Υπαρκτός σοσιαλισμός: Κατάρρευση, υπονόµευση ή προδοσία;
Αφιέρωμα Οκτώβρης
Για μια ταξική προσέγγιση
Προχωρώντας σε µια νέα κοµµουνιστική εξόρµηση πρέπει να στοχαστούµε πάνω στην πορεία της ΕΣΣΔ και των άλλων χωρών της Ανατολής. Παρουσιάζουµε σήµερα βασικά σηµεία του κειµένου µε τίτλο «Για τη φύση και το χαρακτήρα των χωρών του “υπαρκτού σοσιαλισµού”», που αποτελούσε µέρος των Θέσεων για το 1ο συνέδριο του ΝΑΡ (1998).
Ολόκληρο βρίσκεται στην ιστοσελίδα του ΝΑΡ.
επιμέλεια: Παναγιώτης Μαυροειδής
Η ιστορική εµπειρία της ανόδου και της πτώσης των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισµού» σηµάδεψε καθοριστικά την ιστορία του αιώνα µας και τον ίδιο τον καπιταλισµό. Δεν είναι µια συζήτηση ιστορική και ακαδηµαϊκή, αλλά σε µεγάλο βαθµό προσδιορίζει τα χαρακτηριστικά και τα βασικά στοιχεία της επανασύνθεσης του κοµµουνιστικού απελευθερωτικού οράµατος της εποχής µας.
Δεν µας αρκεί µια περιορισµένη και αποσπασµατική ερµηνεία της ιστορίας του «υπαρκτού σοσιαλισµού» που βλέπει µονόπλευρα την αποφασιστική αιτία των εξελίξεων. Στη συλλογιστική των αντιπάλων του κοµµουνισµού, στην πτώση των καθεστώτων του «υπαρκτού», προσδίδεται ένας αναπόφευκτος χαρακτήρας µε τη νίκη των σιδερένιων νόµων της οικονοµίας της αγοράς και της αστικής δηµοκρατίας.
Στις απολογητικές προσεγγίσεις που ξεκινούν από την υπεράσπιση του «σοσιαλισµού όπως τον γνωρίσαµε», τονίζεται ο σηµαντικός ρόλος των εξωτερικών παραγόντων (π.χ. ιµπεριαλιστική περικύκλωση) ή άλλων αντικειµενικών στοιχείων όπως η υστέρηση στην οικονοµική και πολιτιστική επανάσταση της Ρωσίας, σε συνδυασµό µε την επικράτηση «οπορτουνιστικών και προδοτικών στοιχείων» στο εσωτερικό του ΚΚΣΕ. Άλλοι υποστηρίζουν το αναπόφευκτο της ανατροπής κάνοντας λόγο για «ανώριµη φάση του σοσιαλισµού». Ακόµη και αυτή η έκφραση του συρµού που αποδίδει τα πάντα ως «κατάρρευση», συσκοτίζει ανυπόφορα, αλλά και σκόπιµα τα πράγµατα.
Όλες οι προσεγγίσεις, εκτός των ανοιχτά αντικοµµουνιστικών, είτε τονίζουν την αδυναµία του υποκειµενικού παράγοντα και τις ευθύνες των προσώπων είτε τη βαριά σκιά των αντικειµενικών συνθηκών, ή ακόµη την κίνηση των ιδεών και τη διαµόρφωση λανθασµένων αντιλήψεων, αγγίζουν και αναδεικνύουν µόνο κάποιες πλευρές της απάντησης. Δεν θα αρκούσε να πούµε ότι χρειάζεται ο «συνδυασµός» τους.
Νοµίζουµε ότι δεν πρέπει να ξεχνούµε θεµελιακά πράγµατα.
