του Μιχάλη Ρίζου
Η επιδίωξη σταθερότητας γίνεται η βάση της πολιτικής ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ
Οι εξελίξεις των προηγούμενων ημερών έδειξαν ολοκάθαρα τι σημαίνει Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης, εποπτεία και επιτήρηση, δημοσιονομική προσαρμογή και όλη αυτή η εύηχη ορολογία που επιστρατεύεται για να καλύψει το σφαγείο του ευρώ, της ΕΕ και του ΔΝΤ, τις αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις του ολοκληρωτικού καπιταλισμούσε βάρος του κόσμου της εργασίας. Το μίνι χρηματιστηριακό κραχ και οι περίφημες «ανησυχίες των αγορών» συνέβαλλαν στην κατάρευση μέσα σε μια μέρα του παραμυθιού της μεταμνημονιακής εποχής και της αφήγησης της «Ελλάδας που ξαναγίνεται ισχυρή και βγαίνει από την κρίση». Τι κι αν ονομάσουν το Μνημόνιο «προληπτική συμφωνία στήριξης» και τη διαχείριση της φτώχειας «έξοδο από την κρίση»; Το μαγικό ραβδάκι της Σταχτοπούτας δεν περίμενε ούτε το ρολόι των προεδρικών εκλογών.
Ας δούμε τι δήλωσε χθες από το Μιλάνο ο Σαμαράς: «Δεν πρέπει το πολιτικό ρίσκο που ορισμένοι προκαλούν να θέσει σε κίνδυνο την πορεία της χώρας. Και η έξοδός μας από την κρίση θα είναι πολύ πιο γρήγορη και ασφαλής, αν είμαστε ενωμένοι, ιδιαίτερα τους επόμενους μήνες». Πώς απάντησε το Τμήμα Οικονομίας του ΣΥΡΙΖΑ; «Οι αγορές συμπεριφέρθηκαν έτσι και η αρνητική πορεία των δεικτών ξεκίνησε λόγω των διαρροών του “τέλους του Μνημονίου” από το Μαξίμου»! Και συνεχίζει διαβεβαιώνοντας ότι «μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα αποτελέσει παράγοντα σταθερότητας για την Ελλάδα και την Ευρώπη […] αλλάζοντας την οικονομική πολιτική […] στο πλαίσιο ενός συνολικού ευρωπαϊκού σχεδίου για την αντιμετώπιση του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους και τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης».
Γίνεται σαφές το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθούν κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ τους επόμενους μήνες και μέχρι τις –πιθανές– εκλογές του Μαρτίου. Αποκήρυξη του «πολιτικού ρίσκου» για να μην επανέλθουν τα ελλείμματα. Και «πολιτικό ρίσκο» στην κυρίαρχη γλώσσα σημαίνει αποφυγή κάθε σοβαρής προσπάθειας για κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα, εξαφάνιση κάθε φωνής που θα ζητάει μια άλλη πορεία έξω από τις αγορές, τα Μνημόνια και το χρέος. Και ο καβγάς θα γίνεται για το ποιος είναι ο καλύτερος εγγυητής της ομαλής πορείας και ποιος θα έχει το πάνω χέρι στη διαπραγμάτευση-ανέκδοτο με τους τραπεζίτες και τους γύπες της Κομισιόν και του ΔΝΤ.
Πώς θα απαντήσει σε αυτή την κατάσταση το κίνημα, η αντικαπιταλιστική Αριστερά και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Καταρχήν με την ξεκάθαρη τοποθέτηση ότι μέσα στη φυλακή των αγορών, της ΕΕ, του ΔΝΤ, των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και των δρακόντειων κανόνων του Δημοσιονομικού Συμφώνου της ΕΕ δεν μπορεί να υπάρχει σωτηρία. Να σπάσουμε το «πλαίσιο», να ελευθερωθούμε από τη δικτατορία του χρέους, της επιτήρησης και του εργασιακού μεσαίωνα πρέπει να είναι το σύνθημά μας, η σημαία κάθε αγώνα που αναπτύσσεται. Ενισχύουμε κάθε ρωγμή αντίστασης που ξεπροβάλλει, επιδιώκουμε την πολιτικοποίησή της με βάση το αντικαπιταλιστικό, αναγκαίο πρόγραμμα, τη μόνη ρεαλιστική πολιτική διέξοδο από τη μνημονιακή κόλαση.
