Από τη μια το μέτωπο και η Ακροδεξιά της ανατροπής και από την άλλη το μέτωπο και η Αριστερά της ανατροπής. Σε τελική ανάλυση, από τη μια ο ανερχόμενος αστικός νεοφασισμός και τα μέτωπά του με διάφορες παραλλαγές και από την άλλη ο ακόμη αδύναμος, αλλά ιστορικά αναπτυσσόμενος, επαναστατικός, νέος κομμουνισμός και τα μέτωπά του.
γράφουν:
Αλέκος Αναγνωστάκης
Κώστας Μάρκου
Τι µας «διδάσκει»ο εµφύλιος στην Ουκρανία;
Η ΕΕ επιλέγει νεοφασισμό
Οι εξελίξεις σε Αίγυπτο και Συρία μετακομίζουν στην αναπτυγμένη νεοκαπιταλιστική ευρωπαϊκή Ουκρανία. Το δράμα του ουκρανικού λαού ειδικά, αποτελεί μια προειδοποίηση προς όλους τους αριστερούς, αντικαπιταλιστές και κομμουνιστές της Ελλάδας για το πόσο νεοφασιστικά κινείται η Ευρωπαϊκή Ένωση και η γερμανική αστική τάξη, η οποία, εκτός από το μεταμφιεσμένο σε ευρώ μάρκο, εξάγει και τον μεταμφιεσμένο σε ευρώ νεοφασισμό στην Ουκρανία, στον ανταγωνισμό της με τις ρωσικές, μαύρες εκατονταρχίες των σύγχρονων Κορνίλοφ. Είναι η ΕΕ που απαιτεί και επικροτεί τη σύλληψη, σωφρονισμό και αναμόρφωση της αντιεβραϊκής, παλαιοναζιστικής και αντικοινοβουλευτικής Χρυσής Αυγής, αλλά δεν έχει κανένα πρόβλημα με την αντι-ισλαμική, «νέου τύπου» νεοφασιστική Ακροδεξιά του σούπερ αναπτυγμένου πυρήνα των χωρών της, που σκαρφαλώνει στα πρώτα ράφια των δημοσκοπήσεων για τις ευρωεκλογές.
Οι αντιδραστικοί, ενδοαστικοί εμφύλιοι σε αυτές τις χώρες, με αναλώσιμα πυρομαχικά τους λαούς τους, συνιστούν αδιάψευστους τραγικούς μάρτυρες και προειδοποίηση του τι θα συμβεί εκεί όπου λείπει ή είναι εξαιρετικά αδύναμη η Αριστερά, το πρόγραμμα και μέτωπο της ανατροπής, με πυρήνα την επανάσταση και το νέο κομμουνισμό του 21ου αιώνα. Είναι μια αιματηρή προειδοποίηση για όσους ακόμη ταλαντεύονται για την έξοδο από την ΕΕ, μια προειδοποίηση για το τι μπορεί να συμβεί στις χώρες που δεν αποδεσμεύονται από τα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα, τις καπιταλιστικές ολοκληρώσεις και τους ανταγωνισμούς τους. Που δεν αποδεσμεύονται, εν τέλει, από τον καπιταλισμό.
Όλα αυτά δείχνουν ότι το κεφάλαιο της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης ή τουλάχιστον σημαντικά τμήματά του, βρίσκονται μπροστά στον πειρασμό, ακόμη και στη συνειδητή πριμοδότηση έως και επιλογή του νεοφασιστικού ολοκληρωτισμού, ως νέας, κυρίαρχης αστικής εναλλακτικής στην κρίση του κλασικού νεοφιλελευθερισμού και του σοσιαλφιλελευθερισμού, ειδικά εκεί όπου η οικονομική και κοινωνική κρίση μετατρέπεται σε ανοιχτή πολιτική κρίση.
Η τάση για νέο φασισμό οπωσδήποτε συνδέεται με το ιμπεριαλιστικό – μονοπωλιακό παρελθόν του καπιταλισμού, αλλά προέρχεται κυρίως από το αποκρουστικό μέλλον του ολοκληρωτικού καπιταλισμού της εποχής μας. Είναι η συνέχιση της προηγούμενης τρομοκρατικής νεοφιλελεύθερης επιδρομής του κεφαλαίου με άλλα, εμφυλιοπολεμικά μέσα, που αντιστοιχούν στη νέα, σχετικά μακρόχρονη περίοδο των αντεπαναστατικών και επαναστατικών καταστάσεων, στην οποία μας εισάγει αναπόδραστα η δομική, ιστορική κρίση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Η σύγχρονη κοινοβουλευτική αστική πολιτική εμφανίζεται πλέον ως κατώτερη μορφή του νεοφασισμού. Ο νεοφασισμός εμφανίζεται ως ανώτερη μορφή, κρίση και άρνηση του νεοφιλελευθερισμού.