Πρώτο, πρέπει να αποτιµήσουµε την ιστορία της ΕΣΣΔ, µέσα στο πλαίσιο της παράλληλης ύπαρξης και ηγεµονικής παρουσίας του καπιταλισµού στην παγκόσµια οικονοµία. Πώς συνδέονταν άραγε η καπιταλιστική κρίση και ανάπτυξη µε τον «υπαρκτό»;
Δεύτερο, πρέπει να αναρωτηθούµε για την εξέλιξη της βασικής αντίθεσης που αποτελούσε τη βάση της αντιθετικής πορείας των «σοσιαλιστικών χωρών». Κατά τη γνώµη µας αυτή συνίστατο από τη µια στην κοινωνικοποιηµένη (µε τη µορφή της κρατικοποίησης) παραγωγή και από την άλλη στη γραφειοκρατική ολιγαρχική ιδιοποίησή της από τη νέα εκµεταλλευτική αστική τάξη που διαµορφώθηκε προοδευτικά.
Τρίτο, κόντρα σε λογικές «αναπόφευκτου», η προσέγγιση στην ιστορία του «υπαρκτού σοσιαλισµού» πρέπει να γίνεται από την άποψη του µαχόµενου υλισµού που αναγνωρίζει την αλληλεπίδραση αντικειµενικού και υποκειµενικού παράγοντα, τη µετατροπή του ενός στο άλλο, χωρίς να υποτιµά το ειδικό βάρος της κάθε ξεχωριστής πλευράς.
Ένα ιστορικό ποιοτικό βήμα ρήξης με τον καπιταλισμό
‘Εχοντας απέναντί µας τον πιο αδυσώπητο ολοκληρωτικό καπιταλισµό όλων των εποχών, δεν µπορούµε παρά να κοιτάµε τις πληγές µας, µε την έγνοια στον παροντικό πολιτικό χρόνο, αλλά και το µέλλον του νέου γύρου κοινωνικών επαναστάσεων. Υπήρξε η Οκτωβριανή Επανάσταση ως τέτοια και σε ποιο βαθµό; Ή µήπως ήταν ένα πραξικόπηµα ή έστω ένα περιστασιακό καπρίτσιο της ιστορίας, που η ίδια και η πολιτισµένη εποχή µας το έχουν διαγράψει;
Η επανάσταση στη Ρωσία αποτέλεσε κατά τη γνώµη µας ένα ιστορικό ποιοτικό βήµα ρήξης µε τον καπιταλισµό που προσπάθησε να ανοίξει νέους ορίζοντες στην κοινωνική εξέλιξη. Ήταν µια επανάσταση που διακηρύχθηκε, τεκµηριώθηκε, µα και πραγµατοποιήθηκε ως προλεταριακή. Στηρίχτηκε και πραγµατοποιήθηκε από το βιοµηχανικό προλεταριάτο της Ρωσίας, που παρά τον µικρό του όγκο την εποχή εκείνη είχε έναν αναπτυσσόµενο δυναµικά ρόλο και ειδικό βάρος στην κοινωνία.
Αµφισβήτησε και ξεπέρασε επαναστατικά το αστικοδηµοκρατικό πλαίσιο της επανάστασης του Φλεβάρη, απαιτώντας βαθύτερους κοινωνικούς µετασχηµατισµούς και οδηγώντας την επαναστατική κίνηση των µαζών ως την κατάκτηση της εξουσίας. Από αυτή τη σκοπιά αποτελεί το πρώτο ιστορικό «παράδειγµα» νίκης της προλεταριακής επανάστασης, που «έσπασε» το αήττητο της αστικής τάξης και ενέπνευσε σε όλο τον κόσµο την πίστη στις δυνάµεις της εργατικής τάξης και στη δυνατότητά της να πάρει την εξουσία. Εκεί οφείλει τη θελκτικότητα που δηµιούργησε σε εκατοµµύρια εργάτες σε όλο τον κόσµο αµέσως µετά. Αν η Κοµµούνα ήταν µια ηρωική έφοδος στον ουρανό, η Οκτωβριανή Επανάσταση πήγε ακόµη πιο ψηλά και φώτισε πολλά πράγµατα µε τη νίκη της.
