του Αλέκου Αναγνωστάκη
Στις 29 του Ιούνη δηµοσιεύτηκε η απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ που αναφέρεται στις «βασικές εκτιµήσεις και συµπεράσµατα από τις Ευρωεκλογές, τις ∆ηµοτικές και Περιφερειακές εκλογές της 18ης και 25ης Μάη 2014». Στις 4.600 λέξεις του εννεασέλιδου κειµένου δεν υπάρχει ούτε µία φορά η φράση «για την ανάγκη βελτίωσης της πολιτικής γραµµής». ∆εν υπάρχει η παραµικρή αναφορά για την «ενότητα δράσης της Αριστεράς» ως ανιχνεύσιµη έστω αναγκαιότητα σε επιµέρους ζητήµατα. Κι αυτό ύστερα µάλιστα από την «αξιοποίηση και ενσωµάτωση του πλούτου των σκέψεων που αναπτύχθηκαν… στις συνεδριάσεις όλων των καθοδηγητικών οργάνων του, τις συσκέψεις και εκδηλώσεις µε φίλους και συνεργαζόµενους µε το Κόµµα». Επιπλέον υπάρχει επαρκής καταγραφή των µετακινήσεων ανάµεσα στα αστικά κόµµατα αλλά δεν εντοπίζεται πουθενά στις δεκατρείς παραγράφους του κειµένου γιατί και ο τρόπος που συνέβη.
Φαίνεται πως, κατά την ηγεσία του ΚΚΕ, τέτοια ζητήµατα δεν τέθηκαν από κανένα οπαδό, µέλος ή φίλο ή αν τέθηκαν είναι ανάξια λόγου καθότι «ο σύντροφος βρίσκεται σε σύγχυση». Ειδικά για τους συνεργαζόµενους, δεν υπάρχει λέξη για την ανάγκη ουσιαστικής συµµετοχής στη χάραξη και όχι µόνο απλώς στην έκφραση γνώµης και κυρίως υλοποίησης της κοµµατικής γραµµής: «Εκτιµάµε ότι χρειάζεται µια πιο συστηµατική στήριξη (!) των συνεργαζοµένων από την ΚΕ και τις ΚΟ, µε σταθερή και µόνιµη επαφή…»
Στην απόφαση τονίζεται πως οι οργανώσεις του ΚΚΕ «ήρθαν σε επαφή µε νέες δυνάµεις […] λαϊκά στρώµατα που παλιότερα ψήφιζαν άλλα κόµµατα». Οι οργανώσεις, τονίζεται, «εντόπισαν ένα τµήµα ψηφοφόρων», προερχόµενο από τους οπορτουνιστές, που «επανήλθε ή ήρθε για πρώτη φορά στο Κόµµα, διότι στην πορεία των εξελίξεων πείστηκε πως το ΚΚΕ είχε δίκιο για τον ΣΥΡΙΖΑ». Αυτή είναι και η µοναδική αναφορά απόσπασης –από τον ΣΥΡΙΖΑ– στρώµατος από την αστική ιδεολογία και υπέρ του ΚΚΕ.
Σε όλο το κείµενο καταγράφεται σωστά πως «συνεχίζεται η διαδικασία φθοράς των δύο κλασικών αστικών κοµµάτων, της Ν∆ και του ΠΑΣΟΚ, που το 2012 βρέθηκαν απότοµα να µην µπορούν να παίξουν τον παραδοσιακό ρόλο της εναλλάξ προώθησής τους στην αστική κυβέρνηση..»
Το γεγονός όµως πως από ένα ρεύµα επιπλέον 600.000 ψηφοφόρων (που προστίθενται στα 2.700.000 του Ιούνη του 2012) που γύρισαν την πλάτη σε Ν∆ και ΠΑΣΟΚ, όχι µόνο δεν «απέσπασε µέρος», αλλά αυτό «διοχετεύτηκε προς τη φασιστική ΧΑ ή σε άλλες εθνικιστικές δυνάµεις, όπως ο ΛΑΟΣ» ή «σε µεγάλο βαθµό ωφελήθηκε το νέο σχήµα του Ποταµιού» αντιµετωπίζεται σαν κάτι σχεδόν αντικειµενικό, σαν γεγονός που αφορά κάποιον τρίτο.
Στην απόφαση ανάµεσα σε εκτιµήσεις που λένε τι δεν εκφράζει («Γενική µας εκτίµηση παραµένει ότι το εκλογικό αποτέλεσµα δεν εκφράζει τάση χειραφέτησης σε αντιµονοπωλιακή – αντικαπιταλιστική κατεύθυνση») λείπει η σαφήνεια για το τι εκφράζει το εκλογικό αποτέλεσµα.