Οι δύο ασυμφιλίωτες ιστορικές τάσεις
Μπροστά στις µάζες του διασπασµένου εργατικού πολυκόσµου και των πολυποίκιλων µικροαστικών στρωµάτων που καταστρέφονται, µετά την ιστορική χρεοκοπία και την άµεση πολιτική κρίση, σε ορισµένες χώρες, τόσο του σοσιαλφιλελευθερισµού όσο και του κλασικού νεοφιλελευθερισµού, ορθώνονται δυο ασυµφιλίωτες στρατηγικές ιστορικές τάσεις και προοπτικές: Από τη µια η αστική πολιτική, µε το µέτωπο και την Ακροδεξιά της ανατροπής και από την άλλη, το µέτωπο και η Αριστερά της ανατροπής. Σε τελική ανάλυση, από τη µια ο ανερχόµενος αστικός ολοκληρωτισµός και νεοφασισµός και τα µέτωπά του µε διάφορες παραλλαγές και από την άλλη ο ακόµη αδύναµος, αλλά ιστορικά αναπτυσσόµενος, επαναστατικός, νέος κοµµουνισµός και τα µέτωπά του.
Ανάµεσα σε αυτές τις ασυµφιλίωτες τάσεις εµφανίζονται δυο βασικές παραλλαγές της µικροαστικής αυταπάτης για έναν «ιστορικό νεοσυµβιβασµό»:
Ο «win-win» συµβιβασµός µε τους δανειστές που πρότεινε ο Αλ. Τσίπρας στη ΔΕΘ, ως ξέπνοη παραλλαγή του δεξιού ευρωκοµµουνισµού και του µίνιµουµ αντινεοφιλελεύθερου µετώπου, που προσαρµόστηκε ακόµη περισσότερο σε πολύ µίνιµουµ αντιµνηµονιακό µέτωπο ακόµη και µε τον Καµµένο. Με έπαθλο µια εικονική «διακυβέρνηση µε κορµό την Αριστερά», µε την αυταπάτη µιας ανακούφισης από την επίθεση και µε παρακάλια στους βιοµήχανους κι εφοπλιστές, για µια ανακωχή στην ταξική πάλη. Η κυρίαρχη αυτή τάση στην Αριστερά µπορεί να «κατακτήσει» µια πλασµατική κυβέρνηση χωρίς εξουσία, αλλά θα ενσωµατωθεί επαίσχυντα ή θα ανατραπεί δραµατικά, αργά ή γρήγορα, µαζί µε την κυβέρνησή της, από την πραγµατική εξουσία µε κορµό την Ακροδεξιά. Η ανατρεπτική και η αντικαπιταλιστική Αριστερά δεν εύχονται και αντιπαλεύουν µε όλες τις δυνάµεις τους µια τέτοια εξέλιξη. Εάν, όµως, οποιαδήποτε µαχόµενη πτέρυγα της Αριστεράς (αριστερή πλατφόρµα, ελευθεριακή ή µε κοµµουνιστική αναφορά κ.α.) εξαρτηθεί από αυτή την τάση συµβιβασµού που προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτοπεριοριζόµενη στη διόρθωσή του ή ως µέρος ενός «αθροίσµατος της αριστερής στροφής», στις εκλογικές, πολιτικές µάχες και κυρίως, στους µαζικούς αγώνες, τότε, η ενσωµάτωση και ήττα της συµβιβαστικής τάσης θα είναι και ήττα της εξαρτηµένης από αυτήν Αριστεράς. Που θα οδηγήσει σε ήττα και του λαϊκού κινήµατος. Αντίθετα, εάν κρατηθούν αποστάσεις, δυσπιστία και ανεξαρτησία, υπάρχουν πιθανότητες να προληφθεί η ήττα και να µετασχηµατισθεί σε νίκη.
