Στην αντικαπιταλιστική Αριστερά δεν αναλογεί η απαξίωση της LGBTQ κοινότητας και των πρακτικών της. Αναλογεί να ακούσει όσα έχουν να πουν τα ίδια τα υποκείμενα και η κοινότητα, να απαιτήσει την ικανοποίηση των δίκαιων αιτημάτων τους και να στηρίξει την πάλη ενάντια σε κάθε μορφή καταπίεσης και διάκρισης.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΑΪΤΑΝΟΥ,
ΕΙΡΗΝΗ ∆ΑΦΕΡΜΟΥ,
ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΦΑΛΛΗΝΟΥ
Τα τελευταία χρόνια έχει ανοίξει εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ο διάλογος γύρω από τα ζητήµατα φύλου και σεξουαλικού προσανατολισµού, αναβαθµισµένα σε σχέση µε το παρελθόν. Καταλυτικό ρόλο έχει παίξει η συγκρότηση των σχετικών οµάδων (Γυναικών και LGBTQ), και η παρέµβασή τους στο κίνηµα. Θεωρούµε εξαιρετικά θετική εξέλιξη το γεγονός ότι η συζήτηση αυτή διεξάγεται, και κρίνουµε αναγκαίο να βαθύνει ακόµη περισσότερο το επόµενο διάστηµα µε συγκεκριµένες πρωτοβουλίες. Ο διάλογος αυτός συνεχίστηκε µε τα κείµενα του συντρόφου Κώστα Μάρκου στο Πριν (η δεύτερη εκδοχή αναθεωρηµένη και προσεκτικότερα επεξεργασµένη), στα οποία εξέφρασε µια σειρά προσωπικών προβληµατισµών. Ως µέλη των παραπάνω οµάδων, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του ΝΑΡ, θα θέλαµε να τοποθετηθούµε κι εµείς γύρω από τα ζητήµατα που ανοίγουν τα άρθρα σε µια προσπάθεια συµβολής.
Εντάσσοντας το διάλογο αυτό στα συµφραζόµενά του και στην αντίστοιχη συζήτηση εντός της Αριστεράς, εντοπίζουµε τη σταθερή υποτίµηση και αποσιώπηση των αντίστοιχων ζητηµάτων υπό δύο σκοπιές: Η πρώτη σαν αποτέλεσµα της αναπαραγωγής και εµπέδωσης µιας συντηρητικής αντίληψης γύρω από θέµατα σεξουαλικότητας, φύλου και σεξουαλικού προσανατολισµού, παράγωγο του συντηρητισµού της ελληνικής κοινωνίας ιστορικά αλλά και σήµερα. (Η συνθηµατολογική φράση «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» συµπυκνώνει τις κυρίαρχες κοινωνικές αντιλήψεις που τροφοδότησαν την αναπαραγωγή των κυρίαρχων ρόλων και των έµφυλων στερεοτύπων και του αντίστοιχου καταµερισµού εργασίας, ιδωµένες µάλιστα σαν «φυσική» κατάσταση). Εντός αυτού του πλαισίου τµήµατα της ελληνικής Αριστεράς αντιµετώπισαν τα ζητήµατα σεξουαλικότητας ως ταµπού, ανάγοντάς τα στη σφαίρα του «προσωπικού», ενώ αρκετές φορές αναπαρήγαγαν, ρητά ή άρρητα, σεξιστικές πρακτικές και λόγο. Η δεύτερη σκοπιά σχετίζεται µε την τάση ευθύγραµµης υπαγωγής όλων των αντιθέσεων στην κυρίαρχη αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας και στιγµατισµού όλων των άλλων κινηµάτων σαν «µικροαστικών». Είναι σαφές ότι η οριστική αναίρεση των έµφυλων στερεοτύπων και ταυτοτήτων, η άρση της καταπίεσης λόγω φύλου και σεξουαλικού προσανατολισµού και η ουσιαστική σεξουαλική απελευθέρωση δεν µπορουν να επιτευχθούν πλήρως παρά µε την κοινωνική απελευθέρωση, καθώς και ότι η πατριαρχία δεν νοείται υπεριστορικά αλλά σε σχέση µε το ρόλο της στην αναπαραγωγή του κυρίαρχου κάθε φορά οικονοµικοκοινωνικού τρόπου παραγωγής. Οι διαπιστώσεις αυτές δεν αναιρούν όµως τη σχετική αυτοτέλεια των υπόλοιπων αντιθέσεων και των κινηµάτων που αναπτύσσονται στη βάση αυτών, µε κρίσιµη τη µαχητική συµµαχία των κινηµάτων αυτών σε ένα κοινωνικό και πολιτικό µέτωπο χειραφέτησης, µε σεβασµό στην αυτοτέλεια και τη διαφορετικότητά τους.