Σωστά επισηµαίνεται πως «µε το εκλογικό αποτέλεσµα καταγράφεται η λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι σε Ν∆ και ΠΑΣΟΚ που άσκησαν την αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική του ευρωµονόδροµου. […] Υπάρχει ρευστότητα, συνολικά το πολιτικό σύστηµα και η επιχειρούµενη αναµόρφωσή του δεν έχουν αποκρυσταλλωθεί ακόµα και βρίσκονται σε εξέλιξη η οποία βασικά οφείλεται στη δυσκολία διαχείρισης. Το συνολικό αποτέλεσµα όµως δεν δείχνει ανατροπή του αντιλαϊκού πολιτικού συσχετισµού». «Ο ΣΥΡΙΖΑ […] παρότι έχει αποκτήσει ερείσµατα σε διεθνούς εµβέλειας κέντρα, αν και έχει περιορίσει τις αντιευρώ κορόνες στελεχών του, […] ακόµα δεν κατόρθωσε να επιλεγεί ως η επόµενη κυβερνητική λύση από σηµαντικά τµήµατα του κεφαλαίου». Επιπλέον, «βήµατα όλο αυτό το χρονικό διάστηµα έγιναν και στην αντιµετώπιση άλλων οπορτουνιστικών σχηµάτων και οµάδων, όπως (σ.σ.: κατά το ΚΚΕ) η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το Σχέδιο Β, και απέδωσαν».
Παρ’ όλα τα παραπάνω που δείχνουν µια εξέλιξη, µια διαπάλη αλλά και επιµέρους επιτυχίες (σε βάρος κυρίως του κατά ΚΚΕ οπορτουνιστικού σύµπαντος), στο τέλος συµπεραίνεται, έτσι κατ’ αντίθεση και αναπόδεικτα, πως «συνολικά υπάρχει πισωγύρισµα στη λαϊκή συνείδηση, µεγαλύτερη συντηρητικοποίηση». Στην ουσία αντιστρέφεται, αναϊεραρχείται, ο στόχος της νικηφόρας αντιµετώπισης των αστικών κοµµάτων, πρωτίστως και κατά κύριο λόγο, και της απόσπασης κοινωνικών δυνάµεων από αυτά – αναδεικνύοντας πρώτη, κατά τον πιο δογµατικό και σεχταριστικό τρόπο, την οπωσδήποτε αναγκαία απόσπαση δυνάµεων από την επίδραση ευκαιριακών και οπορτουνιστικών δυνάµεων, εκεί, στη µάχη και διά της µάχης κατά της αντίδρασης.
Αυτή η λογική έχει συνέπεια τη µη καθοριστικής σηµασίας ερµηνεία των αιτίων της διαρκούς στασιµότητας και της αιώνιας περιπλάνησης των λαϊκών δυνάµεων αναµεταξύ των αστικών κοµµάτων (παλιών και νέων) και ανάµεσα στα αστικά και τα οπορτουνιστικά κόµµατα.
Αντίθετα µάλιστα, επαναφέρει τη µονοτονία της «ανεπάρκειας κατανόησης» τής a priori ορθής κοµµατικής γραµµής: «Χρειάζεται όµως να κατανοηθεί επαρκώς ότι το ενιαίο της µάχης έχει να κάνει κυρίως µε το περιεχόµενο, που συµπυκνώνεται στο στόχο για ισχυρό ΚΚΕ παντού, για ανασυγκρότηση του εργατικού – λαϊκού κινήµατος παντού, προώθηση της κοινωνικής λαϊκής συµµαχίας παντού, για τη διέξοδο από την κρίση σε όφελος του λαού, µε την προβολή της αντικαπιταλιστικής, αντιµονοπωλιακής γραµµής».
Κι έτσι ανερµήνευτα, αµήχανα και µουδιασµένα, η ΚΕ του ΚΚΕ προετοιµάζει για τον επερχόµενο κίνδυνο: «…δεν πρέπει να περάσει η παραµικρή αυταπάτη, να µην οδηγήσει σε καµία επανάπαυση το γεγονός ότι η εκλογική αυτή επιρροή του Κόµµατος, όπως εκφράστηκε στις ευρωεκλογές, είναι παγιωµένη, εξασφαλισµένη, δεδοµένη. Η επίδραση του οπορτουνισµού, της σοσιαλδηµοκρατίας, η λογική της κυβερνητικής αστικής διαχείρισης θα συνεχίζουν να δυσκολεύουν τον απεγκλωβισµό δυνάµεων από αυταπάτες και δήθεν εύκολες λύσεις».
Το πρόβληµα δηλαδή που από καιρό τίθεται προς λύση για την κοµµουνιστική Αριστερά εσωτερικεύεται σαν άλυτο και επιστρέφεται σαν προειδοποίηση και πιθανό ενδεχόµενο µιας κατά τα άλλα σωστής γραµµής η οποία µε αυτοπεποίθηση και επιτυχώς όφειλε να το αντιµετωπίζει.