Δεύτερη παραλλαγή νεοσυµβιβασµού είναι η επίσης µικροαστική αυταπάτη ότι µπορεί να επαναληφθεί ο κρυφός, στο όνοµα του σταλινισµού ή ακόµα και του λενινισµού, «ιστορικός συµβιβασµός» της σοβιετικής κοµµατικής γραφειοκρατίας µε τα διευθυντικά αστικά στρώµατα, όπως συνέβη στην ΕΣΣΔ, µετά την υποχώρηση της Οκτωβριανής Επανάστασης. Με µια πιθανόν κοινοβουλευτική «κυβέρνηση µε κορµό τους κοµµουνιστές», ίσως µε ανοχή του Ιερώνυµου και οπωσδήποτε χωρίς τους οπορτουνιστές, όπως προτείνει ουσιαστικά η νέα ηγεσία του ΚΚΕ, στα πλαίσια µιας εργατικής εξουσίας που θα την πάρει ο λαός, αλλά θα την παραδώσει στο Κόµµα. Αυτή η εικονική εργατική εξουσία του κόµµατος µετασχηµατίζεται σήµερα πρακτικά σε ένα εικονικό λαϊκό µέτωπο µε τον εαυτό του και προσγειώνεται άµεσα στο στόχο ν’ αντέξει το κόµµα και µετά βλέπουµε για τον καιρό, το λαό και το νεοφασισµό.
Η αντικαπιταλιστική, αντιιµπεριαλιστική, αντι-ΕΕ Αριστερά που θέλει να αντισταθεί στην πρώτη, κυρίαρχη τάση της κυβερνητικής διαχείρισης και ενσωµάτωσης, η Αριστερά που ψάχνει ένα νέο «σχέδιο» ανατροπής του ακροδεξιού ευρωµονόδροµου, της νεοφασιστικής επιδροµής του κεφαλαίου, της ΕΕ και του ΔΝΤ, δεν µπορεί να έλκεται και να αντιγράφει τη δεύτερη τάση του ΚΚΕ. Γιατί θα υποβιβάσει κάθε αντικαπιταλιστικό ή αντι-ευρώ εγχείρηµα, αντιιµπεριαλιστική συνεργασία ή ακόµη και επαναστατικό διεθνιστικό µέτωπο, σε ένα µέτωπο µε τον εαυτό του ο καθένας, που θα ταϊζει τον ενδοαριστερό εµφύλιο, µε έπαθλο να περάσει ο ένας τον άλλον στις ευρωεκλογές και πραγµατικό τίµηµα, την περιθωριοποίηση.
Οι αντικαπιταλιστικοί στόχοι του άμεσου προγράμματος αναφέρονται σ’ όλες τις πλευρές της αστικής κυριαρχίας και πολιτικής. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι είναι δυνατό να ανατραπούν ταυτόχρονα όλες οι εκφράσεις της αστικής στρατηγικής και μάλιστα σταθερά και μόνιμα. Από αυτή τη σκοπιά, ο στόχος της ρήξης – αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει διαρκώς να τίθεται και να υπηρετείται.
Το διπλό πολιτικό ζήτημα
Στο σήµερα και σε πρώτο επίπεδο βαραίνουν οι κληρονοµηµένοι πολιτικοί συσχετισµοί, ο κοινωνικός φόβος και η αγωνία της απότοµης επιδείνωσης. Επιδρούν οι αυταπάτες των εύκολων φιλολαϊκών αλλαγών. Οι άνθρωποι όπως είναι λογικό προτιµούν το βατό και όχι δύσβατο δρόµο, εκτός και αν δεν µπορούν να πράξουν διαφορετικά. Ποτέ όµως στην Ιστορία, φιλολαϊκές αλλαγές, ακόµα και σχετικές, δεν πραγµατοποιήθηκαν µε επισκέψεις, διακηρύξεις, δηλώσεις, διαβεβαιώσεις προς τους ισχυρούς, συνεχόµενο περιορισµό του ριζοσπαστικού λόγου και των συνθηµάτων, συµµετοχής στο κίνηµα µε τη γραµµή του τεχνητού οφ σάιντ, όπως ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η αναγκαία και αναζητούµενη αντικαπιταλιστική πολιτική µε γενικό στόχο µια αναγεννηµένη εργατική επανάσταση, χρόνια παραµεληµένη και διαστρεβλωµένη, εγκαταλείπεται άλλη µια φορά ακόµα και στις σηµερινές δραµατικές όσο και κοσµογονικές συνθήκες και δυνατότητες. Η σηµερινή κατάσταση, όµως, αναδεικνύει αντικειµενικά στο προσκήνιο το συνολικό διπλό πολιτικό ζήτηµα: Το οξύ ζήτηµα της επιβίωσης και τον αναγκαίο διαρκή και αποφασιστικό εργατικό αγώνα για την αντικαπιταλιστική ανατροπή. Αυτό που τίθεται εποµένως στην ηµερήσια διάταξη, είναι η συγκέντρωση δυνάµεων σε όλα τα επίπεδα, στο µαζικό βασικά κίνηµα, στην πολιτική και στη θεωρία, σε ένα µεγάλο εργατικό, λαϊκό, αντικαπιταλιστικό µέτωπο µε στόχο την κατάκτηση νικών – φάρων αισιοδοξίας και αυτοπεποίθησης, στον αγώνα για την επιβίωση, για την προσέγγιση της επανάστασης, της εργατικής εξουσίας και διακυβέρνησης.
