της Ειρήνης Γαϊτάνου
Η προηγούµενη εβδοµάδα χρωµατίστηκε σε ευρωπαϊκό επίπεδο από τις κινήσεις των σοσιαλδηµοκρατών πρωθυπουργών σε Ιταλία και Γαλλία. Αφενός ο ιταλός Ματέο Ρέντσι, ο οποίος µε την εκλογή του µόλις ένα εξάµηνο πριν, τον Φλεβάρη του 2014, είχε παρουσιαστεί ως εκφραστής ενός µοντέλου διαχείρισης που θα τηρούσε αποστάσεις από το νεοφιλελευθερισµό και θα βασιζόταν στην ανάπτυξη, ανακοίνωσε τη λήψη µιας σειράς επιθετικών, βίαια αντιλαϊκών µέτρων. Κατά βάση ανακοίνωσε ένα «διάταγµα για την εργασία» που περιλαµβάνει την πλήρη καταστρατήγηση των εργασιακών δικαιωµάτων, ένταση της επισφάλειας, διάλυση των συλλογικών συµβάσεων και απελευθέρωση των απολύσεων (µε τις ευχές της Συνοµοσπονδίας Βιοµηχάνων). Από την άλλη ο γάλλος Φρανσουά Ολάντ, µετά την πρόσφατη αποποµπή των τριών υπουργών του εξαιτίας της κριτικής τους στις πολιτικές λιτότητας και την ταύτιση της Γαλλίας µε τη γερµανική στρατηγική, παραχώρησε συνέντευξη Τύπου όπου δήλωσε «πρόθυµος και έτοιµος να προωθήσει περισσότερο τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από κοινού µε τη Γερµανία». Παράλληλα, είναι αυτοί οι ίδιοι δύο ηγέτες που σε κοινή συνέντευξη Τύπου στο Παρίσι, πριν από δέκα µέρες, ανακοίνωναν ότι «η πρώτη πρόκληση για τους επόµενους µήνες» είναι Γαλλία και Ιταλία «να αλλάξουν την Ευρώπη µαζί». Πρώτη τους κοινή κίνηση η επ’ αόριστον αναβολή του έκτακτου Ευρωπαϊκού Συµβουλίου Κορυφής µε θέµα την καταπολέµηση της ανεργίας και την τόνωση της απασχόλησης, που θα γινόταν στις αρχές Οκτωβρίου.
Το ερώτηµα λοιπόν που διαµορφώνεται αφορά το ρόλο που καλείται να παίξει η σοσιαλδηµοκρατία στην ΕΕ εν µέσω κρίσης. Σήµερα εξάλλου έχει αναπτυχθεί µεγάλος διάλογος γύρω από τη δυνατότητα ανάδυσης µιας σοσιαλδηµοκρατικής διαχείρισης νέου τύπου, που θα περιλαµβάνει ένα υποτιθέµενο νέο κοινωνικό συµβόλαιο. Πάρα πολλοί οικονοµολόγοι και άλλοι έχουν υπογραµµίσει την αδυναµία επαναφοράς τέτοιων λύσεων. Αν ο κεϊνσιανισµός περιγράφει έναν τρόπο διαχείρισης και ανάκαµψης της καπιταλιστικής οικονοµίας µέσω της προώθησης της δηµόσιας ζήτησης, η σηµερινή κρίση, που χαρακτηρίζεται βασικά από χαµηλή κερδοφορία και χαµηλό ρυθµό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, και όχι από ελλιπή ζήτηση, δεν θα µπορούσε να αντιµετωπιστεί µε τέτοιες στρατηγικές από την πλευρά του κεφαλαίου. Οι ίδιες οι κεϊνσιανές πολιτικές της «χρυσής τριαντακονταετίας», οι ρίζες των οποίων εντοπίζονται στη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, εγκαταλείφθηκαν ήδη από τη δεκαετία του 1970, ακριβώς στο έδαφος της κρίσης που ξεσπούσε τότε. Αυτό που ακολούθησε ήταν η γνωστή στρατηγική του νεοφιλελευθερισµού, µε θιασώτες τον Ρ. Ρέιγκαν στις ΗΠΑ και τη Μ. Θάτσερ στην Ευρώπη.