Η επανάσταση αυτή είχε εξαρχής να αντιµετωπίσει σοβαρά εµπόδια. Οφείλονταν στο επίπεδο ανάπτυξης των αντιφάσεων του καπιταλισµού και των επαναστατικών δυνάµεων εκείνης της εποχής. Συνδέονταν ειδικότερα µε την τεράστια οικονοµική και κοινωνική καθυστέρηση της χώρας, µε τον κυρίως αγροτικό χαρακτήρα της οικονοµίας της^ µε την έλλειψη µιας πολιτικής παράδοσης και θεσµών δηµοκρατίας κατακτηµένων από τις λαϊκές τάξεις^ µε τις κοινωνικές, θεωρητικές και πολιτικές αδυναµίες του µπολσεβίκικου κόµµατος και τη µικρή του δύναµη, αρχικά, µέσα στον πληθυσµό, ιδιαίτερα στην αγροτιά^ µε την ιµπεριαλιστική περικύκλωση, καθώς αναρίθµητες στρατιές εισέβαλλαν από παντού µετά τον Οκτώβρη για να στραγγαλίσουν την εργατική ανάσταση^ µε τον εµφύλιο πόλεµο που κήρυξε αµέσως και επέβαλε η αστική τάξη απέναντι σε µια σχετικά αναίµακτη επανάσταση^ µε την αδυναµία ανάπτυξης και νίκης της επανάστασης σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Για τις πλατιές λαϊκές µάζες της Ρωσίας ο χαρακτήρας της Οκτωβριανής Επανάστασης γίνεται αισθητός κυρίως µε την έννοια του πλήρους διαχωρισµού από την αστική τάξη, της ολοκληρωτικής σύγκρουσης µαζί της, της άµεσης υλοποίησης του πόθου για «ειρήνη, ψωµί, γη» παρά µε την έννοια της µετάβασης σε µια κοµµουνιστική κοινωνία. Βιωνόταν συνεπώς πέρα από τις διακηρύξεις, ως µια εργατική αντικαπιταλιστική επανάσταση µε άµεσο στόχο την ειρήνη, τη δηµοκρατία, την επιβίωση.
Μήπως «δεν έπρεπε» να ξεκινήσει µε όλες αυτές τις αντιξοότητες; Αυτό είναι το ανοιχτό ή ανοµολόγητο συµπέρασµα των ρεφορµιστικών ρευµάτων, σε όλες τις εποχές. Αποζητούσαν πάντα την πλήρη «ωρίµανση των συνθηκών», ώστε ο τοκετός της νέας κοινωνίας να είναι ανώδυνος. Αυτή η αντίληψη απλώς δικαιολογεί την παραίτηση από τον επαναστατικό µετασχηµατισµό της κοινωνίας. Η εξιδανίκευση των όρων είναι ουτοπική συνθήκη. Δεν υπήρξε φυσικά σε καµία αστική επανάσταση. Αλλά και σήµερα, σε έναν υπεραναπτυγµένο καπιταλισµό και σε αστική κοινωνία µε υψηλή δηµοκρατική παράδοση, το εγχείρηµα της κοινωνικής ανατροπής θα µπορούσε άραγε να εγγυηθεί κανείς ότι θα ευοδωθεί µε απλή παράδοση µιας µετανοηµένης εκµεταλλευτικής αστικής τάξης;
Η επανάσταση όχι µόνο έγινε, αλλά και βηµάτισε. Σε δρόµους άγνωστους, πρωτόγνωρους. Και «ό,τι έχει υπάρξει µια φορά δεν γίνεται να µην υπάρξει πάλι». Η δράση του βιοµηχανικού προλεταριάτου, που εκπροσωπούσε περισσότερο το µέλλον παρά το «σήµερα» των κοινωνικών εξελίξεων στη Ρωσία, ήταν που έδωσε στην επανάσταση ένα σαφές αντικαπιταλιστικό περιεχόµενο και σοσιαλιστικό προσανατολισµό. Οι στόχοι του οδηγούσαν σε µια εξουσία των εργαζοµένων, στην κοινωνικοποίηση των µέσων παραγωγής και την κατάργηση της εκµετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο µε στρατηγικό ορίζοντα τον κοµµουνισµό.
