Σε µια ακόµη κυβερνητική ανατροπή χωρίς εκλογές προχώρησε η Ιταλία, καθώς οι οικονοµικές ελίτ της χώρας επιχειρούν να καταφέρουν το τελειωτικό χτύπηµα στην εργατική νοµοθεσία.
Ο ιταλός πρωθυπουργός Ενρίκο Λέτα υπέβαλε και επισήµως την παραίτησή του, στον πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας, ύστερα από ένα µίνι πραξικόπηµα στο εσωτερικό του ίδιου του κόµµατός του. Τη «βελούδινη ανατροπή» ενορχήστρωσε ο γενικός γραµµατέας του ∆ηµοκρατικού Κόµµατος Ματέο Ρέντσι, ο οποίος κίνησε τις διαδικασίες για πρόταση µοµφής εναντίον του Λέτα. Όπως αποδείχθηκε αµέσως µετά, και επιβεβαιώθηκε από δηµοσιεύµατα της εφηµερίδας Ουνιτά, ο Ρέντσι είχε ήδη ετοιµάσει λίστα µε το νέο υπουργικό σχήµα, ενώ επιχειρεί να προχωρήσει σε δραµατικές συνταγµατικές µεταρρυθµίσεις µε τις οποίες θα καταργήσει τη Γερουσία (άνω βουλή). «∆εν µπορούµε να περιµένουµε άλλους έξι µήνες για εκλογές… ώστε να προωθήσουµε τις ριζοσπαστικές και ρηξικέλευθες αλλαγές που απαιτούνται» δήλωσε χαρακτηριστικά ο Ρέντσι στην ηγεσία του ∆ηµοκρατικού Κόµµατος, στην οποία παρουσίασε τα σχέδιά του για το άµεσο µέλλον.
Προτού προχωρήσει σε οποιαδήποτε κίνηση ο Ρέντσι εξασφάλισε τη στήριξη του συνδέσµου ιταλών βιοµηχάνων. Στα µέσα της εβδοµάδας και προτού ανακοινώσει επισήµως τις τελικές του αποφάσεις συναντήθηκε µε τον πρόεδρο της περίφηµης Κονφιντούστρια Τζιόρτζιο Σκουίνζι, ο οποίος έχει µιλήσει µε τα καλύτερα λόγια για τις µεταρρυθµίσεις που ετοιµάζει ο Ρένζι στην αγορά εργασίας – προς όφελος φυσικά των µεγαλύτερων επιχειρήσεων της χώρας.
Ο Ρένζι, αναµένεται να κινηθεί στα βήµατα του «κεντροαριστερού» Γερµανού πρώην καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ αλλά και του Βρετανού πρώην πρωθυπουργού, Τόνι Μπλερ, οι οποίοι µέσα σε λίγα χρόνια κατάφεραν να ανατρέψουν και τα τελευταία ψήγµατα φιλεργατικής νοµοθεσίας που είχε επιβιώσει από την µεταπολεµική περίοδο ακµής του ευρωπαϊκού καπιταλισµού. Χωρίς δηλαδή να εγκαταλείψει την πολιτική λιτότητας που επιβάλλει η ΕΕ, η νέα ηγεσία του ∆ηµοκρατικού Κόµµατος θέλει να προσφέρει στην Ιταλική αστική τάξη τις δοµικές αλλαγές που δεν κατάφερε να επιβάλλει για διάστηµα σχεδόν ενός αιώνα.
Συγκεκριµένα η νέα εργατική νοµοθεσία, που προτείνει ο επίδοξος πρωθυπουργός, προβλέπει ότι οι νεοπροσληφθέντες σε µια εταιρεία δεν θα έχουν στοιχειώδη εργασιακά δικαιώµατα πριν περάσουν τρία χρόνια. Στόχος της σχετικής πρότασης είναι η δηµιουργία µιας στρατιάς χαµηλά αµειβοµένων και πρακτικά ανασφάλιστων εργαζοµένων που θα ελέγχονται από εταιρείες υπεργολάβων και θα υπενοικιάζονται σε µεγάλες εταιρείες. Καταργώντας στην πράξη κάθε δικλίδα ασφαλείας για την προστασία των εργαζοµένων από µαζικές απολύσεις η νέα νοµοθεσία θα επιτρέπει επίσης σε µεγάλες εταιρείες να πετυχαίνουν µειώσεις µισθών µέσω διαδοχικών απολύσεων και επαναπροσλήψεων του συνόλου των εργαζοµένων – στο πρότυπο των «απολύσεων» που δοκίµασε και στην Ελλάδα η εταιρεία Βόνταφον.
