Η οικονομική και πολιτική ανασυγκρότηση του ελληνικού κεφαλαίου απαιτεί ισχυρές κυβερνήσεις, ισχυρή και εκσυγχρονισμένη συντηρητική παράταξη. Η αμφίπλευρη διεύρυνση με διακριτότητα απ’ τον σκληρό πυρήνα της Χρυσής Αυγής είναι εγχείρημα δυσχερές αλλά αναγκαίο για το σύστημα.
του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Αλλαγή πλεύσης επιβάλλει η τελµάτωση
Ο Σαµαράς και το περιβάλλον του µε τις ευλογίες και τις παραινέσεις των Βρυξελλών και της αστικής τάξης στην πλειονότητά της προβληµατίζεται και µάλλον έχει προκρίνει τη µετατόπιση της ΝΔ σ’ ένα πιο κεντρώο προφίλ. Η εµφανής ακροδεξιά στροφή της ΝΔ, που εκφραζόταν και στο άµεσο πολιτικό περιβάλλον του Σαµαρά δεν προσάδει στο χαρακτήρα και την εικόνα του βασικού αστικού κόµµατος και θεωρείται ότι δεν εξυπηρετεί τελικά το καθεστώς. Εξάλλου, η δηµοσκοπική τελµάτωση επιβεβαιώνει την ανάγκη αλλαγής πλεύσης του κόµµατος για την ανάνηψη της πολιτικής και εκλογικής εµβέλειάς του. Όλα συνηγορούν υπέρ ενός ήδη αποφασισµένου εγχειρήµατος µετάλλαξης. Για την ευόδωσή του όµως είναι αναγκαία η υπέρβαση µιας αντικειµενικής αντίφασης. Η αναγκαία µετατόπισης προς την ευρεία χοάνη του κεντρώου χώρου δεν είναι βέβαιο ότι θα συνοδευτεί απ’ την προσδοκώµενη επιρροή. Είναι ζητούµενο αν η µετάλλαξη της ΝΔ θα θεωρηθεί πειστική από τµήµα του κεντρώου χώρου µε ευαίσθητα δηµοκρατικά αντανακλαστικά. Εξάλλου στον ίδιο χώρο αλιεύει και ο ΣΥΡΙΖΑ µετά την επικράτηση της συστηµικής τάσης του αλλά και η πολύµορφη Κεντροαριστερά και το ορµητικό µέχρι στιγµής επικοινωνιακά αλλά και πραγµατικά Ποτάµι. Αλλά και προς τα δεξιά της ΝΔ αναπτύσσεται ένας πολύµορφος κοινωνικοπολιτικός χώρος µε εθνικιστικά αντιµνηµονιακά προτάγµατα (ΑΝΕΛ κυρίως) αλλά και ακροδεξιά (Χρυσή Αυγή). Αυτός ο χώρος διατηρεί όχι ευκαταφρόνητη πολιτική απήχηση, παρά τα πλήγµατα που δέχεται (δικαστική δίωξη της πολιτικής ηγεσίας της Χρυσής Αυγής, άµβλυνση του αντιµνηµονιακού προτάγµατος των ΑΝΕΛ µε την υποτιθέµενη λήξη των Μνηµονίων). Με το χώρο αυτόν η ΝΔ έχει εκλεκτική συγγένεια. Δεν έχει όµως καταλήξει σε µια αποτελεσµατική στρατηγική διεµβόλισής του. Η κατασταλτική αντιµετώπιση της Χρυσής Αυγής δεν αρκεί, ούτε η µεµονωµένη απόσπαση, µε ανταλλάγµατα, βουλευτών των ΑΝΕΛ. Η κεντρώα µετατόπιση της ΝΔ και η ευρωδουλεία της απωθούν τις εθνικιστικές ακροδεξιές µάζες. Πρέπει η ΝΔ να βρει τη χρυσή τοµή. Να εξασφαλίσει δηλαδή την αµφίπλευρη διεύρυνση προς την Κεντροδεξιά και την Ακροδεξιά µε ηγεµονία µιας κεντρώας αλλά και πατριωτικής και ευρωπαϊκής φυσιογνωµίας. Η συγκρότηση µιας τέτοιας ετερόκλητης ιδεολογικοπολιτικά συµµαχίας έχει ανάγκη µια ισχυρή και εµπνευσµένη προσωπικότητα, που να λειτουργεί σαν η βασική συγκολλητική ουσία της. Στον αστικό χώρο υπάρχει µια παράδοση χαρισµατικών προσωπικοτήτων που ηγήθηκαν µιας ευρείας κοινωνικής και πολιτικής συµπαράταξης, όπως ο Αλ. Παπάγος, ο Κ. Καραµανλής (πρεσβύτερος), ο Γεώργιος Παπανδρέου (πάππος), ο Ανδρ. Παπανδρέου. Είναι αµφίβολο πάντως αν ο Σαµαράς έχει τις απαιτούµενες ικανότητες για να επωµιστεί έναν τέτοιο ρόλο. Άθελά του µπορεί ν’ ανοίγει το δρόµο για άλλον ηγέτη της συντηρητικής παράταξης
Οι μάσκες της με τον καιρό αλλάζουν….