Είναι η πολιτική «κατάκτησης θέσεων» υπέρ της εργατικής πολιτικής που δεν θα αντικαθιστά τη στιγµή της αποφασιστικής επίθεσης, αλλά θα προηγείται αυτής, ως προετοιµασία της, και θα την επιδιώκει. Καµιά επαναστατική τάξη δεν «µαθαίνει» χωρίς µικρές η µεγάλες ήττες, αλλά και καµιά δεν προσεγγίζει την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα της επανάστασης µόνο µέσα από ήττες. Κανένα ταξικό κίνηµα δεν «διαπαιδαγωγείται» µέσα από συνεχείς διαψεύσεις και αποτυχίες των αντικειµενικά αναπτυσσόµενων, επιτακτικών αντικαπιταλιστικών αναγκών και διεκδικήσεών του.
Η πολιτική αυτή θεµελιώνεται πάνω στην εκτίµηση πως οι βασικοί αντικαπιταλιστικοί στόχοι του εργατικού κινήµατος, στο έδαφος της διατηρούµενης αστικής κυριαρχίας, όχι µόνο διεκδικούν και συγκρούονται, αλλά, κάτω από ορισµένες προϋποθέσεις, µπορούν να ανατρέπουν και να αποσπούν, εκτός από επιµέρους και ουσιαστικές κατακτήσεις. Όπως, ο καθοριστικός στόχος της ριζικής ανατροπής της εισοδηµατικής πολιτικής προς όφελος των µισθών και σε βάρος των κερδών, η ουσιαστική προστασία των ανέργων και η επαναφορά και µάλιστα ουσιαστικά βελτιωµένης, των συλλογικών συµβάσεων. Η επίτευξη τέτοιων στόχων, ο αγώνας γι αυτούς, ανατρέπει το πολιτικό σκηνικό, αφού ο εργάτης «επιστρέφει» υπερήφανος και µε το κεφάλι ψηλά.
Φτάνει να τους διεκδικεί κανείς στα σοβαρά, να µην τους ευτελίζει. Να τους συνδέει υλικά – πολιτικά µε την αντικαπιταλιστική ανατροπή και µε την ανώτερη αναγκαιότητα της επαναστατικής εξουσίας δίχως τη µηχανιστική ταύτιση µαζί τους.
Η άρνηση της παραπάνω θεµελίωσης αποτελεί τον πυρήνα του προβλήµατος στην πολιτική του ΚΚΕ. Οι κεντρικοί αντικαπιταλιστικοί στόχοι του εργατικού κινήµατος αντιµετωπίζονται σαν στόχοι «µη υλοποιήσιµοι και εφικτοί» ούτε καν σχετικά, χωρίς την νοµή ή «κατάληψη» της κυβέρνησης ή της εξουσίας. Απογυµνώνονται έτσι από την αµεσότητά τους και από το υλικό τους περιεχόµενο και µετατρέπονται βαθµιαία σε στόχους «ιδεολογικής», φαντασιακής και όχι υλικής – πολιτικής κατάκτησης.
Οι αντικαπιταλιστικοί στόχοι του άµεσου προγράµµατος αναφέρονται σ’ όλες τις πλευρές της αστικής κυριαρχίας και πολιτικής. Αυτό όµως δε σηµαίνει ότι είναι δυνατό να ανατραπούν ταυτόχρονα όλες οι εκφράσεις της αστικής στρατηγικής και µάλιστα σταθερά και µόνιµα. Στη βάση τίνος θεµελιώδους ή ποιων θεµελιωδών κοινωνικών στόχων πάλης θα ανατραπεί η κυβερνητική πολιτική, µε βάση την ανισόµετρη ανάπτυξη του κινήµατος, είναι άγνωστο. Η αντικαπιταλιστική πολιτική υπολογίζει, κάθε φορά, τη συγκεκριµένη δυνατότητα των πιο ώριµων προβληµάτων – κρίκων γι’ αυτό συγκεκριµενοποιεί τις συνολικές προτάσεις της.