Παράλληλα προωθείται περαιτέρω ψαλίδισµα της φορολογίας προς το µεγάλο κεφάλαιο έως και κατά 10%, το οποίο θα µεταφραστεί φυσικά σε νέα µέτρα λιτότητας για το σύνολο του πληθυσµού. Η Ιταλία πληρώνει ήδη τεράστιο κόστος από την ακολουθούµενη οικονοµική πολιτική καθώς βλέπει το χρέος της να αυξάνεται και το ΑΕΠ να συρρικνώνεται µε δραµατικούς ρυθµούς. Όπως συµβαίνει µάλιστα και στην Ελλάδα, οι εξελίξεις αυτές δεν µεταφράζονται σε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και προσέλκυση ξένων επενδύσεων αλλά αντιθέτως στην έξοδο κεφαλαίου στο εξωτερικό. Η αναµενόµενη µεταφορά της έδρας της Φίατ έξω από την Ιταλία αναµένεται να επιστεγάσει σε συµβολικό αλλά και πρακτικό επίπεδο αυτή την πορεία.
Εάν ολοκληρωθεί το πραξικόπηµα Ρέντσι η Ιταλία θα έχει γνωρίσει τέσσερις διαφορετικούς πρωθυπουργούς, και πολλά περισσότερα κυβερνητικά σχήµατα, τα οποία δεν αντιστοιχούν σε ανάλογες εκλογικές διαδικασίες. Ακόµη όµως και αν ο Ρέντσι δεν πετύχει την οµαλή µετάβαση που επιθυµεί, πολιτικοί και οικονοµικοί κύκλοι στην Ιταλία φαίνεται να προετοιµάζουν και για την Ιταλία ένα µεγάλο συνασπισµό (ενδεχοµένως µε τη συµµετοχή ακόµη και του Μπέπε Γκρίλο από το κίνηµα των πέντε αστεριών) ο οποίος θα αναλάβει να πραγµατοποιήσει την αντεργατική επίθεση. Το σενάριο αυτό προωθεί και ο Μπερλουσκόνι, ο οποίος ύστερα από τις πρόσφατες δικαστικές περιπέτειες του έλαβε το µήνυµα των οικονοµικών ελίτ ότι θα πρέπει να προσαρµοστεί στη νέα γραµµή.
Αξίζει να σηµειωθεί ότι η Ιταλία (όπως και η Ελλάδα) δείχνει και πάλι το δρόµο για τις βαθιά αντιδηµοκρατικές και σχεδόν πραξικοπηµατικές επιλογές που απαιτούνται προκειµένου να προωθηθούν τέτοιου είδους ριζικές αλλαγές σε ελάχιστο χρονικό διάστηµα. Η σηµερινή κρίση δεν είναι τίποτα περισσότερο από τη συνέχιση του τεχνοκρατικού πραξικοπήµατος που είχε πραγµατοποιηθεί στην Ιταλία µε την τοποθέτηση του Μάριο Μόντι, της Γκόλντµαν Σακς, στον πρωθυπουργικό θώκο. Όπως αποκάλυψε µάλιστα πριν από µερικές ηµέρες η βρετανική εφηµερίδα Φαϊνάνσιαλ Τάιµς, η ανατροπή του πρώην πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι, είχε δροµολογηθεί πολύ πριν από την κρίση στην αγορά οµολόγων που χρησιµοποιήθηκε ως πρόσχηµα για την αναρρίχηση του Μόντι στην εξουσία. Ο ίδιος ο «τεχνοκράτης-δικτάτορας» µάλιστα αποκάλυψε σε συνέντευξή του ότι είχε δεχθεί πρόταση από τον πρόεδρο της Ιταλίας αρκετά πριν εκδηλωθεί η κρίση και φυσικά εν αγνοία του Μπερλουσκόνι.
Οι δραµατικές εξελίξεις στην Ιταλία φέρνουν στο προσκήνιο τις επιπτώσεις που µπορεί να έχει σε µια χώρα η σταδιακή µετατόπιση αριστερών σχηµάτων, όπως ήταν το ∆ηµοκρατικό Κόµµα προς τα δεξιά, µέσω της επικράτησης στους κοµµατικούς µηχανισµούς των πιο συντηρητικών στοιχείων. Ο Ματέο Ρέντσι, όπως και ο Ενρίκο Λέτα, ακολουθώντας τα βήµατα του Μάσιµο Ντ’ Αλέµα, αποτελούν το χαρακτηριστικότερο παράδειγµα αυτής της µετεξέλιξη. Η πρόσδεση του κόµµατος στα συµφέροντα των µεγάλων ιταλικών τραπεζών και το άνοιγµα απευθείας διαύλου επικοινωνίας µε τον Ιταλικό ΣΕΒ ήταν απλώς το τελευταίο στάδιο µιας µακρόχρονης διαδικασίας.