Το Μπαλτάκος-γκέιτ αποτέλεσε τη θρυαλλίδα της αποκόλλησης της Ν∆ απ’ τη φασιστική Ακροδεξιά και της µεταστροφής της σε κεντροδεξιά κατεύθυνση. Υπήρξε η αφορµή επιτάχυνσης των εξελίξεων αλλά όχι η αιτία τους. Οι αιτίες είναι βαθύτερες και δοµικές. Ισχυρά τµήµατα της αστικής τάξης µε κατανόηση απ’ τη µεριά των Βρυξελλών επιζητούν ένα σχετικά διαφοροποιηµένο µείγµα διαχείρισης. Χωρίς να ανατρέπονται οι σταθερές της θεωρείται αναγκαία κάποια δηµοσιονοµική χαλάρωση, χωρίς να αναιρεί το δηµοσιονοµικό σύµφωνο και τη λιτότητα, που θα ενεργοποιήσει σχετικά την εσωτερική αγορά, θα συµβάλει στην πραγµατική ανάκαµψη της οικονοµίας, βελτίωση που θα προσελκύσει όχι γύπες αλλά παραγωγικές επενδύσεις απ’ το εξωτερικό. Θεωρούν το momentum κατάλληλο, γιατί η διά πυρός και σιδήρου επίτευξη της δηµοσιονοµικής ισορροπίας συµβάλλει και στη συναινετική µετάθεση της αποπληρωµής του χρέους σε µια πεντηκονταετία (αντί τριακονταετίας) και στην αποµείωση των επιτοκίων. Αυτή η εξέλιξη δεν θα απαλλάξει τη χώρα απ’ τη λιτότητα και το µόνιµο καθεστώς επιτήρησης που επιβάλλει η Νέα Οικονοµική ∆ιακυβέρνηση. Οι θιασώτες όµως αυτής της παραλλαγής της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης ευελπιστούν ότι πλέον η λιτότητα, αν γίνει πιο ήπια, θα είναι πιο ανεκτή απ’ τα λαϊκά στρώµατα, που θα προσαρµοστούν σ’ αυτό το είδος διαβίωσης. Πιστεύουν ότι έτσι εξοβελίζεται ο κίνδυνος εξέγερσης, ενώ κοινωνικά στρώµατα που θα ωφεληθούν απ’ την όποια ανάκαµψη θα προσαρτηθούν στην κοινωνική συµµαχία της αστικής τάξης.
Οι υπέρµαχοι της πιο ήπιας λιτότητας και της ελαφράς ανάκαµψης θεωρούν αναγκαία (αν και δεν είναι µαρξιστές) την αντιστοίχηση του πολιτικού συστήµατος, του οποίου η Ν∆ αποτελεί βασικό πυλώνα. Θεωρούν απαραίτητο να κοπεί ο οµφάλιος λώρος µε την Ακροδεξιά και να µετακινηθεί η Ν∆ ιδεολογικά προς τον κεντρώο χώρο, ο οποίος είναι ευρύτερος απ’ τις πολιτικές δυνάµεις που δρουν στα όριά του. Εκφράζει µια κοινωνική µάζα ευρυτερου πολιτικού φάσµατος απ’ την Κεντροδεξιά ως την Κεντροαριστερά, που εµφορείται από συστηµικές απόψεις, εκσυγχρονιστικές, φιλοευρωπαϊκές, που εχθρεύεται τα άκρα και δίνει προτεραιότητα στη βελτίωση των οικονοµικών της. Μετά την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ ο χώρος αυτός παραµένει κατακερµατισµένος και απορφανισµένος από πολιτικό ηγεµόνα.