Ασφαλώς, η ανάπτυξη της ταξικής πάλης είναι πάντα πρωτότυπη και απρόβλεπτη. Και εποµένως κανείς δεν αποκλείει τη διαµόρφωση συνθηκών γενικευµένης επαναστατικής κρίσης, ακόµα και νικηφόρας έναρξης της επανάστασης, χωρίς να έχουν επιτευχθεί αντικαπιταλιστικές ανατροπές. Τέτοιες συνθήκες απαιτούν υψηλό επίπεδο ετοιµότητας και συνειδητοποίησης του υποκειµενικού παράγοντα. Ωστόσο ο υποκειµενικός παράγοντας θα είναι περισσότερο ανέτοιµος αν έχει προκαταβολικά παραιτηθεί απ’ αυτές.
Από αυτή τη σκοπιά, ο στόχος της ρήξης – αποδέσµευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, που συµπυκνώνουν τις αντιφάσεις και πολιτικές του καπιταλισµού, πρέπει διαρκώς να τίθεται και να υπηρετείται. Πλευρά αυτής της πολιτικής είναι η επικοινωνία, η πολιτική συµφωνία και µετωπική συµπόρευση, η δηµόσια διακηρυσσόµενη, πολιτική συγκέντρωσης όλων ανεξαιρέτως των δυνάµεων που στρέφονται όχι µόνο ενάντια στην κανιβαλική πολιτική της ΕΕ, αλλά και µε διάφορους τρόπους, ενάντια σε αυτόν καθ’ αυτόν τον ιµπεριαλιστικό µηχανισµό της ΕΕ. Συγκέντρωση που πρέπει να γίνεται µε όρους ηγεµονίας, «διακριτού χώρου ξεχωριστής έκφρασης και γόνιµης δηµοκρατικής επικοινωνίας». Πολύ περισσότερο µάλιστα, τώρα που εκατοντάδες χιλιάδες λαού, που δεν είχαν άµεση σχέση µε την Αριστερά, αποµακρύνονται από το καταρρέον αστικό κοµµατικό σύστηµα αναζητώντας πολιτική έκφραση.
Το σύνολο του αντικαπιταλιστικού προγράµµατος απαιτεί τον κοµµουνισµό ως κίνηµα που ανατρέπει την ισχύουσα κατάσταση, απαιτεί την επανάσταση, την εργατική εξουσία και κυβέρνηση. Κέντρο αυτής της πολιτικής είναι το ταξικά ανασυγκροτούµενο εργατικό και λαϊκό κίνηµα. Αυτό είναι το καθοριστικό πεδίο άσκησης της εργατικής πολιτικής, το βασικό πεδίο µιας ντε φάκτο επιβολής του αγωνιστικού δικαίου των εργαζοµένων και της νεολαίας, που βρίσκεται σε διαρκή παραβίαση, σύγκρουση και υπέρβαση των βασικών νόµων της καπιταλιστικής κυριαρχίας, ο ανώτερος δείκτης ωριµότητας της εργατικής τάξης και η συµπυκνωµένη υλική µορφή της δηµοκρατίας.
Μετωπική Συμπόρευση
Επιμένουμε και συνεχίζουμε δημιουργικά
Στις νέες συνθήκες προετοιμασίας και δημιουργίας των διαχειριστικών, αριστερών μισομνημονιακών συγκυβερνήσεων, αλλά, κυρίως, της ακροδεξιάς και νεοφασιστικής απειλής, είναι εξαιρετικά αναγκαία, επίσης, η κοινή δράση των μαχόμενων δυνάμεων της Αριστεράς, με στόχο μια ανεξάρτητη, εργατική και λαϊκή αντιπολίτευση των μαζικών αγώνων. Που δεν θα στηρίζει, ούτε θα ανέχεται οποιονδήποτε συμβιβασμό αυτών των κυβερνήσεων, αλλά θα αγωνίζεται και θα επιβάλει ριζικές ανατροπές και κατακτήσεις από τα κάτω, στον αγώνα για αντικαπιταλιστική ανατροπή της ακροδεξιάς, νεοφασιστικής επιδρομής κεφαλαίου, ΕΕ και ΔΝΤ.