Δεν συνέβαινε, βεβαίως, το ίδιο µε τις τεράστιες αγροτικές µάζες που ακολούθησαν ή δέχτηκαν την επανάσταση µε στόχο κυρίως την ολοκλήρωση του αστικοδηµοκρατικού µετασχηµατισµού στην αγροτική οικονοµία, το µοίρασµα της γης και την απελευθέρωση από τον φεουδαρχικό καταναγκασµό και τον κρατικό δεσποτισµό.
Η επανάσταση είχε έτσι έναν αντιφατικό χαρακτήρα. Ενώ κυριάρχησε η προλεταριακή σοσιαλιστική κατεύθυνση, ταυτόχρονα η µεγάλη αγροτική πλειοψηφία της κοινωνίας παρέµενε στο πλαίσιο ενός αστικού ορίζοντα.
Τα πρώτα χρόνια της επαναστατικής θύελλας ήρθαν στο προσκήνιο πρωτόγνωρες µορφές κοινωνικής χειραφέτησης και ριζοσπαστικές ανατροπές στο οικονοµικό και πολιτικό τοπίο. Ένας νέος τύπος εξουσίας αναδύεται στη θέση της ηττηµένης αστικής εξουσίας.
Η εξουσία των σοβιέτ σηµατοδοτεί για πρώτη φορά στην πράξη τη δυνατότητα οικοδόµησης µιας εργατικής δηµοκρατίας, τη µετάβαση στην αντικατάσταση της αστικής κρατικής «διαχείρισης ανθρώπων» από την εργατική αυτοδιεύθυνση της «διαχείρισης πραγµάτων».
Απαλλοτριώνονται οι καπιταλιστές και οι γαιοκτήµονες και κρατικοποιούνται τα βασικά µέσα παραγωγής, κάτι που τροποποιεί ριζικά τον ταξικό συσχετισµό στην ίδια την υλική βάση της κοινωνίας και δηµιουργεί προϋποθέσεις για µια διαφορετική κοινωνική θέση των εργαζοµένων και της αγροτιάς.
Τίθεται «επί τάπητος» το θέµα της εργατικής κυριαρχίας στην παραγωγή, µε το κίνηµα των εργοστασιακών επιτροπών που διεκδικεί όχι µόνο τον έλεγχο αλλά και την ίδια τη διεύθυνση της παραγωγής. Γκρεµίζεται ο αστικός κρατικός µηχανισµός στο στρατό, στο δικαστικό σύστηµα, στην εκπαίδευση, στον πολιτισµό.
Το σχολείο µετασχηµατίζεται ριζικά πάνω σε κολεκτιβίστικες βάσεις, δηµιουργείται το «ενιαίο σχολείο εργασίας» που συνδέει τη διαδικασία της µάθησης µε την κοινωνική ζωή και τις ανάγκες της. Σηµαντικά βήµατα γίνονται για την εξασφάλιση της ισότητας των γυναικών, ενώ στις τέχνες πνέει ένας άνεµος τολµηρού πειραµατισµού µε στόχο την κοινωνικοποίησή τους και την απαλλαγή τους από την αστική σκουριά.