Η µετάλλαξη της Ν∆ σε κεντρώα δύναµη µε αλλαγή ονόµατος, νέο ηγέτη ή έστω έναν µεταλλαγµένο απ’ τους ίµατζ µέικερς Σαµαρά θα εµφυσήσει νέα πνοή και έµπνευση σε µάζες που δεν εκφράζονται πολιτικά ή ακολουθούν µε βαριά καρδιά κάποιο κόµµα.
Το νέο αφήγηµα θα εκφράζει τις προσδοκίες αυτών των µαζών. Θα έχει χαρακτήρα ευρωπαϊκό µε κριτική όµως διάθεση, πατριωτικό (εξ ου και η επικρατέστερη ονοµασία του Νέα Ελλάδα), κοινωνικό, µεταρρυθµιστικό. Θα αποβάλει απ’ την πολιτική αντιπαράθεση την αντίθεση «Μνηµόνιο – αντιµνηµόνιο» (που κατά τους συστηµικούς οσονούπω εκλείπει), θα προωθήσει ένα δηµιουργικό ενωτικό πρόταγµα, θα διαστέλλεται απ’ τα άκρα ως η υπεύθυνη δύναµη εξισορρόπησης, όχι µε κύριο όπλο την καταστολή και την ιδεολογική τροµοκρατία αλλά την ιδεολογική αντιπαράθεση.
Μ’ αυτά και µ’ εκείνα οι αρχιτέκτονες του εγχειρήµατος ευελπιστούν ότι η µεταλλαγµένη Ν∆ θα κατακτήσει την πολιτική ηγεµονία και θα απαλλάξει το σύστηµα απ’ την κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης. Θα γίνει πόλος έλξης ευρύτερων και σχετικά ετερόκλητων πολιτικά µαζών, που οµογενοποιηµένες θ’ αποτελέσουν παράγοντα σταθερότητας για το σύστηµα. Αλλά και σε πολιτικό επίπεδο θα γίνει πόλος συσπείρωσης απ’ την εθνικιστική ∆εξιά ως τη µεταρρυθµιστική Κεντροαριστερά. Λόγου χάρη µια Ν∆ χωρίς ακροδεξιές αποφύσεις τύπου Μπαλτάκου θα µπορούσε άνετα να συνεργαστεί µε τη ∆ΗΜΑΡ. Παράλληλα, θα αναιρέσει την επιχειρηµατολογία του ΣΥΡΙΖΑ περί ακροδεξιάς Ν∆, ενώ θα τον πιέσει να µετακινηθεί προς το Κέντρο, ώστε να µην επιτρέψει στη Ν∆ να ηγεµονεύει ως υπεύθυνη, φιλελεύθερη, προοδευτική δύναµη και να προσελκύει κεντροαριστερούς συµµάχους τους οποίους εποφθαλµιά και ο ίδιος.
