της Κατερίνας Σταυρούλα
Σε αντάρτικο απέναντι στη γραμμή της μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών προχώρησαν Γαλλία και Ιταλία, διαφυλάσσοντας το δικαίωμά τους να αποφασίζουν για τους προϋπολογισμούς τους – τουλάχιστον για το ύψος του ελλείμματος.
Εμείς αποφασίζουμε τον προϋπολογισμό». Αυτή ήταν η μάλλον αυτονόητη απάντηση του πρωθυπουργού της Γαλλίας Μανουέλ Βαλς στις φήμες που βρίσκονταν σε εξέλιξη τις προηγούμενες μέρες σύμφωνα με τις οποίες ο προϋπολογισμός της χώρας δεν θα γινόταν αποδεκτός από την Κομισιόν. Ο γαλλικός προϋπολογισμός του 2015 υπερψηφίστηκε με οριακή πλειοψηφία σε πρώτη ανάγνωση από τη γαλλική Εθνοσυνέλευση την εβδομάδα που πέρασε, ενώ οι προβλέψεις του είχαν δημιουργήσει ήδη ζήτημα τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και παρά το γεγονός ότι η γαλλική πολιτική σκηνή παραμένει διχασμένη με σχεδόν 60 βουλευτές να απέχουν από την ψηφοφορία, εκ των οποίων 39 είναι μέλη του Σοσιαλιστικού Κόμματος που τάσσονται υπέρ της αλλαγής στην κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, η στάση της κυβέρνησης Ολάντ απέναντι στις παρεμβάσεις της Γερμανίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν αυστηρή.
«Δεν γίνεται έτσι. Η Γαλλία θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται με σεβασμό. Είναι μια μεγάλη χώρα» δήλωσε ο γάλλος πρωθυπουργός, απορρίπτοντας τις εικασίες σύμφωνα με τις οποίες η Κομισιόν θα ζητούσε αναθεώρηση του γαλλικού προϋπολογισμού. Πέτρα του σκανδάλου για την Κομισιόν ήταν η μη συμμόρφωση της Γαλλίας στο όριο 3% που προβλέπει η ΕΕ για το έλλειμμα των κρατών μελών της. Το σχέδιο του γαλλικού προϋπολογισμού προβλέπει ένα έλλειμμα της τάξης του 4,3% του ΑΕΠ το 2015, παρότι το Παρίσι είχε προηγουμένως δεσμευτεί να το μειώσει σε 3% φέτος, αναβάλλοντας τρίτη φορά το στόχο αυτό, με ορίζοντα πλέον το 2017. Η κίνηση αυτή θεωρείται από τον Φρανσουά Ολάντ απολύτως δικαιολογημένη απέναντι στους χαμηλούς δείκτες ανάπτυξης και τον χαμηλό πληθωρισμό που μαστίζει την ευρωζώνη. Ταυτόχρονα βέβαια ο προϋπολογισμός περιλαμβάνει πρωτοφανή μείωση των δημόσιων δαπανών με περικοπές ύψους 21 δισ. ευρώ.
Η πορεία προς την ψήφιση του γαλλικού προϋπολογισμού είχε ήδη φέρει την Άνγκελα Μέρκελ αντιμέτωπη με τις επιλογές του Φρανσουά Ολάντ. Σκληρά υπερασπιζόμενη τους οικονομικούς περιορισμούς της ευρωζώνης η γερμανίδα καγκελάριος είχε φροντίσει από την προηγούμενη εβδομάδα να σηκώσει τους τόνους απέναντι σε Γαλλία και Ιταλία αμέσως μετά την κατάθεση των προϋπολογισμών τους. «Όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποδεχτούν πλήρως τους ενισχυμένους κανόνες» δήλωνε την προηγούμενη εβδομάδα η καγκελάριος ενώπιον του γερμανικού κοινοβουλίου, επιμένοντας πως μόνον όταν οι κανόνες της ευρωζώνης αντιμετωπίζονται με σεβασμό μπορούν να εκπληρώσουν το ρόλο τους σαν την «κεντρική άγκυρα για σταθερότητα και, πάνω απ’ όλα, εμπιστοσύνη στο εσωτερικό της Ευρωζώνης».
