Αφιέρωμα στον Θόδωρο Αγγελόπουλο*
του Κωστή Ζουλιάτη
Αντί εισαγωγής
«Με τα μάτια των νέων», ήταν ο τίτλος του αφιερώματος της Ταινιοθήκης στο έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου, καλώντας μας να κάνουμε την κουβέντα μέσα από αυτή την οπτική. Όμως η συνήθης χρήση της έννοιας του «νέου» αφορά έναν ηλικιακό διαχωρισμό, ο οποίος από μόνος του δεν προσδιορίζει τίποτα. Ειδικά όταν αναφερόμαστε σε έργα τέχνης, αλλά και πράξεις πολιτικές, η έννοια οφείλει να χαρακτηρίζει μια πνευματική και όχι ημερολογιακή κατάσταση: έτσι κι αλλιώς, η τέχνη προσλαμβάνεται με όρους αθανασίας και μιας αυτόνομης πορείας στο χρόνο –πέρα ακόμα κι από τη ζωή του δημιουργού. Και για έναν επιπλέον λόγο: ο δημιουργός δεν είναι πια εδώ. Το αφιέρωμα αυτό είχε ως αφορμή μια τραγική επέτειο, την ημερομηνία αναχώρησής του. Η έννοια της επετείου φορτίζεται εξ ορισμού με κάτι το θλιβερό, κατι περασμένο, το οποίο αναβιώνεται μερικώς για την περίσταση. Το ευτυχές είναι ότι σε αυτή την επέτειο –όπως και πέρσι- εκείνο που αναβιώνεται είναι ακριβώς αυτό που μας παρέδωσε ο δημιουργός: όλες οι ταινίες του, σε μια σκοτεινή αίθουσα, με όλο το σωστό χρόνο και χώρο να τις δούμε και να αποκτήσουμε το δικό μας βλέμμα πάνω τους.
Μετά την αναχώρηση του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ο όγκος των αφιερωμάτων που δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες και το διαδίκτυο υπήρξε εντυπωσιακός. Κριτικοί κινηματογράφου και λογής αρθρογράφοι -ακόμα κι εκείνοι των οποίων τα γραπτά και οι μικρές λέξεις τους είναι ακόμα εδώ…- επιχείρησαν να τον αγιοποιήσουν, όχι επειδή άλλαξαν γνώμη, όχι επειδή το σινεμά του έγινε αίφνης «προσιτό» και χρήσιμο ή κομμάτι της τέχνης και της Ιστορίας που αντιλαμβάνονται. Ο Αγγελόπουλος έπρεπε να μπει σε ένα κουτί: να αναγνωριστεί, να τιμηθεί -όπως γίνεται σε κάθε τι νεκρό- ώστε να πάψει αυτό το έργο να είναι ζωντανό, να γίνει μουσειακό. Και ως μη ζωντανό, να χάσει τον ανατρεπτικό του ρόλο και σκοπό. Ήταν η πάντοτε αγωνιώδης προσπάθεια του άρχοντος πολιτισμού να νουθετήσει τη φωνή της Άλλης Θάλασσας, να δαμάσει τα άλλοτε ορμητικά νερά της, καταγράφοντας στην αφήγησή του μια διαλεκτική ασάλυετη, μια διεκδίκηση χαμένη, μια γενιά ηττημένη, ιστορικά περαιωμένη και ξεπερασμένη, αναδεικνύοντας παράλληλα ως επιφανειακή τη βαθύτερη ουσία του έργου αυτού, που βρίσκεται στη μουσική, στην ποίηση, στη μουσικότητα των εικόνων: δεν θα βρείτε ταινία του που να μην υπάρχει χορός, σε όλες τις ταινίες του υπάρχει ποίηση, όχι σε απαγγελία, αλλά λειτουργικά ενταγμένη στο κάθε τι που βλέπεις, κοινωνείς και αισθάνεσαι. Σε όλες τις ταινίες του μας θυμίζει ότι σε κάθε ιστορική φάση και δοκιμασία των ανθρώπων, υπήρχε πάντα το τραγούδι –ας το δούμε αυτό σήμερα ως μια βασική αναπηρία στον πολιτισμό που κοινωνούμε και στον κατακερματισμένο αποσπασματικό κόσμο του ελεύθερου χρόνου. Υπήρχε το τραγούδι, όχι ως υπογράμμιση, συνοδεία ή παρηγοριά, αλλά ως δομικό στοιχείο της εικόνας.Με λίγα λόγια, στο έργο αυτό υπάρχει κάθε μεγάλη έκφανση της ζωής ως πολιτική πράξη και δήλωση.