Πρέπει να είµαστε ακριβείς: όλα τα προηγούµενα στοιχεία εκκίνησαν αποφασιστικά µε την επανάσταση, αλλά δεν θα µπορούσαν να ολοκληρωθούν µεµιάς. Ήταν η είσοδος σε µια µακρά και επώδυνη µετάβαση. Ήταν µια «πορεία για…»
Η εµπορευµατική παραγωγή δεν καταργείται και φυσικά δεν µπορεί να καταργηθεί σ’ αυτή τη φάση. Οι εµπορευµατικές κατηγορίες εξακολουθούν να υφίστανται, όπως και η χρηµατική ανταλλαγή και ο αντίστοιχος καταµερισµός εργασίας. Ο νόµος της αξίας, στηριγµένος στην αφηρηµένη αποξενωµένη εργασία µε σκοπό την παραγωγή εµπορευµάτων, εξακολουθεί να κυριαρχεί. Εποµένως, το αστικό δίκαιο κυριαρχεί και η διατήρηση της αξιακής µορφής της εργασίας εκφράζει αστικές σχέσεις παραγωγής. Μετά την επανάσταση, αυτές απειλούνται αλλά υπάρχουν.
Οι παραγωγικές σχέσεις ταυτίστηκαν µε ένα από τα συστατικά τους: τη µορφή ιδιοκτησίας. Τα άλλα συστατικά των παραγωγικών σχέσεων, όπως η σχέση ανάµεσα στην αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία των εµπορευµάτων, ο εµπορευµατικός χαρακτήρας της εργατικής δύναµης, η σχέση ανάµεσα στον αναγκαίο και τον πρόσθετο χρόνο εργασίας, ανάµεσα στην εργασία µε εξωτερικό καταναγκασµό και την εργασία µε εσωτερική υποκίνηση, ανάµεσα στον εργάσιµο και τον ελεύθερο χρόνο, ο καταµερισµός της εργασίας, οι σχέσεις διεύθυνσης και ιεραρχίας, η οργάνωση της εργασίας, όλα αυτά θεωρήθηκαν σε µεγάλο βαθµό «τεχνικά χαρακτηριστικά» και «ουδέτερα».
Η κυρίαρχη άποψη µετά την επανάσταση ήταν ότι κύριο πεδίο για την απόδειξη της ανωτερότητας του σοσιαλισµού ήταν η επίτευξη µιας ανώτερης από τον καπιταλισµό παραγωγικότητας της εργασίας. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού θεωρούνταν ότι έπρεπε να εισαχθούν στη Ρωσία τα πιο σύγχρονα επιτεύγµατα του καπιταλισµού στον τοµέα της οργάνωσης της παραγωγής και των εργασιακών σχέσεων, ενώ ο Λένιν πίστευε ότι οι όποιες παρενέργειες θα δηµιουργούνταν θα αντιµετωπίζονταν από την πολιτική διεύθυνση της παραγωγής από την εργατική τάξη.
Οι αντιλήψεις αυτές πήγαζαν βεβαίως από την τροµερή και αδυσώπητη ανάγκη να οικοδοµηθεί γρήγορα η κατεστραµµένη από τον εµφύλιο και έτσι κι αλλιώς καθυστερηµένη οικονοµία της Ρωσίας, ώστε να αντιµετωπιστούν τα επείγοντα προβλήµατα της διαβίωσης. Όµως ουσιαστικά δεν σταµάτησε ποτέ να χαρακτηρίζει την αντίληψη της κοµµατικής εξουσίας για την παραγωγή και την οικονοµία και γνώρισε νέες «δόξες» µε τον Στάλιν.
Έτσι, από ένα σηµείο και µετά, η «κρατικοποίηση» µετατράπηκε κυρίως σε «ξένη» ιδιοκτησία για τους εργάτες, µε διαπάλη για το προϊόν της εργασίας. Την ίδια στιγµή ο γραφειοκρατικός κρατικός σχεδιασµός αναδείκνυε το κρατικό πλάνο εξίσου δεσποτικό για τους εργαζόµενους όσο και η νόρµα του καπιταλιστή. Η ταξική εκµετάλλευση και αντιπαράθεση δεν καταργούνται, αλλά µετασχηµατίζονται. Μια λυσσαλέα µάχη αναπτύσσεται για µια µετάβαση προς τα πίσω, µε την αναίρεση των σοσιαλιστικών κοµµουνιστικών τάσεων.