Κρατώντας τα παραπάνω σηµεία, µπορούµε να καταλάβουµε γιατί ορισµένα τµήµατα της ελληνικής Αριστεράς απαξιώνουν το πιο «ορατό» µέσο παρέµβασης της LGBTQ κοινότητας, το Athens Pride, είτε παρουσιάζοντάς το αποκλειστικά σαν «homo sex show» ή βλέποντας σε αυτό την ανάδυση µιας µεταµοντέρνας, αντιταξικής ιδεολογίας. Προς ενίσχυση αυτής της αντίληψης προστίθεται και η ορθή κριτική για όψεις θεσµικής ενσωµάτωσής του, έτσι όπως εκδηλώνονται µε τη συνεργασία του µε το τοπικό κράτος, πρεσβείες, ΚΕΕΛΠΝΟ, σπόνσορες αλλά και µε τον περιορισµό του σε ένα θεσµικό ακτιβισµό. Άλλωστε αυτή η κριτική έχει διατυπωθεί µε ξεκάθαρο τρόπο (ειδικά φέτος) και από ριζοσπαστικά τµήµατα του LGBTQ κινήµατος, αναδεικνύοντας τον αντίστοιχο προβληµατισµό εντός της κοινότητας αλλά και την ποικιλοµορφία των αντιλήψεων και την ύπαρξη ριζοσπαστικών τάσεων εντός του, σε αντίθεση µε τη συνήθη οµογενοποιηµένη αναπαράστασή του.
Ωστόσο παράλληλα µε την κριτική µας, δεν θα πρέπει να ξεχνάµε (επιλεκτικά) ορισµένα σηµεία: Το Pride, που φέτος έκλεισε τα 10 χρόνια µε τη συµµετοχή χιλιάδων ανθρώπων, κάνει ορατό το ζήτηµα της κατασκευής του κοινωνικού φύλου και της καταπίεσης που εκπορεύεται από αυτό, αναδεικνύει το θέµα της ρευστότητας των έµφυλων ταυτοτήτων και το δικαίωµα κάθε ανθρώπου να επιλέγει χωρίς καταναγκασµό σεξουαλικό προσανατολισµό, προβάλλει τα αιτήµατα της LGBTQ κοινότητας όπως ισότιµη πρόσβαση στο οικογενειακό ∆ίκαιο, δυνατότητα δηµιουργίας νοµικά αναγνωρισµένης οικογένειας, άµεση άρση της επιλεκτικής εξαίρεσης πολιτών από το Σύµφωνο Συµβίωσης, το γάµο, την τεκνοποίηση, την παιδοθεσία λόγω του σεξουαλικού προσανατολισµού ή της ταυτότητας φύλου. Ζητήµατα που η ανάδειξή τους δεν ήταν αυτονόητη µια δεκαετία πριν, ενώ και σήµερα εγείρουν τις λυσσαλέες αντιδράσεις της εκκλησίας, συντηρητικών και οµοφοβικών κύκλων, της φασιστικής συµµορίας της Χρυσής Αυγής, αιτήµατα που αρνούνται εξάλλου να ικανοποιήσουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις.
Πρόκειται για ένα ανοιχτό, πολυµορφικό πεδίο συνάντησης, παρέµβασης, διάδρασης των ανθρώπων της LGBTQ κοινότητας και αλληλέγγυων, συλλογικοποίησης των εµπειριών, των πρακτικών, των αρνήσεων και των αγώνων τους. Ακόµη και η παρέλαση, µε τα γυµνά, καλογυµνασµένα «ανδρικά» κορµιά και τα απενοχοποιηµένα λεσβιακά φιλιά στον δηµόσιο χώρο (φιλιά, που ακόµη και γι’ αυτά πολλοί/ες έχουν δεχθεί βάναυσες επιθέσεις), πρακτικές που υποτίθεται ότι «συκοφαντούν το κίνηµα στα µάτια των εργαζοµένων και ενισχύουν τις προϋπάρχουσες προκαταλήψεις», αποτελεί µια στιγµή ορατότητας ανάµεσα σε αιώνες καταπιεστικής συγκάλυψης, ένα συλλογικό, ηχηρό coming out, εντέλει µια στιγµή συµβολικής συλλογικής αντίστασης στη σεµνοτυφία, τον πουριτανισµό, το σκοταδισµό, το συντηρητισµό, το φασισµό (µην ξεχνάµε τα έντονα αντιφασιστικά συνθήµατα στις παρελάσεις).
Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, κατανοούµε ότι στην αντικαπιταλιστική Αριστερά δεν αναλογεί η απαξίωση της LGBTQ κοινότητας και των πρακτικών της, η αντιµετώπιση της ως παρέκκλιση που θα αποκατασταθεί µε την «αρµονική συνεργασία των δυο φύλων» στην κοµµουνιστική κοινωνία, πολύ περισσότερο δε η υπόκλιση στη µικροαστική ηθική που σκανδαλίζεται από την «κατάπτωση των ηθών». Αναλογεί να ακούσει όσα έχουν να πουν τα ίδια τα υποκείµενα και η κοινότητα, να απαιτήσει την ικανοποίηση των δίκαιων αιτηµάτων τους, να στηρίξει την πάλη ενάντια σε κάθε µορφή καταπίεσης και διάκρισης, να προτάξει τη χειραφέτηση και όχι την άρνηση της επιθυµίας, να συνδεθεί µε τα πιο ριζοσπαστικά, µαχητικά τµήµατά της, να βοηθήσει στη συγκρότηση αντικαπιταλιστικής πτέρυγας του LGBTQ κινήµατος, εµπλουτίζοντας και ριζοσπαστικοποιώντας έτσι το κίνηµα και την ίδια.