Εδώ λοιπόν είναι που τους τα χαλάει ο Τεό. Το έργο του δεν είναι νεκρό, δεν είναι καν μουσειακό. Προφητεύει διορατικά και διαλεκτικά αυτό που έρχεται, συνιστώντας παράλληλα μια εξαίρετη περίπτωση ποιητικής ειδησεογραφίας: μαθαίνουμε την Ιστορία και τον κόσμο, σε πραγματικό χρόνο. Το «Βλέμμα του Οδυσσέα» μας έμαθε π.χ. για τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, όσα δεν νιώσαμε από τις τόσες σκηνές ωμότητας στις ειδήσεις.
Σε μια σκηνή της ταινίας στο Σεράγεβο, όπου δεν υπάρχει ψυχή στο δρόμο παρά μόνο πτώματα, από ένα παλιό κτίριο, διάτρητο από τις βόμβες και τις σφαίρες, βγαίνουν άνθρωποι που από το ντύσιμο και τις κινήσεις τους παραπέμπουν σε τροφίμους ψυχιατρείου. Κάνουν κινήσεις προσπαθώντας να καταλάβουν τι συμβαίνει, σαν να βγαίνουν πρώτη φορά στο φως, ψηλαφώντας τα πτώματα, σαν εξωγήινοι. Σε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που διαρκεί αυτή η μάλλον αργή για τους κριτικούς σκηνή, μπόρεσα να καταλάβω τι είναι ο πόλεμος –τι σημαίνει ένας πόλεμος δίπλα σου. Τότε ένιωσα πολύ βαθιά την παράνοιά του.
Παράλληλα, υπάρχει το χιούμορ σε όλες τις ταινίες. «Οι Κυνηγοί» θα μπορούσαν να θεωρηθούν μια ιδιότυπη περίπτωση πολιτικής κωμωδίας, ενώ διακριτικό πλην ξεκάθαρο και καίριο χιούμορ –κυρίως πολιτικό- βρίθει διάσπαρτο τουλάχιστον στις πρώτες ταινίες του. Η σκηνή στην παραλία στις «Μέρες του ’36» θαρρείς πως είναι βγαλμένη από ταινία των Monty Python.
