του Θανάση Σκαμνάκη
Αφιέρωμα στον Θόδωρο Αγγελόπουλο
Το έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου, μεγάλο και σε όγκο και σε αξία, έχει πολλούς ερμηνευτές και πολλές ερμηνείες. Έχουν γραφτεί πάμπολλα σχετικά και έχει εστιαστεί η προσοχή και η αξιολόγηση σε διάφορες όψεις, ανάλογες με το βλέμμα του εκτιμητή και ερμηνευτή, πολύ ενδιαφέροντα και κάποια πολύ σπουδαία. Το ταξίδι, η σιωπή, η προσφυγιά, η εξορία κλπ. Είναι ωστόσο όλα ή σχεδόν όλα οι επί μέρους πλευρές ενός έργου και ενός δημιουργού που επεδίωξε και πέτυχε να αποτυπώσει έναν κόσμο ως ΟΛΟΝ. Το έργο αυτό παλεύει με την Ιστορία, όχι ως παρελθόν αλλά και ως παρόν και μέλλον, ως ενιαίο και σπαρασσόμενο σώμα. Όλα τα άλλα εντάσσονται σε αυτόν τον βασικό καμβά, ως πολύ σημαντικά, ως συστατικά στοιχεία, χωρίς αυτά το έργο εκμηδενίζεται, αλλά πάντως δεν είναι αυτά όλο το έργο. Στην διαπραγμάτευση της Ιστορίας από τον Αγγελόπουλο, πρωταγωνιστής είναι η Αριστερά. Με κάθε τρόπο, από την πρώτη ως την τελευταία ταινία. Ως υπόρρητη δήλωση και αντίληψη στην «Αναπαράσταση», ως προσδοκία στη «Σκόνη του χρόνου». Αν όλα αυτά είναι σωστά, μόνο μια ερμηνεία του αγγελοπουλικού έργου από τη σκοπιά της Ιστορίας και της Αριστεράς θα μπορούσε να το προσεγγίσει με μεγαλύτερη πληρότητα. Αυτή είναι και η ουσιαστική αιτία που το δικό μας ιστορικό ρεύμα συνδέεται στενά με τις αναζητήσεις του Θ. Αγγελόπουλου και όχι τόσο οι δηλώσεις του πως υποστηρίζει το ΝΑΡ.
Ουσιαστικά ο Αγγελόπουλος συνδέεται, με την ριζοσπαστική αναζήτηση της δικτατορικής περιόδου. Απέναντι σε ένα ρεύμα που ερχόταν από τα παλιά, διαμορφωμένο από μια Αριστερά που δεν μπορούσε να απαλλαγεί από τα σύνδρομα της ήττας, που θρηνούσε για την προδομένη δημοκρατία και αναζητούσε, εκλιπαρούσε συχνά, έναν «ευρωπαϊκό δημοκρατικό εκσυγχρονισμό», αναπτύχθηκε ένα ρεύμα που αναζήτησε και άρχισε να διατυπώνει μια νέα επαναστατική εξαγγελία. Πάνω σ’ αυτό το ρεύμα, με όλες τις αντιφάσεις, τις αφέλειες και τις ολιγωρίες του διαμορφώθηκε το φοιτητικό αντιδικτατορικό κίνημα. Το ρεύμα αυτό αποτύπωσε τα δικά του χαρακτηριστικά στην μεταπολιτευτική εποχή, απαλλαγμένο από τα συμπλέγματα και τα στερεότυπα της παλιάς εν πολλοίς ενσωματωμένης Αριστεράς. Δεν διεκδικεί, δεν εκλιπαρεί για έναν χάρισμα ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό. Έχει συνείδηση πως η Αριστερά για να υπάρχει χρειάζεται να διεκδικεί και να οργανώνει μια συνολική, ως το βάθος επαναστατική ανατροπή. Αυτή την ίδια ιδέα εξέφρασε ποικιλοτρόπως και ο Θ. Αγγελόπουλος στο έργο του. Έλεγε ο ίδιος: «Και τι μπορεί να κάνει ένας ποιητής; Να τραγουδήσει την επανάσταση. Να κλάψει τους νεκρούς. Να ανακαλέσει το χαμένο πρόσωπο της ελευθερίας».