Η µεταλλαγµένη όµως Ν∆ δεν θα στεγανοποιηθεί απ’ την εθνικιστική και την άκρα ∆εξιά. Η Ακροδεξιά είναι χρήσιµη για το σύστηµα όταν δεν αποσπά µεγάλες δυνάµεις απ’ τα καθεστωτικά κόµµατα και δεν εκτρέπεται σε εγκληµατικές ενέργειες που µπορεί να οδηγήσουν σε ανεπιθύµητες εκρήξεις. Για να αποκτήσει η Ν∆ την απαιτούµενη ισχύ και να κατοχυρωθεί η ασφάλεια του συστήµατος, θα συνεχιστούν οι δικαστικές διώξεις κατά της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής, αλλά και η συστηµατική προσπάθεια ένα µεγάλο ή το µεγαλύτερο τµήµα της βάσης µιας πολιτικά ακέφαλης Χρυσής Αυγής να ενσωµατωθεί στη Ν∆. Το στοίχηµα όµως είναι πώς θα µπορέσει η Ν∆ να προσηλυτίσει τους οπαδούς της Χρυσής Αυγής, έχοντας µια κεντρώα φυσιογνωµία. Είναι δύσκολο αλλά όχι αδύνατο. Τα πολυσυλλεκτικά αστικά κόµµατα διατυπώνουν τις θέσεις τους µε έναν αµφίσηµο τρόπο, ώστε να επιδέχονται περισσότερες από µια αναγνώσεις. Στην περίπτωση της Ν∆ θα υπάρχει σαφής και ενισχυµένη αναφορά στον πατριωτισµό, χωρίς εθνικιστικές κορόνες, ο ευρωπαϊσµός θα είναι κριτικός, η αντίθεση προς την Αριστερά θα είναι σαφής, αλλά χωρίς τη ρητορική του αγοραίου αντικοµµουνισµού. Ιδού πώς διατυπώνει η Καθηµερινή (6/4/2014) ένα υβρίδιο κεντρώου και εθνικιστικού λόγου: «Τίθεται πλέον επειγόντως θέµα ανασυγκροτήσεως της ∆εξιάς. Η νέα ∆εξιά δεν µπορεί να είναι αντιευρωπαϊκή, αλλά θα πρέπει να εµφορείται από αίσθηµα σκεπτικισµού για την πορεία της Ευρώπης, να έχει χαρακτήρα κοινωνικό και στόχο την ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας, που λόγω οικτρών χειρισµών έχει καταλυθεί». Το όνειρο του Μπαλτάκου και άλλων ακραιφνών ακροδεξιών της Ν∆ θα µείνει απραγµατοποίητο: Η επανένωση δηλαδή της «παράταξης» (Ν∆, ΑΝΕΛ, Χρυσή Αυγή) που, αν πραγµατοποιούνταν, «θα κυβερνούσε τη χώρα για πενήντα χρόνια». Η Ν∆, όπως επιτάσσει το σύστηµα και µε τις ευχές των Βρυξελλών, µεταστοιχειώνεται σε κεντρώα – κεντροδεξιά παράταξη, µε αµφίπλευρη διεύρυνση προς τα δεξιά και τ’ αριστερά της. Η ανασυγκρότηση της Ν∆ σε µια τέτοια κατεύθυνση είναι αναγκαία για το πολιτικό σύστηµα συνεπιφέροντας παράλληλα την ανασυγκρότησή του.
Η αµφίπλευρη διεύρυνση δεν είναι άγνωστη στη συντηρητική παράταξη. Η µετεµφυλιακή ∆εξιά µε τα αντικοµµουνιστικά προτάγµατα και βιώµατα είχε αφοµοιώσει ήδη απ’ την εποχή του Εµφυλίου την πολιτική ακόµη και την παρακρατική Ακροδεξιά (γερµανοτσολιάδες). Ο Ελληνικός Συναγερµός του Παπάγου όµως το 1952 διευρύνθηκε και προς το Κέντρο µε την προσχώρηση 69 βουλευτών και άτυπο επικεφαλής τον Γεώργιο Παπανδρέου. Η καπιταλιστική ανασυγκρότηση απαιτούσε και πολιτική ανασυγκρότηση, ισχυρή κυβέρνηση µε ευρεία κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
Σε φάση επίσης οικονοµικής και πολιτικής ανασυγκρότησης το 1974 ο Κ. Καραµανλής ιδρύει τη Νέα ∆ηµοκρατία που ενσωµατώνει την Ακροδεξιά και φιλοχουντικούς αλλά και σηµαντική µερίδα των κεντρώων. Η διακριτότητα µε τη χουντική Ακροδεξιά εξασφαλίζεται µε την αποµόνωση της Εθνικής ∆ηµοκρατικής Ένωσης, που µε 1,1% το 1974 µένει εκτός Βουλής. Το 1981 η Ν∆ επαναλαµβάνει την αµφίπλευρη διεύρυνση. Ήδη έχει προσχωρήσει ο Κ. Μητσοτάκης µε το Κόµµα των Νεοφιλελευθέρων. Ταυτόχρονα αφοµοιώνονται απ’ τη Ν∆ ισχυρές δυνάµεις απ’ τη φιλοχουντική Εθνική Παράταξη, χωρίς να υιοθετείται το ακραίο αντικοµµουνιστικό και εθνικιστικό αφήγηµά της. Η υβριδική πατέντα της αµφίπλευρης διεύρυνσης εφαρµόζεται και το 2000 απ’ τον Κ. Καραµανλή, που επιχειρεί άνοιγµα προς τον µεσαίο χώρο, ενώ ενσωµατώνει στην κοµµατική ατζέντα θέσεις της λαϊκιστικής Ακροδεξιάς (βέτο για την ένταξη της ΠΓ∆Μ στο ΝΑΤΟ, συµµετοχή στα συλλαλητήρια των µητροπολιτών, αναγραφή του θρησκεύµατος στην ταυτότητα). Η διακριτότητα προς την Ακροδεξιά διασφαλίζεται µε τη διαγραφή του Γ. Καρατζαφέρη, που ιδρύει το ΛΑΟΣ.
