της Αρχοντούλας Βαρβάκη
Το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, εφαρμόζοντας το νόμο 4009/2011, απειλεί να διαγράψει την 31η του Αυγούστου όσους «λιμνάζοντες φοιτητές δεν έχουν επιδείξει τα τελευταία δύο ακαδημαϊκά έτη ενδιαφέρον για την ολοκλήρωση των σπουδών τους συμμετέχοντας στις εξεταστικές διαδικασίες», ενώ «προσφέρει» δύο ακόμα εξεταστικές περιόδους σε όσους από αυτούς συμμετείχαν στις εξετάσεις κατά τα δυο τελευταία ακαδημαϊκά έτη. Ως «λιμνάζοντες» το υπουργείο ορίζει τους φοιτητές που ξεκίνησαν τις σπουδές τους πριν από το 2003, το 2001 και το 1999 σε σχολές τετραετούς, πενταετούς και εξαετούς φοίτησης αντίστοιχα. Πρόκειται περίπου για 170.000 φοιτητές, από τους οποίους οι 20.000 είναι οι «προνομιούχοι» που κερδίζουν τις δύο επόμενες εξεταστικές.
Η διαγραφή 170.000 φοιτητών, που δεν κοστίζουν τίποτα στο υπουργείο, καθώς δεν έχουν δικαίωμα σε μειωμένες τιμές εισιτηρίων, συγγράμματα, σίτιση ή στέγαση, πρώτον είναι πράξη συμβολική και δεύτερον κάνει ένα ακόμα βήμα στην προσπάθεια διαμόρφωσης ενός εκπαιδευτικού συστήματος υποταγμένου στις ανάγκες της αγοράς και αδιάφορου για τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας.
Η σχετική ανακοίνωση του γραφείου Τύπου του υπουργείου είναι ξεκάθαρη. Μας πληροφορεί πως η διαγραφή των φοιτητών αυτών συνεπάγεται την ανατροπή της σημερινής «εξευτελιστικής κατάστασης», την «αποκατάσταση της έννοιας του κύκλου σπουδών» και την «αποφυγή μιας σειράς γραφειοκρατικών προβλημάτων αλλά και της αλλοίωσης των στοιχείων που σχετίζονται με το φοιτητικό δυναμικό των πανεπιστημίων και των ΤΕΙ». Το υπουργείο σχεδιάζει ένα πανεπιστήμιο που θα παρουσιάζει αποφοίτους με το πολύ ν+2 χρόνια φοίτησης (όπου ν ο αριθμός των ετών φοίτησης που προβλέπει το πρόγραμμα σπουδών της κάθε σχολής), με μόνο στόχο τη θετική αξιολόγηση της παραγωγικότητάς του αδιαφορώντας για τις ανάγκες των φοιτητών.
Αν σκεφτούμε, για παράδειγμα, πως ο μέσος όρος αποφοίτησης του Τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών είναι 7 χρόνια, δηλαδή μεγαλύτερος του ν+2 κατά ένα χρόνο, καταλαβαίνουμε πως ο στόχος τους υπουργείου είναι σαφής, καθόλου καινούργιος και διπλός. Από τη μία στοχεύει στην τρομοκράτηση του φοιτητικού κινήματος. Το άγχος της διαγραφής στα ν+2 χρόνια, όπως επίσης και η απειλή απώλειας ενός εξαμήνου στην περίπτωση που δεν συμπληρωθούν οι 13 εβδομάδες μαθημάτων, αλλά και ο ορισμός μέγιστου αριθμού επαναλήψεων εξέτασης για το ίδιο μάθημα, που προβλέπονται από το νόμο 4009/2011, στοχεύουν στην πειθάρχηση των φοιτητών σε εντατικούς ρυθμούς σπουδών, στην απομάκρυνσή τους από όποια συλλογική διαδικασία και διεκδίκηση ενάντια στην αντιεκπαιδευτική μεταρρύθμιση και συνεπώς στην προετοιμασία πειθήνιων αυριανών εργαζομένων.
Από την άλλη, το υπουργείο στοχεύει στην όξυνση των ταξικών φραγμών κάνοντας τη φοίτηση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση όλο και πιο δύσκολη για τα παιδιά των κατώτερων οικονομικά στρωμάτων. Τα χρονικά όρια των σπουδών δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο τη φοίτηση όσων αναγκάζονται να δουλέψουν παράλληλα με τις σπουδές τους, ενώ οι παροχές των ιδρυμάτων απέχουν πολύ από το να καλύψουν τις ανάγκες τους. Η υποβάθμιση των μικρών και λίγων φοιτητικών εστιών που υπάρχουν πανελλαδικά είναι συνεχής και το ποσοστό των φοιτητών που στεγάζονται σε εστία είναι πολύ μικρό.
Τα στοιχεία που παρέθεσε η Εφημερίδα των Συντακτών στις 26 Αυγούστου δείχνουν πως τρεις στους τέσσερεις φοιτητές έχουν ξοδέψει 5.000-20.000 ευρώ κατά την προετοιμασία τους για την εισαγωγή τους στα ΑΕΙ. Η παράταση των εξόδων μετά την εισαγωγή τους σε κάποιο ίδρυμα «ρίχνει το νοικοκυριό κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις είναι αδύνατη η συντήρηση του φοιτητή», ο οποίος κινδυνεύει να γίνει «λιμνάζων» για το υπουργείο.
Με ειρωνική μάλλον διάθεση ο νόμος προβλέπει την περίπτωση μερικής φοίτησης για τους εργαζόμενους φοιτητές. Οι φοιτητές αυτοί θα διαγράφονται στα 2ν (αντί ν+2) έτη, αφού θα έχουν αποδείξει ότι εργάζονται για 20 ώρες την εβδομάδα. Το πρόβλημα που παραβλέπει ο νόμος είναι πως η πολύ συνηθισμένη μαύρη εργασία των φοιτητών δεν μπορεί να αποδειχθεί.
Φυσικά αυτό τον ταξικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης τον χτίζουν και οι αλλαγές στις κατώτερες εκπαιδευτικές βαθμίδες. Η στροφή στην τεχνική εκπαίδευση, που εντείνει όσο περισσότερο γίνεται τον γνωστό διαχωρισμό χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, θέλει τους νέους εργαζόμενους ημικαταρτισμένους και δέσμιους της διά βίου μάθησης. Τα σχετικά διαφημιστικά σποτάκια του υπουργείου μας λένε εμμέσως πλην σαφώς πως δεν χρειάζεται να γίνουμε όλοι επιστήμονες. Και, βέβαια, εννοείται πως αυτοί που δεν θα γίνουν επιστήμονες δεν είναι όσοι δεν το θέλουν αλλά όσοι δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στα έξοδα των φροντιστηρίων (απαραίτητο συμπλήρωμα του σχολείου/εξεταστικού κέντρου) και των σπουδών τους.
Το Υπουργείο Παιδείας ψάχνει την αιτία της άσχημης κατάστασης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στους «αιώνιους φοιτητές». Έτσι, θέλει να ξεχάσουμε πως την ευθύνη για την υποβάθμιση της μόρφωσης των νέων τη φέρει η πολιτική αυτής και των προηγούμενων κυβερνήσεων που αποφασίζουν πόσοι και ποιοι θα σπουδάσουν, υποχρηματοδοτούν την παιδεία συνολικά, προωθούν συνεχώς αντιεκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες προσφέρουν κατακερματισμένη γνώση και δίνουν στους ιδιώτες όλο και περισσότερες δυνατότητες παρέμβασης στο εκπαιδευτικό έργο.