Δεύτερο, με την ανάδειξη των δυνατοτήτων για ικανοποίηση του συνόλου των σύγχρονων αναγκών, με βάση την παραγωγικότητα της εργασίας και τον πραγματικό πλούτο που παράγουμε. Δεν μπορεί το 1% του ελληνικού πληθυσμού να κατέχει το 56% του ΑΕΠ (σύμφωνα με πρόσφατα στατιστικά στοιχεία). Κάνουν τεράστια ζημιά στην Αριστερά και ρίχνουν νερό στο μύλο της εθνικής μεταμνημονιακής συμφωνίας (το νέο αντιδραστικό συμβόλαιο της εποχής μας) οι αντιλήψεις που κάνουν πολιτική γραμμή τη ζητιανιά και τη διαπραγμάτευση των όρων εξαθλίωσης του λαού. Το ερώτημα είναι, αν θα τα βάλουμε με τους «δεσμοφύλακες» και όχι αν, εντός αυτής της φυλακής, εκλιπαρούμε τη δεξιά ή αριστερή εκδοχή της ελεημοσύνης.
Οι μειωμένες προσδοκίες στους εργαζόμενους δεν καλλιεργούνται μόνο από το ΣΥΡΙΖΑ, που ολημερίς και ολονυχτίς δηλώνει ότι «δεν μπορούμε», δεν υπάρχει εναλλακτική λύση πέρα από τη διαπραγμάτευση με τους βασανιστές μας. Αναπαράγονται και από το ΚΚΕ, που έχει γίνει το κόμμα της χαμηλής πτήσης και όχι το κόμμα του «παντός καιρού», αφού κατηγορώντας το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και την τακτική της ανατροπής ως ενσωματώσιμα δικαιολογεί –και δραπετεύει!– με την πολιτική πάλη για τους βασικούς στόχους-κρίκους, με επιμέρους συνδικαλιστικά αντάρτικα και κλιμάκωση μέσω συλλαλητηρίων. Αλλά και από τμήματα της αντικαπιταλιστικής και αντιϊμπεριαλιστικής Αριστεράς εκφράζονται αντιλήψεις που ξαναβάζουν το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα στο χρονοντούλαπο, «αφού είναι για μετά», ενώ τώρα ο κόσμος νοιάζεται για την επιβίωσή του. Τώρα, που η μαζική φτωχοποίηση, ανεργία και απογείωση της εκμετάλλευσης επιβάλλουν την προβολή των αντικαπιταλιστικών λύσεων, αυτές μετατίθενται γι’ αργότερα, αφού επί του παρόντος επιβάλλεται η προσγείωση στη διαχείριση της φτώχειας.
Τρίτο, με εκείνη τη γραμμή στο κίνημα και τους φορείς του, σωματεία, συνελεύσεις, επιτροπές αγώνα, συντονισμούς, για αποφάσεις και αγώνες που δεν θα διστάζουν να τα βάζουν στα ίσα συνολικά με το μαύρο μέτωπο. Αυτή η συζήτηση αφορά τον εργαζόμενο και τον υπάλληλο, το πολιτικό εργατικό κίνημα, και δεν είναι υπόθεση των κομμάτων, όπως συχνά αναφέρεται.
Τέταρτο με τη μετωπική συσπείρωση της αντιΕΕ, αντικαπιταλιστικής και αντιϊμπεριαλιστικής Αριστεράς σε πρωτοβουλίες και αγώνα για την ανατροπή του μαύρου μετώπου ΕΕ-ΔΝΤ-επιχειρηματιών και της κυβέρνησης. Όλων των μνημονιακών νόμων, με το κάλεσμα σε μαζική απειθαρχία και ξεσηκωμό απέναντι σε οποιοδήποτε άλλο αντιλαϊκό μέτρο.
Πρώτος σταθμός η κινητοποίηση ενάντια σε κυβέρνηση – τρόικα στις 6 Νοέμβρη, όπου θα συμπαραταχτούν αγωνιζόμενοι φοιτητές, σωματεία, άνεργοι και τοπικές συλλογικότητες. Και με ένα συγκροτημένο σχέδιο αγωνιστικής κλιμάκωσης μέσα στον Νοέμβρη, όπου όπως όλα δείχνουν η πολιτική διαπάλη θα οξυνθεί και η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να νομοθετήσει νέο μπαράζ αντεργατικών προαπαιτούμενων.