Η ιστορία επαναλαµβάνεται και στη σύγχρονη συγκυρία. Η οικονοµική και πολιτική ανασυγκρότηση απαιτεί ισχυρές κυβερνήσεις, ισχυρή και εκσυγχρονισµένη συντηρητική παράταξη. Η αµφίπλευρη διεύρυνση µε διακριτότητα απ’ το σκληρό πυρήνα της Χρυσής Αυγής είναι εγχείρηµα δυσχερές αλλά αναγκαίο για το σύστηµα. Πάντως οι όποιες µεταλλάξεις της Ν∆ και η αποκοπή απ’ τον χονδροειδή ακροδεξιισµό δεν θα αναιρέσουν το χαρακτήρα και το ρόλο της Ν∆ ως τού κατεξοχήν κοµµατικού εκφραστή του ολοκληρωτικού νεοφιλελεύθερου καπιταλισµού και της ακραίας οικονοµικής και πολιτικής επίθεσής του κατά της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωµάτων. Παρά τη λείανση των αιχµών, η λιτότητα, η συρρίκνωση του εργατικού δικαίου, ο αντιµεταναστευτισµός, ο κοινοβουλευτικός αυταρχισµός, ο αντικοµµουνισµός, θα διατηρηθούν ως προτάγµατα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής.
Φύσει συντηρητικός ο ολοκληρωτικός καπιταλισµός
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΙΑ ΕΚΤΡΕΦΕΙ ΤΗΝ ΑΚΡΟ∆ΕΞΙΑ ΣΕ ∆ΙΑΦΟΡΕΣ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ
Ο ολοκληρωτικός καπιταλισµός και η νεοφιλελεύθερη διαχείρισή του έχουν φύσει άκρως συντηρητικό χαρακτήρα, ακόµη και µε φασίζουσες τάσεις. Στρατηγικοί άξονές τους ο περιορισµός της αξίας της εργατικής δύναµης ακόµη και στα φυσικά όριά της και η άµεση ποδηγέτηση του πολιτικού συστήµατος απ’ τις πολυεθνικές και το χρηµατοπιστωτικό κεφάλαιο. Αυτές οι κατευθύνσεις αντανακλώνται στο κοµµατικό σύστηµα. Τα συντηρητικά αλλά και τα σοσιαλδηµοκρατικά κόµµατα, σ’ ένα βαθµό και η Αριστερά, ενστερνίζονται την Ακροδεξιά στην ταξική ουσία της πολιτικής του νεοφιλελευθερισµού. Παράλληλα η οικονοµική και πολιτική βία αυτής της διαχείρισης εκτρέφει την αυτόνοµη Ακροδεξιά σε διάφορες παραλλαγές. Απ’ τη δεκαετία του 1980 ιδίως η κατεστηµένη ∆εξιά ανοίγεται προς την Ακροδεξιά και για να αντλήσει ψήφους και για να οριοθετήσει την πολιτική της σε ανεκτά για το σύστηµα όρια. Πραγµατοποιούνται ακόµη και κυβερνητικές συµπράξεις (Αυστρία, Ολλανδία), αποµονώνονται µόνον οι πυρήνες της φασιστικής Ακροδεξιάς. Η κατεστηµένη ∆εξιά, παρά τον άκρως συντηρητικό χαρακτήρα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της, αποφεύγει τις ακρότητες, για να διατηρεί τις γέφυρες µε τον κεντρώο χώρο και να συνάπτει συµµαχίες µε τη σοσιαλδηµοκρατία (µεγάλος συνασπισµός). Αυτό το µοντέλο της αµφίπλευρης πολιτικής και ιδεολογικής σχέσης της ∆εξιάς µε τη συστηµική Aκροδεξιά και τη Σοσιαλδηµοκρατία επιχειρείται να µεταφυτευθεί στα καθ’ ηµάς.
