του Θάνου Ανδρίτσου
Μια φωτογραφία εμφανίστηκε πρόσφατα. Έδειχνε τη βασική ενδεκάδα ποδοσφαίρου της Ελβετίας με μόνο τρείς αθλητές. Η μορφή των υπόλοιπων οκτώ είχε σβηστεί. Είχαν μείνει μόνο οι γηγενείς Ελβετοί και είχαν σβηστεί όσοι έχουν πολυεθνική καταγωγή.
Ήταν ένα καυστικό σχόλιο για την απόφαση του δημοψηφίσματος της 9ης Φεβρουαρίου, στο οποίο με οριακή πλειοψηφία 50,3% αποφασίστηκε να μπουν περιορισμοί στην είσοδο και την διαβίωση στη χώρα μεταναστών. Η Ελβετία, παρότι μη μέλος της ΕΕ, είχε σε ισχύ συμφωνία ελεύθερης μετακίνησης των κατοίκων εντός Σένγκεν χωρών. Στην εκστρατεία για τον αντιμεταναστευτικό νόμο, πρωταγωνίστησε η ακροδεξιά ενώ το αποτέλεσμα καθόρισε η μαζική πλειοψηφία που απέσπασε στα συντηρητικά ανατολικά γερμανόφωνα καντόνια, σε αντίθεση με την καταψήφιση στα δυτικά γαλλόφωνα καντόνια και τις μεγάλες και πολυεθνικές πόλεις.
Την απόφαση αποδοκίμασαν οι διεθνείς οργανισμοί, οι πολυεθνικές ελίτ και σχεδόν όλα τα μέσα ενημέρωσης του κόσμου. Ωστόσο, θα ήταν τυφλός όποιος δεν αναγνώριζε μια συνέχεια στην αντιμεταναστευτική πολιτική από την Ελβετία μέχρι την Αγγλία, που κόβουν τα επιδόματα στους ξένους και βέβαια την Ελλάδα, την Ιταλία με τις Λαμπεντούζες και τα Φαρμακονήσια στα οποία χάνονται κατατρεγμένοι του κόσμου.
Η δυσφορία της ΕΕ και των πολυεθνικών επιχειρήσεων για την Ελβετική απόφαση σαφώς και δεν εκφράζει κάποια αντιρατσιστικά ή ανθρωπιστικά αισθήματα. Είναι ο φόβος για οικονομικές δυσκολίες που μπορεί να προκύψουν από την παρεμπόδιση της κίνησης των ευρωπαίων επιστημόνων και ειδικευμένων εργατών που συντηρούν τους παγκόσμιους επιχειρηματικούς κολοσσούς όπως η Νεστλέ και η Ρος και πιθανότητα μιας συντηρητικής εθνικής αναδίπλωσης στην ιστορική έδρα της πολυεθνικής αστικής τάξης. Όμως μπορεί πράγματι να διαμαρτύρεται κάποιος για την πολιτική στα σύνορα της Ελβετίας, όταν αυτός εμπνεύστηκε την πολιτική στα σύνορα της ΕΕ;
Η ανατριχιαστικές αναλογίες είναι έντονες. Οι απόβλητοι του κόσμου, διαλυμένοι από πολέμους, δικτατορίες, κλιματικές αλλαγές που τους φόρτωσε ο αναπτυγμένος καπιταλισμός, συρρέουν κατά εκατομμύρια στην Ευρώπη. Τα χρόνια της «ανάπτυξης» γίνονται τα εκμεταλλευόμενα γρανάζια. Αλλά, τα χρόνια της κρίσης, το «φρούριο» κλείνει. Κανείς πια να μη διαβεί τα σύνορά του, δεν είναι πια αναγκαίος. Και μαζί με την απόφαση της οικονομικής ολιγαρχίας, το απάνθρωπο πρόσωπο της «πολιτισμένης» Ευρώπης συμπληρώνεται με την άνοδο των εθνικισμών, του ρατσισμού, των ανορθολογικών ρευμάτων για βαρβάρους που μας επιβουλεύονται. Όμως οι βάρβαροι δε χρειάζεται να είναι σκουρόχρωμοι. Γιατί τώρα ανοιχτόχρωμοι, μορφωμένοι και «καλλιεργημένοι» ευρωπαίοι, του Νότου και όχι μόνο, αρχίζουν να γίνονται και αυτοί απόβλητοι και κατατρεγμένοι. Γιατί να μην κλείσει τις πόρτες σε αυτούς τους εισβολείς που συρρέουν από φτωχότερες χώρες και η Ελβετία;
Κάπου εδώ αρχίζει να γιγαντώνεται ο παραλογισμός. Γιατί, τι θα ήταν η Ελβετία αν δεν ήταν η έπαυλη του παγκόσμιου κεφαλαίου; Τι θα ήταν αν όχι ο «κηπάκος μέσα στη ματωμένη έρημο» που έγραφε ο Χικμέτ, το πλυντήριο του πλούτου κάθε αδίστακτου δικτάτορα, κάθε αξιωματούχου του ναζισμού, κάθε εμπόρου ναρκωτικών; Αν δεν ήταν η μεγαλύτερη καρικατούρα δημοκρατίας, με ένα πολιτικό σύστημα διορισμένο από το τραπεζικό κεφάλαιο, που μπορεί να κάνει δημοψηφίσματα για τα πάντα εκτός από το τραπεζικό απόρρητο και την ουδετερότητα;
Μια χώρα στα χέρια του λαού της, θα σκέφτηκε πιθανώς ένας αγρότης στα περίχωρα της Βασιλείας, στο κάτω άκρο της χώρας με τη μεγαλύτερη κοινωνική ανισότητα στον κόσμο. Κι έτσι θα ψήφισε ενάντια στους ξένους. Και για άλλη μια φορά, θα έριξε το φταίξιμο στα αθώα θύματα του καπιταλισμού, αφήνοντας αλώβητους όλους αυτούς στις τράπεζες και της βίλες της Ζυρίχης και της Βέρνης που θα συνεχίσουν να πίνουν το αίμα του ίδιου και όλης της ανθρωπότητας.