Έτσι συναντήθηκε με την αναζήτηση του δικού μας ιδεολογικού και πολιτικού ρεύματος. Τουτέστιν, με το αδύναμο αλλά ορατό, ασαφές και αβέβαιο, αλλά φλεγόμενο, σχέδιο μιας νέας επαναστατικής Αριστεράς. Κι όπως εμείς αυτά τα χρόνια κινούμασταν στην αβεβαιότητα και την αναζήτηση, ύστερα και από τις τόσες καταρρεύσεις, έτσι και ο Αγγελόπουλος στις ταινίες του διαχωρίζεται από το πριν αλλά συναντά την ομίχλη. Όμως πάντα στο τέλος κάθε ταινίας υπάρχει μια ελπίδα. Όχι μια ανιστόρητη αισιοδοξία.
Έλεγε ο ίδιος, το 1991, ακόμα, λίγο μετά το τέλος των γυρισμάτων της ταινίας «Το μετέωρο βήμα του πελαργού»:
«Έχω την εντύπωση ότι περνάμε μια περίοδο αλεξανδρινή, σε σχέση με την προηγούμενη που θα τη λέγαμε κλασική. Αν η κλασική εποχή χαρακτηρίζεται από δημιουργία, η αλεξανδρινή χαρακτηρίζεται από συντήρηση, βιβλιογραφίες, σκέψη πάνω σ’ αυτό που έχει γίνει. Όμως, είναι μια περίοδος σιωπής, μυστικών αναζητήσεων, οι οποίες ακόμα δεν έχουν βρει το όνομα τους. Δεν θα μπορούσε να ονομάσει κανείς την αναζήτηση συγκεκριμένα, υπάρχει όμως ένα ρεύμα, μια ανάγκη. Κανείς δεν μπορεί να παραδεχτεί αυτόν τον κόσμο όπως είναι και να τον προτείνει. Είχα πει αρκετές φορές ότι αυτό το αίσθημα σιωπής με διακατέχει από μια εποχή και μετά. Σαν κάπου να σωπαίνουν σιγά-σιγά όλα. Ας το πω καλύτερα με παράδειγμα. Όταν έφτασα στο Παρίσι να σπουδάσω, δεν προλάβαινα να δω πράγματα που ήθελα να δω και ν’ ακούσω πράγματα που ήθελα ν’ ακούσω. Τόσα πολλά ήταν. Τόσες πολλές ήταν οι προτάσεις – αισθητικές, πολιτικές, κοινωνικές, φιλοσοφικές. Όταν μετά το ’80 ξαναγύρισα, έμοιαζε ο χώρος αυτός να έχει σωπάσει. Η εντύπωση ότι σώπασαν κάποια πράγματα δεν είναι δική μου, είναι εντύπωση που έβγαινε από τον ίδιο εκείνο χώρο, από διαφορετικές πλευρές, από διαφορετικές ομάδες, από διαφορετικές γενιές και ηλικίες. Η σιωπή δεν είναι τυχαία. Απουσιάζουν οι νέες προτάσεις σ’ όλα τα επίπεδα. Μπορεί να θέλουμε να πιστέψουμε κάτι, να θέλουμε να υπάρξει αυτό το κάτι και χωρίς αυτό το όνειρο, αυτήν την ελπίδα θα αισθανόμαστε συρρικνωμένοι και ασήμαντοι και χωρίς όπλα για το μέλλον. Αλλά η εποχή που λέγαμε «καβάλα πάμε στον καιρό» πέρασε. Η εντύπωσή μου είναι, λοιπόν, ότι περνάμε ένα διάστημα, μια καμπύλη σιωπής. Θα μπορούσε να ονομαστεί περίοδος αναμονής, σαν να πρόκειται να γεννηθεί κάτι καινούργιο, που δεν ξέρουμε ακόμα, όμως, τα ακριβή του χαρακτηριστικά. Ας το πούμε ένα καινούργιο όνειρο ή όραμα. Αυτό που πρόκειται να αντικαταστήσει, αυτό που πρόκειται να γεμίσει τη σιωπή που υπάρχει αυτή τη στιγμή. Αισθάνομαι πρώτη φορά τόσο έντονα σαν να είμαι σε αίθουσα αναμονής, μια μακριά αίθουσα αναμονής, και στο βάθος υπάρχει μια πόρτα που περιμένω να ανοίξει. Δεν ξέρω ούτε πότε θα ανοίξει ούτε τι θα φανεί».