Κυρίως όμως, στο έργο του υπάρχει πάντα η ανατροπή, ακόμα και σε αισθητικές και κοινωνιολογικές συντεταγμένες. Ο «Μελισσοκόμος» του 1986 αποτελεί και μια τοιχογραφία της εποχής σε ονόματα: η Νάντια Μουρούζη, σύμβολο του σεξ τότε –στην ταινία συμβολίζει τη νέα γενιά, την τελευταία ελπίδα του μελισσοκόμου Σπύρου -του εξόριστου από τον τόπο και την ουτοπία του- να βρει ενα πάτημα. Βλέπουμε επίσης τη Βάσια Παναγοπούλου, τον Σταμάτη Γαρδέλη σε ένα πλάνο, τον Δημήτρη Πουλικάκο. Το τραγούδι του τζουκ μποξ τραγουδάει η Τζούλι Μασίνο –που την μάθαμε πολλά χρόνια αργότερα από την τηλεόραση- και το έχει ενορχηστρώσει η Καραϊνδρου μαζί με τον Κώστα Χαριτοδιπλωμένο. Δίπλα τους η παλιότερη γενιά που είχε συνδεθεί με πιο αγοραίες ανάγκες του λαϊκού θεάματος -ο Ντίνος Ηλιόπουλος που πλην του «Δράκου» δεν αξιώθηκε να παίξει σε μια ταινία δημιουργού ή ο Παπαγιαννόπουλος στο «Ταξίδι στα Κύθηρα»- αλλά και ο Μαστρογιάννι, διεθνές σύμβολο του κινηματογράφου, εφ’όσον τα παντοτινά επικοινωνούνται με όρους παγκόσμιους και όχι στενούς ελληνικούς. Όλα αυτά ανατρέπονται και επαναχρησιμοποιούνται με ένα νέο βλέμμα, το οποίο μπορεί και τα αποφορτίζει από την τρέχουσα εικόνα και σημασία τους, χωρίς να τις ακυρώνει.
Είναι η εποχή που η πασοκική σκονή έχει κατακαθίσει πάνω στα πάντα –κυρίως στον πολιτισμό- που νικητές και ηττημένοι επιχαίρουν με το κοινό ευρωπαϊκό μέλλον, αλλά ο Αγγελόπουλος επιμένει να μην συμμετέχει στην εθνική ανάταση και να κινηματογραφεί έναν τόπο που ακόμα γκρεμιζόταν, χωρίς μάλιστα να χρειάζεται κατασκευή σκηνικών: η Έρημη Χώρα της ελληνικής επαρχίας, άνθρωποι μόνοι, ματαιωμένοι. Επιμένει να κινηματογραφεί σε άλλους χρόνους και χώρους: πραγματικούς χρόνους, υπαρκτούς ρυθμούς, τους ρυθμούς της έρημης χώρας· πραγματικούς τόπους και όχι κωμωδίες ή δράματα σε δωμάτια στην Κηφισιά. Αυτό είναι και το σοκ που επέφερε η Ήπειρος της «Αναπαράστασης».
Γίνεται συνέχεια λόγος για τη θέση του Αγγελόπουλου πάνω στην Ιστορία, το πως μεταχειρίζεται τα ιστορικά σχήματα και τους σταθμούς της. Κι όμως, αυτό που λείπει στις ταινίες του είναι οι ιστορικές μορφές. Δεν αφηγείται την Ιστορία με πρόσωπα σύμβολα, παρά μόνο όταν αυτά είναι –ή γίνονται- αγάλματα π.χ. ο Στάλιν στη «Σκόνη του Χρόνου» ή ο «Μεγαλέξαντρος» μετά την πτώση του, ακολουθώντας τη μοίρα του. Σχεδόν σε κάθε ταινία του, πρωταγωνιστές είναι οι νέοι άνθρωποι: εκείνοι που δημιουργούν σε πραγματικό χρόνο, που είναι υπεύθυνοι και υποκείμενα της Ιστορίας, που έχουν τη δυνατότητα να αλλάξουν τα πράγματα. Κι αυτοί είναι άνθρωποι υπαρκτοί, άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, απελπισμένοι, φτωχοί, πρόσφυγες, ηττημένοι πολλές φορές, αλλά πάντοτε παρόντες και πάντα με ένα πείσμα και την ελπίδα ότι τα πράγματα δεν θα μείνουν ίδια. Ακόμα και ενδυματολογικά αν το δει κανείς, έχει μια ακριβή συνέπεια αυτή η πολιτική επιλογή του. Ταυτόχρονα, δεν είναι ούτε εξιδανικευμένοι νέοι -όπως συμβαίνει συχνά στον ελληνικό κινηματογράφο- ούτε προϋποτίθεται αναγκαστικά ο συμβολισμός τους –παρ’ότι υπάρχουν όλες οι αναφορές στη Μυθολογία, την αρχαία τραγωδία και την ποίηση, πάντα με αρμονία ενταγμένες στο έργο και χωρίς φιλολογικά κλειδιά για να τις αποκρυπτογραφήσεις· αυτή είναι άλλωστε η μαγεία και η λειτουργία της ποίησης.