Σε ό,τι αφορά την πολιτική έκφραση του κεϊνσιανισµού, δηλαδή της σοσιαλδηµοκρατίας, ήδη µετά την πτώση των καθεστώτων της ΕΣΣ∆ και την επέλαση του νεοφιλελευθερισµού τη δεκαετία του 1990, αυτή υιοθέτησε και εφάρµοσε σχεδόν ολοκληρωτικά τις κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες στρατηγικές, σε µια περίοδο σχετικής πολιτικής και οικονοµικής σταθερότητας, κι ενώ το κοινωνικό και εργατικό κίνηµα βρισκόταν σε ύφεση. Με την έναρξη της κρίσης ωστόσο τα διάφορα σοσιαλδηµοκρατικά κόµµατα στην Ευρώπη επιχείρησαν να αρθρώσουν µια αυτοτελή πολιτική στρατηγική. Εκεί εγγράφονται οι γλαφυρές εξαγγελίες του Παπανδρέου το 2009 (ως προέδρου της Σοσιαλιστικής ∆ιεθνούς) ότι «λεφτά υπάρχουν». Τότε η Σοσιαλιστική ∆ιεθνής διακήρυσσε ότι για την κρίση ευθύνεται ο ακραίος νεοφιλελευθερισµός και η απουσία πολιτικού ελέγχου στο χρηµατοπιστωτικό σύστηµα, και συγκροτούσε µια επιτροπή σοφών, µε έργο τη θεµελίωση µιας νέας πρότασης της σοσιαλδηµοκρατίας, ενάντια στην «ανεξέλεγκτη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς» και «την τεράστια συγκέντρωση πλούτου και εξουσίας».
Από τότε φυσικά, αν και µόλις µια πενταετία πριν, πολύ νερό έχει κυλήσει στο αυλάκι. Τα κόµµατα της πάλαι ποτέ σοσιαλδηµοκρατίας πρωταγωνίστησαν σε πολλές χώρες της ΕΕ στην επιβολή ακραίων νεοφιλελεύθερων κατευθύνσεων, ενώ σε πολλές περιπτώσεις κλήθηκαν να διαχειριστούν την ένταξη στους µηχανισµούς των µνηµονίων και της τρόικας (κατεξοχήν στο Νότο). Κι όµως η εκλογή τους πολλές φορές ντύθηκε µε κοστούµια «αλλαγής και ελπίδας». Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που παρουσιάστηκε η εκλογή του Φρανσουά Ολάντ στη Γαλλία την άνοιξη του 2012. Από τη µεν Σοσιαλιστική ∆ιεθνή παρουσιάστηκε σαν ενσάρκωση της αλλαγής σε προοδευτική κατεύθυνση, ενώ µεγάλα κοµµάτια της ρεφορµιστικής Αριστεράς επένδυσαν σε µια υποτιθέµενη στροφή σε επίπεδο οργάνων αλλά και πολιτικών στρατηγικών στην ΕΕ. Και στο εσωτερικό ο ΣΥΡΙΖΑ µέσω της Αυγής έβλεπε «άνεµο της αλλαγής» να φυσάει στην Ευρώπη, ενώ στήριξε µεγάλο µέρος της προεκλογικής του εκστρατείας και της δυνατότητας «διαπραγµατεύσεων» µε την ΕΕ στην εκλογή Ολάντ.
Η πραγµατικότητα βέβαια τους διέψευσε οικτρά. Η κυβέρνηση Ολάντ εφάρµοσε πολιτικές σκληρής λιτότητας, η ανεργία εκτινάχθηκε σε ποσοστά άνω του 10% για πρώτη φορά αγγίζοντας άνω των 3,5 εκατ. ατόµων, ενώ µεγάλα τµήµατα του πληθυσµού στη Γαλλία φτωχοποιούνται ραγδαία. Παράλληλα, ο πολιτικός που «θα σήκωνε το ανάστηµά του στη Μέρκελ» υποτάχθηκε πλήρως στη στρατηγική του Βερολίνου. Πρόσφατα η κριτική του υπουργού Βιοµηχανίας Αρνό Μονµπούρ στις στρατηγικές λιτότητας και τις γερµανικές πολιτικές επέφερε την αντικατάσταση τόσο του ίδιου όσο και υπουργών που συµµερίζονταν παρόµοιες απόψεις. Ο αντικαταστάτης του µάλιστα είναι ο 35χρονος Εµ. Μακρόν, πρώην τραπεζίτης σε αµερικάνικη πολυεθνική επενδυτικών δραστηριοτήτων (επιλογή εξαιρετικά συµβολική στην κατεύθυνση χρηµατιστικοποίησης της οικονοµίας). Ο Μακρόν αντιτάχθηκε ξεκάθαρα σε οποιαδήποτε στοιχειωδώς φιλολαϊκή διακήρυξη της κυβέρνησης Ολάντ µε το διορισµό του, και η επιλογή του θεωρείται ξεκάθαρο µήνυµα της πορείας που σκοπεύει να ακολουθήσει ο γάλλος πρόεδρος. Αυτό που ακολούθησε ήταν η εξαγγελία του λεγόµενου Συµφώνου Υπευθυνότητας, που περιλαµβάνει περικοπές στη φορολογία των µεγάλων επιχειρήσεων και παράλληλα στις κοινωνικές δαπάνες στη χώρα όπου κατά τα άλλα θεµελιώθηκε η έννοια του κράτους πρόνοιας. Μέσα σε δύο χρόνια, από «ενσάρκωση της ελπίδας» ο Ολάντ έγινε ο πλέον ανεπιθύµητος πολιτικός, καθώς σε δηµοσκοπήσεις (η τελευταία πριν από δύο βδοµάδες ήταν του Ινστιτούτου IFOP) ένα ποσοστό σταθερά άνω του 62% επιθυµεί την πρόωρη αποχώρησή του, ενώ καταγράφει ιστορικά χαµηλά ποσοστά δηµοτικότητας.