Στα δεξιά της η Ν∆ θα επιδιώξει να ενσωµατώσει το µεγαλύτερο δυνατό τµήµα της εθνικιστικής και της άκρας ∆εξιάς. Θα επικαλείται τη λήξη, υποτίθεται, της µνηµονιακής πολιτικής, που αποτελεί βάθρο της κοµµατικής ταυτότητας ιδίως της εθνικιστικής ∆εξιάς. Θα προβάλλει έντονα το πρόσηµο του πατριωτισµού (Νέα Ελλάδα) και της εθνικής ανεξαρτησίας αλλά και έναν µετριοπαθή και σκεπτικιστικό ευρωπαϊσµό. Θα διατηρήσει στην ατζέντα το µεταναστευτικό και την ακροδεξιά αντιµετώπισή του (απελάσεις, στρατόπεδα συγκέντρωσης) χωρίς τις αµετροέπειες του παρελθόντος. Προς τ’ αριστερά της η Ν∆ στην κεντρώα παραλλαγή της θα απορροφήσει µάλλον και κοµµατικά το ΠΑΣΟΚ, ιδίως αν αυτό υποστεί ήττα στις ευρωεκλογές, ενώ θα καταστεί αποδεκτός σύµµαχος για τη ∆ΗΜΑΡ, το Ποτάµι και διάσπαρτες κεντροαριστερές δυνάµεις, ναρκοθετώντας και τη γέφυρα της συνεργασίας ιδίως της ∆ΗΜΑΡ µε τον ΣΥΡΙΖΑ. Παράλληλα, θα πιέζεται και ο ΣΥΡΙΖΑ να µετακινηθεί προς την Κεντροαριστερά, για να µη χαρακτηριστεί ακραία και ανεύθυνη δύναµη και να µη χάσει τους πιθανούς συµµάχους του.
ΚΑΜΙΑ ΑΥΤΑΠΑΤΗ!
Το πολιτικό σύστημα αναμορφώνεται
Η κεντρώα μετάλλαξη της ΝΔ και η πιθανή συμμαχία της με κεντροαριστερές δυνάμεις δεν πρέπει να εκτιμηθεί απ’ την Αριστερά ως προοδευτική εξέλιξη και ν’ αντιμετωπιστεί ανάλογα. Θα υπάρξουν βέβαια κάποιες βελτιώσεις σε δευτερεύοντα ζητήματα, στα οποία έχει ευαισθησία η Σοσιαλδημοκρατία. Το μεταναστευτικό, λόγου χάρη, δεν θα λυθεί ούτε από μια κυβέρνηση Κεντροδεξιάς – Κεντροαριστεράς. Το Δουβλίνο ΙΙ δεν θα καταργηθεί, αφού αυτό επιτάσσει η γερμανική αυτοκρατορία. Η θεωρία των δύο άκρων και ο αντικομμουνισμός ως επίσημη αστική ιδεολογία δεν θα πεταχτούν στο καλάθι της ιστορίας. Τι μπορεί να συμβεί στα ζητήματα αυτά, αν υπερισχύσει αυτή η μορφή διαχείρισης και διακυβέρνησης; Μπορεί ο νόμος Ραγκούση να ενεργοποιηθεί και να παρασχεθεί η ιθαγένεια στα παιδιά των μεταναστών και το δικαίωμα ψήφου για τις δημοτικές εκλογές στους «νόμιμους» μετανάστες. Μπορεί να μη γίνεται με τρομοκρατική υστερία η επίκληση της θεωρίας των δύο άκρων και του αντικομμουνισμού, όπως συνέβαινε με τον Σαμαρά και το πολιτικό περιβάλλον του. Μην ξεχνάμε όμως ότι και στην Ευρώπη «του πολιτικού πολιτισμού» ο αντικομμουνισμός δεν είναι εξίσου κραυγαλέος, έχει όμως θεσμοποιηθεί ως επίσημη ιδεολογία μετά την ανακήρυξη απ’ το Συμβούλιο της Ευρώπης το 2008 «της ευρωπαϊκής ημέρας μνήμης των θυμάτων του σταλινισμού και του ναζισμού».