Οι διαπραγματεύσεις για μια μετωπική συμπόρευση των αριστερών δυνάμεων της ανατροπής, δεν είναι παρά μια «προπόνηση», μια «προσομοίωση» με σκοπό την επικοινωνία, αλληλεπίδραση και μετασχηματισμό προς την ανατροπή, τον αντικαπιταλισμό και εν τέλει, την επανάσταση και το σοσιαλισμό – κομμουνισμό της εποχής μας, των μαζών που απεγκλωβίζονται, αλλού σταδιακά και αλλού, όπως στη χώρα μας, με ένταση και οξύτητα, από την αστική πολιτική.
Οι τωρινές δυσκολίες ή και πιθανές προσωρινές αποτυχίες, καθόλου δεν αλλάζουν την ορθότητα των αποφάσεων του 3ου Συνεδρίου του ΝΑΡ και της 2ης Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για τη μετωπική συμπόρευση. Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια τακτική πολιτική συμμαχία που επιδιώκει και μπορεί να ανοίξει το δρόμο για τον πόλο – μέτωπο της αντικαπιταλιστικής, επαναστατικής και ανατρεπτικής Αριστεράς. Επομένως, δεν ταυτίζεται με τον πόλο – μέτωπο. Το αν θα οδηγήσει σε αυτόν, εξαρτάται από τη [δημοκρατική ηγεμονία] της αντικαπιταλιστικής πολιτικής και προγράμματος μέσα στη συμπόρευση. Για αυτό απαιτείται ο υψηλός βαθμός αυτοτέλειας και η ισοτιμία όλων των δυνάμεων, απαιτείται μια ισχυρή, μαζική και ενωμένη ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Όμως, δημοκρατική ηγεμονία δεν σημαίνει λογική και πολιτισμό κυριαρχίας του συσχετισμού δύναμης επί αντιπάλων, όπως ασκεί η αστική πολιτική.
Ένας πόλος – μέτωπο εμπεριέχει και τακτική πολιτική συμφωνία και στρατηγικές στοχεύσεις, απαιτεί δεσμεύσεις. Επιχειρεί μια προωθημένη ενιαία δράση, χωρίς να μετατρέπεται σε κόμμα με ενιαία θέληση. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει ορισμένα τέτοια χαρακτηριστικά. Η μετωπική συμπόρευση, επειδή έχει το χαρακτήρα κυρίως τακτικής πολιτικής συμμμαχίας, δεν απαιτεί ανάλογες δεσμεύσεις, οι δυνάμεις της μπορούν και πρέπει να διαθέτουν μεγαλύτερη αυτονομία λόγου και πράξης για ένα διάστημα. Εμπεριέχει διάφορες μορφές: προωθημένες μετωπικές δράσεις στο μαζικό κίνημα πρωτίστως, επιμέρους και συνολικές εκλογικές συνεργασίες, κεντρική πολιτική συμφωνία, συνδυασμούς από τα πάνω και από τα κάτω οργάνωσης. Επιδίωξη είναι στο τέλος αυτού του δρόμου, να συγκροτηθεί ο πόλος – μέτωπο της σύγχρονης αντικαπιταλιστκής, επαναστατικής κι ανατρεπτικής Αριστεράς.
Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει ποιοτικά. Η ίδια η ανάπτυξη του καπιταλισμού, το πέρασμά του σε νέα κατά γενική ομολογία εποχή, σε νέα φάση ή νέο στάδιο όπως ισχυριζόμαστε εμείς, η δομική επιπλέον κρίση και κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, απαιτούν ουσιαστικές αναπροσαρμογές στην πολιτική της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Η τακτική των άμεσων στόχων που συμπυκνώνεται σε μια αριστερόστροφη κυβέρνηση δεν μπορεί να σταθεί στο σημερινό τοπίο. Η Αριστερά όμως, μπορεί να επιστρέψει ως αυτό που είναι. Ως η δύναμη εξουσίας που μπορεί να δώσει διέξοδο. Η κυβέρνηση όμως αποτελεί δομικό στοιχείο της εξουσίας. Επομένως δεν έχει σχέση με τα ονειροπολήματα που αποφεύγουν, εξομαλύνουν ή μετριάζουν την οξύτητα της ταξικής πάλης και των συσχετισμών.