Η παρέμβαση της Γερμανίας στην οικονομική πολιτική της Γαλλίας ήταν αυτή που κατάφερε να συσπειρώσει όλη τη γαλλική κυβέρνηση πίσω από το δικαίωμά της να αποφασίσει για τον προϋπολογισμό της χώρας. «Η επανεκκίνηση της ανάπτυξης είναι ο καλύτερος τρόπος σταθεροποίησης των αγορών» έσπευσε να δηλώσει ο Φρανσουά Ολάντ. Ακολούθησε και η κυβέρνηση της Ιταλίας με την άμεση απάντηση του Ματέο Ρέντσι: «Η Ευρώπη πρέπει να αναλογιστεί περισσότερο την κατάσταση: η κρίση δεν έχει επιλυθεί, είναι διεθνής, είναι θέμα εμπιστοσύνης». Ο ιταλικός προϋπολογισμός προβλέπει έλλειμμα λίγο χαμηλότερο από 3% —σε αντίθεση με τον γαλλικό— όμως οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θεωρούνται ανεπαρκείς με βάση τα ευρωπαϊκά κριτήρια.
Το τεταμένο πολιτικό κλίμα ακολούθησε η αποστολή επιστολών από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε πέντε χώρες της ευρωζώνης με αφορμή τους προϋπολογισμούς τους: Γαλλία, Ιταλία, Αυστρία, Σλοβενία και Μάλτα. Την είδηση αποκάλυψε στην ουσία η ιταλική κυβέρνηση η οποία αποφάσισε να δώσει στη δημοσιότητα την επιστολή του Επιτρόπου Οικονομικών Υποθέσεων Γιούρκι Κατάινεν λίγες ώρες πριν από την έναρξη της συνόδου κορυφής. Η επιστολή αφορούσε τον ιταλικό προϋπολογισμό, με την Κομισιόν να δίνει περιθώριο το τέλος της εβδομάδας που πέρασε, να ζητά από τη Ρώμη να της εξηγήσει τους λόγους της δημοσιονομικής απόκλισης και να ρωτά τι σκοπεύει να κάνει για να τηρήσει τους κανονισμούς.
Η δημοσιοποίηση της επιστολής εξόργισε τον Ζοσέ Μανουέλ Μπαρόζο, ο οποίος δεν άργησε να απαντήσει. «Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν βλέπει θετικά αυτή τη δημοσιοποίηση, διότι επί του παρόντος διεξάγουμε ανεπίσημες συζητήσεις με διάφορες κυβερνήσεις. Πιστεύουμε ότι είναι προτιμότερο να γίνονται αυτού του είδους οι συζητήσεις σε ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης» δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε. «Έχουμε τη νομική υποχρέωση να ενημερώνουμε τις κυβερνήσεις, όταν υπάρχουν αμφιβολίες όσον αφορά τη συμμόρφωση των προϋπολογισμών τους με τους (ευρωπαϊκούς) κανονισμούς» εξήγησε.
Μετά τη δημοσιοποίηση από την Ιταλία ήρθε η σειρά της Γαλλίας να επιβεβαιώσει ότι έλαβε αντίστοιχη επιστολή. «Είναι μια πολύ συνηθισμένη επιστολή», σύμφωνη «με τη διαδικασία, […] η οποία δεν έχει μεγάλη σημασία πέραν του ότι ζητούνται ορισμένες πληροφορίες και διευκρινίσεις» δήλωσε ο Ολάντ από τη σύνοδο κορυφής των Βρυξελλών χαμηλώνοντας τους τόνους της αντιπαράθεσης.
Την ίδια στιγμή όμως οι χειρισμοί της γαλλικής κυβέρνησης οδηγούν και την Άνγκελα Μέρκελ σε υποχώρηση σε σχέση με τις θέσεις και την παρέμβασή της στον γαλλικό προϋπολογισμό. Σύμφωνα με δημοσίευμα του γερμανικού περιοδικού Σπίγκελ η Γερμανία και η Γαλλία διαπραγματεύονται πλέον στο παρασκήνιο συμφωνία η οποία θα επιτρέψει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εγκρίνει το σχέδιο προϋπολογισμού του Παρισιού για το 2015. Η γραπτή συμφωνία φαίνεται πως θα έχει αποτέλεσμα έναν λεπτομερή οδικό χάρτη για τη μείωση του δημόσιου ελλείμματός της και την προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων τον οποίο θα παρουσιάσει η Γαλλία στην Κομισιόν.
Κι ενώ φαίνεται πως κι αυτή τη φορά ο μη ισοσκελισμένος γαλλικός προϋπολογισμός θα παραβεί τους ευρωπαϊκούς κανόνες, η «επιτυχία» της κυβέρνησης Ολάντ δεν αφορά τους γάλλους εργαζόμενους. Μιας και σαν αντάλλαγμα στην ευρωπαϊκή ελαστικότητα η γαλλική κυβέρνηση προσφέρει περαιτέρω απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων στη χώρα, φτάνοντας στο σημείο ακόμα και να ελαφρύνει τις αυστηρές ποινές της γαλλικής δικαιοσύνης για τους εργοδότες που παραβαίνουν την εργατική νομοθεσία.