Περισσότερο απ’όλα όμως, διαπιστώνει κανείς πως το σινεμά αυτό ανοίγει κουβέντες, ανοίγει δρόμους και αγωνίες. Ακόμα και άθελά του δηλαδή –θυμηθείτε το «Μετέωρο Βήμα του Πελαργού» και τον αντιδραστικό μητροπολίτη Φλωρίνης που αφόριζε το συνεργείο, τους πιστούς να σπάνε τα σκηνικά, εμβατήρια και ψαλμωδίες σε ηχεία σε όλη την πόλη κλπ.- αλλά τελικά όχι ερήμην του. Δημιουργούσε πάντα γωνίες είτε για να εκφράσουμε τις δικές μας αγωνίες είτε και να τσακωθούμε ακόμα -κι αυτό από μόνο του είναι σημαντικό. Είναι ταινίες που περισσότερο από τις απαντήσεις, δημιουργούν ερωτήματα -όπως το ζητάει κι ο δάσκαλος Μπρεχτ. Ταινίες που αποζητούν την εμπλοκή σου για να υπάρξουν. Κι αυτό είναι μια πολύ γενναιόδωρη χειρονομία, να συμβαίνει μάλιστα σε μια αίθουσα σκοτεινή.
Όσο για την ήττα που για πολλούς αποτελεί την ουσία της εικονογραφίας του Αγγελόπουλου, εγώ δεν την είδα ποτέ. Υπάρχει σίγουρα ένα πένθος –το οποίο παγκοσμίως μέσα στους αιώνες αποτελεί ένα στοιχείο μεγάλου πολιτισμού, καθώς τα έθιμα και η τελετουργία του αντανακλούν μια βασική υποχρέωση εκείνου που αναζητά την ιστορία του και τη συνέχειά του στο χρόνο και εμπερικλείουν αυτά τα νοήματα μέσω απλών συμβολισμών και αναπαραστάσεων. Με τις εικόνες, τις λέξεις και τους ήχους του, ο Αγγελόπουλος πενθεί τις ματαιώσεις και την όποια πρόσκαιρη ήττα, αλλά ποτέ δεν την αποδέχεται. Πάντα υπάρχει η ελπίδα: η αποκατάσταση της επικοινωνίας στους στύλους στα σύρματα στο «Μετέωρο Βήμα». Τα δύο παιδιά στο «Τοπίο στην Ομίχλη», που αρκεί να πουν «μη φοβάσαι» και τότε όλα καθαρίζουν και το δέντρο αποκαλύπτεται. Η υπόσχεση της επιστροφής του Οδυσσέα με το βλέμμα ενός μαρτυρικού αιώνα και του βαλκάνιου δράματος: «Όταν γυρίσω, θα γυρίσω με τα ρούχα και τ’όνομα ενός άλλου».
«[…] Ανάμεσα σ’ένα αγκάλιασμα κι ένα άλλο,
ανάμεσα σ’ένα κάλεσμα κι ένα άλλο,
όλη την ανθρώπινη περιπέτεια,
την περιπέτεια που ποτέ δεν τελειώνει…»
*Εισήγηση του Κωστή Ζουλιάτη στην εκδήλωση μνήμης και αναφοράς στον Θ. Αγγελόπουλο, με αφορμή τα δυο χρόνια από το θάνατό του στη λέσχη των «Αναιρέσεων» στις 22 Ιανουαρίου
Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για το έργο του σπουδαίου Έλληνα σκηνοθέτη στο ιστολόγιο Θόδωρος Αγγελόπουλος-Με τα μάτια των νέων