Στην ουσία ο δημιουργός αναζητεί βοήθεια. Καλεί τις δυνάμεις της κοινωνίας, της σκέψης, της πολιτικής, τη νεολαία, τους συνανθρώπους και τους συντρόφους του, να του προσφέρουν τη νέα τους ψυχή. Για να μπορέσει να δει. Τι πιο σαφές για την αγωνία και την αναζήτηση ενός δημιουργού, που δεν «πειθαρχεί» στον μικρομεσαίο καιρό του; Κοντολογίς, ψάχνει να μας βρει αλλά δεν μας βλέπει. Έτσι πορεύεται κι εκείνος με τις δικές του αβεβαιότητες. Μερικές φορές πιο σαφής και ξεκάθαρος, ώστε να γίνεται παρεξηγήσιμος, με τα μέσα και τα εργαλεία μιας κουτσής πολιτικής προσέγγισης. Μερικές άλλες πιο μακριά από το δικό μας σχέδιο. Μερικές πιο κοντά ή και ταυτιζόμενος. Προφανές. Η δική μας αμηχανία για τον καιρό και οι αμφισημία μας, δεν είναι σε θέση να αποτυπώσουν ισχυρό σημάδι στην κοινωνική ζωή, πολύ περισσότερο να δώσουν στον δημιουργό μια ισχυρή εντύπωση. Τα δυο ποτάμια μας, του δημιουργού και το δικό μας, συναντιούνται, απομακρύνονται, ξανασυναντιούνται κοκ. Ως παράλληλες και αλληλοεπηρεαζόμενες αναζητήσεις.
Ο Αγγελόπουλος συχνά βρίσκεται πιο μπροστά, από τις αναζητήσεις των επαναστατικών ρευμάτων. Στέκεται αμήχανος αρχικά αλλά εκεί που σύσσωμη η Αριστερά παρατείνει την αμηχανία της εκείνος τολμά να προτείνει, να διατυπώσει απαντήσεις ή έστω διερευνά. Μην το ξεχνάμε, είναι η εποχή των καταρρεύσεων και τα παλιά είδωλα έχουν γκρεμιστεί με πάταγο, οι πεποιθήσεις δεκαετιών έχουν κλονιστεί βαθειά, προκαλώντας κλονισμούς ακόμα και σε εκείνους που είχαν ήδη απορρίψει την πίστη των ειδώλων. Εκεί ο Αγγελόπουλος εισβάλει κινηματογραφικά στο σκοτάδι και ψάχνει την παλιά και τη νέα πραγματικότητα. Με αυτή την βαθύτερη κατανόηση μπορούμε να «διαβάσουμε» καλύτερα σήμερα το έργο του εμείς, με τη δική μας ματιά. Περιέχει αποκλίσεις, λάθη, αστοχίες, αν το κρίνουμε από τυπική πολιτική σκοπιά, αλλά είναι ιδιοφυές, διεισδυτικό και επαναστατικό, αν το κρίνουμε στη διαλεκτική του σχέση με την πραγματικότητα της εποχής του, με τα επαναστατικά ιδεολογικά ρεύματα και με τις αισθητικές αναζητήσεις στο τέλος του 20ου αιώνα των διαψεύσεων και στην ανατολή του 21ου που κουβαλάει περισσότερα ερωτήματα από απαντήσεις.
Έλεγε, ακόμα από το 1991:
«Μιλάμε για μια εποχή που η σύγχυση είναι πάρα πολύ μεγάλη. Έχουν τεθεί μια σειρά προβλήματα που θα μπορούσαν να γίνουν εκρηκτικές ύλες για το αύριο. Δεν πιστεύω ότι το τέλος κάποιου ονείρου σχεδόν ενός αιώνα, που το ζέστανε μυστικά ο προηγούμενος, μπορεί να τελειώσει και οι επιπτώσεις της κατάρρευσης να εξαλειφθούν μέσα σε λίγα χρόνια. Θα κρατήσουν αρκετά. Μια Ευρώπη των προσφύγων είναι μια Ευρώπη ανθρώπων σ’ αναζήτηση ονείρου».