Η κεντρώα μετάλλαξη της ΝΔ, μια κεντροδεξιά κυβέρνηση ή μια συμμαχική κυβέρνηση Κεντροδεξιάς – Κεντροαριστεράς (λέγε Τριμερής) δεν θα χαρακτηρίζεται κυρίως απ’ την αλλαγή του περιεχομένου της πολιτικής της αλλά της μορφής της. Και αυτή η αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης θα υπηρετεί και μάλιστα στη θηριώδη νεοφιλελεύθερη εκδοχή τους.
Μικροβελτιώσεις μπορεί να υπάρχουν. Δεν πρέπει να τις παραβλέπουμε ούτε όμως και να τις απολυτοποιούμε. Υπάρχουν αριστερές δυνάμεις που συγχέουν τον εκσυγχρονισμό του συστήματος με τον πραγματικό προοδευτισμό. Ο πολιτικός εκσυγχρονισμός δεν είναι αταξικός. Εξυπηρετεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης και ενδεχομένως και δευτερευόντως τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων. Η θεοποίηση των δυνατοτήτων και των βελτιώσεων της αστικής δημοκρατίας και των κομμάτων της έχει οδηγήσει αριστερές ακόμη και κομμουνιστικές δυνάμεις σε κυβερνητική συνεργασία με σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ακόμη και με συντηρητικά (ο ιστορικός συμβιβασμός των ευρωκομμουνιστών). Οι κομμουνιστές και οι αριστεροί πρέπει να αξιοποιούν τις δυνατότητες και τις όποιες βελτιώσεις του συστήματος. Οφείλουν όμως να μην τρέφουν αυταπάτες. Ο εκσυγχρονισμός του πολιτικού συστήματος μπορεί να δυσχεράνει τους αγώνες και την επαναστατική προοπτική του αντικαπιταλιστικού κινήματος. Η κεντρώα μετάλλαξη της ΝΔ μπορεί ν’ αυξήσει την επιρροή της στις μάζες, τη δυνατότητα συμμαχιών με συστημικά κόμματα (ΔΗΜΑΡ, Ποτάμι), άρα και τη σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος.
Αρνητική θα είναι και η ένταξη του ΣΥΡΙΖΑ στο λεγόμενο συνταγματικό τόξο – στην ουσία η υποταγή του στις αστικές πολιτικές διαγραφές, για να μην απομονωθεί ως «ακραία και ανεύθυνη» δύναμη, τη στιγμή που και η ΝΔ θα έχει «αποβάλει» τον ακροδεξιό χαρακτήρα της. Ακόμη χειρότερη είναι η συμμαχία του ΣΥΡΙΖΑ με τη συστημική ΔΗΜΑΡ και δυνάμεις απ’ το ΠΑΣΟΚ που τις βαφτίζει «αριστερή Σοσιαλδημοκρατία» για να κορέσει την κυβερνολαγνεία του. Ο λαός και η Αριστερά δεν μπορούν τίποτε να προσδοκούν απ’ την Κεντροδεξιά, την Κεντροαριστερά και τα πολιτικά παιχνίδια τους. Μόνο με την κινηματική δράση και την ενωτική αριστερή πάλη θα πραγματώσουν τους άμεσους και τους επαναστατικούς στόχους τους.