κατακτήσεων ανεξάρτητα απ’ την αποδέσµευση απ’ την ΕΕ ψαλιδίζει αντικειµενικά την αναγκαιότητα εξόδου απ’ αυτήν. Η εστίαση του κειµένου στην επιβίωση, η χρονική και ποιοτική προτεραιότητα αυτού του στόχου αντικειµενικά οδηγούν στην υποβάθµιση του όλου αντικαπιταλιστικού προγράµµατος ή και στον κίνδυνο διολίσθησης σ’ ένα µίνιµουµ πρόγραµµα. Ποιος δεν προτάσσει την αναγκαιότητα καταπολέµησης της φτώχειας και της ανεργίας; Αλλά ποιο πρόβληµα θα οξυνθεί στο έπακρο και θα ωριµάσει στη συνείδηση η λύση του, ώστε ν’ αποτελέσει τον αδύναµο κρίκο στον οποίο θα συγκεντρώσει κυρίως τις δυνάµεις του το κίνηµα, είναι άγνωστο εκ των προτέρων. Το 2008 προκάλεσε εξέγερση η δολοφονία του Αλ. Γρηγορόπουλου…
Η δέσµευσή µας στην προτεραιότητα ενός στόχου πιθανόν να εµποδίσει τον εντοπισµό του κρίκου που θα υπεροξυνθεί. Είναι µια λογική «σταδιολογικού» τύπου.
Προβληµατική είναι η διατύπωση: Η Αριστερή Μαχητική Συµµαχία Ανατροπής «δυσπιστεί» απέναντι σε ενδεχόµενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Δυσπιστώ σηµαίνει αµφιβάλλω, αλλά δεν αποκλείω ο ΣΥΡΙΖΑ να προωθήσει πρόγραµµα αλλαγής. Στη συνέχεια, λέγεται ότι η ΑΜΣΑ «αποκαλύπτει το διαχειριστικό ρόλο» της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Με την αµφιλογία δηµιουργείται τουλάχιστον σύγχυση…