Από την άλλη πλευρά ο Αγγελόπουλος εκφράζει μια ιστορική συνέχεια της αναζήτησης. Το έργο του αλλά και ο ίδιος ως προσωπικότητα εμπεριέχει ολόκληρο τον 20ο αιώνα, τις ιστορικές συγκρούσεις του, την κουλτούρα του και τις εν γένει προσπάθειές του. Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς πως θα ήταν το έργο του χωρίς την ποίηση του Γ. Σεφέρη. Εν πολλοίς, στις ταινίες του ανακαλύπτεις μια ελεύθερη κινηματογραφική-εικαστική μεταφορά στίχων του ποιητή. Ενσωματώνει επίσης την πνευματική αναζήτηση και τις πνευματικές κατακτήσεις από την κλασική ελληνική αρχαιότητα. Υπογραμμίζει και με αυτόν τον τρόπο σε μας την ανάγκη να ενοποιούμε αδιάκοπα τον κατακερματισμένο κόσμο, με μια προσέγγιση που θα αφομοιώνει και θα εξελίσσει διαλεκτικά τις πνευματικές και ιστορικές κατακτήσεις, σε μια εποχή που η κοινωνική ζωή αποσυντίθεται, όπου οι άνθρωποι μετατρέπονται σε απομονωμένες προσωπικότητες, κομματιασμένες κι αυτές. Το μόνο που ενώνει τους ανθρώπους πια είναι το πιο διχαστικό: Η τηλεόραση.
Λένε κάποιοι πως ο Αγγελόπουλος δεν είναι λαϊκός, δεν είναι κατανοητός. Ο λαϊκός πολιτισμός, ο Τσιτσάνης, ας πούμε, υπήρξε και αναπτυσσόταν στη βάση μιας κοινωνίας με ενιαίες εκφράσεις, συλλογική ζωή και συμπεριφορά. Η «Δραπετσώνα» έγινε ένας λαϊκός ύμνος, γιατί στην Ελλάδα παντού υπήρχαν Δραπετσώνες. Όμως, σήμερα τα στοιχεία που ενοποιούν τους ανθρώπους αποσυντίθενται. Ποια είναι, ας πούμε η εργατική τάξη; Σκορπισμένη στη δουλειά, στην κατοικία, στην κοινωνική ζωή και στην πολιτική. Οι πολιτικές δυνάμεις δεν συνενώνουν. Οι ιδεολογικές αναζητήσεις δεν πείθουν. Τα μεταμοντέρνα ρεύματα υποσκάπτουν. Μόνο η θρησκεία και η τηλεόραση συγκροτούν ενότητες. Πόσο δραματική γίνεται η θέση του καλλιτέχνη σε ένα τέτοιο πεδίο γίνεται αντιληπτό.
Οι ταινίες του Θ. Αγγελόπουλου από αυτή την πλευρά συνιστούν την πιο εμπνευσμένη και εκκωφαντική κραυγή αντίστασης και απόγνωσης μαζί. Αν του καταμαρτυρήσουμε ασυνέπεια, ασάφεια ή ελιτισμό, πόσο πιο αυστηροί πρέπει να γίνουμε με τους εαυτούς μας, που ενώ υποσχόμαστε και επιθυμούμε μια πολιτική, ιδεολογική και επαναστατική πρωτοπορία, ουσιαστικά αναπαράγουμε το κομμάτιασμα του αστικού κόσμου, αρνούμαστε, αδιαφορούμε ή αδυνατούμε να ενσωματώσουμε, στη συμπεριφορά και την πολιτική μας τον πνευματικό πολιτισμό. Κι όμως μια επαναστατική αντίληψη δεν ολοκληρώνεται αν δεν ενοποιεί τον κόσμο, αν δεν διεκδικεί και δεν κατακτά ολόκληρη τη γνώση, στη διαλεκτική και κριτική της πρόσληψη, αυτό που είναι δικό μας και ενοποιεί τον κόσμο μας. Τον Τσιτσάνη, τον Χατζιδάκι, τον Αγγελόπουλο, τον Σεφέρη, το Ρίτσο –όχι γιατί ή κυρίως γιατί, ήταν μέλος του κόμματος…
*Εισήγηση του Θανάση Σκαμνάκη στην εκδήλωση της Λέσχης νεολαίας, θεωρίας και πολιτισμού “Αναιρέσεις” στις 22 Ιανουαρίου με τίτλο “Θόδωρος Αγγελόπουλος. Κόντρα στη σκόνη του χρόνου.”