Σε µια σειρά χώρες λοιπόν ήταν σοσιαλδηµοκρατικές κυβερνήσεις αυτές που επέβαλλαν και υλοποίησαν τις µνηµονιακές στρατηγικές, το οποίο έχει µεγάλη σηµασία για τα πολιτικά συµπεράσµατα γύρω από το ρόλο της σοσιαλδηµοκρατίας σήµερα. Φυσικά, πρέπει να αποφύγουµε απλουστευτικές και εργαλειακές προσεγγίσεις. ∆εν µιλάµε για µια εξαρχής προσεκτικά σχεδιασµένη τακτική, µε βάση την οποία θα ήταν ευκολότερο για σοσιαλδηµοκρατικές κυβερνήσεις να επιβάλουν τα µέτρα ακραίας λιτότητας, όσο κι αν πιθανότατα αντίστοιχες συντηρητικές κυβερνήσεις θα συναντούσαν πιο σθεναρές αντιστάσεις. Οι εξελίξεις όµως δεν ακολουθούν γενικά κι αόριστα σχέδια, αλλά καθορίζονται από µια πορεία στην οποία καθοριστικό ρόλο παίζει η ανάπτυξη της ταξικής πάλης και των κοινωνικών αγώνων. Ούτε αντίστοιχα οι παραπάνω διαπιστώσεις αναιρούν ότι αναπτύσσονται ενδοαστικές αντιθέσεις και αντιφάσεις. Ο ίδιος ο κεϊνσιανισµός, χωρίς φυσικά αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά, αποτελούσε µια στρατηγική αντιµετώπισης της κρίσης στη δεδοµένη συγκυρία, από τη σκοπιά του κεφαλαίου. Η σοσιαλδηµοκρατία αποτελούσε τότε το πολιτικό όχηµα επιβολής της στρατηγικής αυτής. Σήµερα δεν υπάρχουν ούτε οι πολιτικοί ούτε οι κοινωνικοοικονοµικοί όροι για µια τέτοια διαχείριση. Κι όµως ο ΣΥΡΙΖΑ, µέσω και των πρόσφατων δηλώσεων του Αλ. Τσίπρα στη ∆ΕΘ, φαίνεται να βασίζει την πολιτική του πρόταση στη σύµπλευση µε την «ανερχόµενη τάση» στην ΕΕ, εκφρασµένη από την ΕΚΤ, τον Ντράγκι και τις συµµαχίες Ολάντ-Ρέντσι, και προτάσσει την «ανάπτυξη». Στην πραγµατικότητα, τα σοσιαλδηµοκρατικά κόµµατα έχουν συστρατευτεί µε εντυπωσιακά ενιαίο τρόπο στο άρµα του νεοφιλελευθερισµού, σε σηµείο που µπορούµε να µιλάµε για δοµική µεταλλαγή.
Τι αφήνει πίσω της λοιπόν η µεταλλαγή αυτή; Προς το παρόν, ηγεµονεύει η συντηρητικοποίηση. Άνοδος της Ακροδεξιάς και της φασιστικής ∆εξιάς (είναι χαρακτηριστικά τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσµατα σε Σουηδία και Νορβηγία, αλλά και η ραγδαία άνοδος της Λεπέν στη Γαλλία), φιλί ζωής στη ∆εξιά (ήδη ο Σαρκοζί σαν άταφος νεκρός επανήλθε στη Γαλλία εξαγγέλλοντας τη «µεγάλη πορεία επανόδου του») καθώς και η συνολική κατάρρευση των πολιτικών εκπροσωπήσεων. Αυτή η κατάρρευση βέβαια και η αδυναµία συγκρότησης ηγεµονικών στρατηγικών από την πλευρά του κεφαλαίου, που θα ενσωµατώνουν ευρύτερα λαϊκά στρώµατα, εγκυµονούν και τις αντίθετες δυνατότητες: αυτές της άρθρωσης µιας αντικαπιταλιστικής στρατηγικής η οποία θα αναδεικνύει έµπρακτα τα πραγµατικά αδιέξοδα της αστικής στρατηγικής σήµερα και τη φενάκη της επιστροφής στην πρότερη κατάσταση και θα χαράζει µε συγκεκριµένο τρόπο τη δυνατότητα ενός άλλου δρόµου, του µόνου τελικά εγγυητή της ανατροπής της σηµερινής κυρίαρχης βαρβαρότητας.