Αναζήτηση της βασικής αντίθεσης
Η διαμόρφωση του ηγετικού κοινωνικού στρώματος και η υπεράσπιση των συμφερόντων του
Στο πλαίσιο της στενής παραγωγικίστικης αντίληψης το εργοστάσιο και η παραγωγή αντιµετωπίστηκαν σαν «τεχνικός χώρος» και όχι σαν χώρος πολιτικής, όπου εκεί πριν απ’ όλα θα έπρεπε να εγκαθιδρυθεί και να ασκηθεί η εργατική εξουσία και δηµοκρατία. Αντί γι’ αυτήν εγκαθιδρύθηκε η εξουσία των ειδικών, των διευθυντών και των ανώτερων κρατικών στελεχών του σχεδιασµού.
Οι συνέπειες όλων αυτών ήταν βαθιές. Πραγµατοποιείται το µαράζωµα της πολιτικής δραστηριότητας των εργαζόµενων και των σοβιέτ και η υποταγή τους στους νόµους της οικονοµικής αποτελεσµατικότητας και στα κεντρικά γραφειοκρατικά όργανα. Αναπτύσσεται έντονη κοινωνική διαφοροποίηση και διαστρωµάτωση. Συντελείται τεράστια εντατικοποίηση της εργασίας (κίνηµα Σταχάνοφ) και ένα µεγάλωµα της εργάσιµης µέρας, ενώ η καθιέρωση της πληρωµής µε το κοµµάτι, που ο Μαρξ θεωρούσε ότι ήταν «το πιο ταιριαστό στις καπιταλιστικές µεθόδους παραγωγής», εντείνει τα εκµεταλλευτικά χαρακτηριστικά των παραγωγικών σχέσεων. Η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας, για την οποία θριαµβολογεί ο Στάλιν, στη βάση της εµπορευµατικής παραγωγής και κυκλοφορίας σηµαίνει ταυτόχρονα αύξηση της ανισότητας. Αναδύεται και αναπτύσσεται γοργά ένα στρώµα διευθυντών και ανώτερων κρατικών υπάλληλων µε σαφώς διαφορετική κοινωνική θέση και πολύ µεγαλύτερα προνόµια και απολαβές. Οι διαφορές στο εισόδηµα του στρώµατος αυτού σε σχέση µε την εργαζόµενη πλειοψηφία προκύπτει από τη µερική απόσπαση του υπερπροϊόντος που παράγεται. Είναι εποµένως ένα εκµεταλλευτικό στρώµα που στηρίζει τη θέση του στη διαιώνιση των εκµεταλλευτικών σχέσεων και στην απώθηση από την πολιτική των εργαζοµένων. Διαµορφώνεται έτσι, σταδιακά και αντιφατικά, µια νέα άρχουσα κοινωνική τάξη, που διαµορφώνει τη δική της κρατική πολιτική για την εξυπηρέτηση των συµφερόντων της, σε αντίθεση µε την εργαζόµενη πλειοψηφία. Έχει µια αντιφατική θέση, καθώς είναι υποχρεωµένη από τη µια να υπερασπίζεται την κρατική ιδιοκτησία σαν πηγή της εξουσίας και του εισοδήµατός της και από την άλλη να αναζητά την πλήρη «απελευθέρωση» του κράτους και της παραγωγής από τον εργατικό έλεγχο και την κυριαρχία της εργατικής τάξης. Στρέφεται ενάντια στην παλιά αστική τάξη και στην παλιά µορφή της αστικής κυριαρχίας, αλλά κυρίως ενάντια στην επαναστατική πλευρά της εργατικής τάξης και την εξουσία του προλεταριάτου. Παρότι δεν διαθέτει νοµικά ατοµική ιδιοκτησία, στην ουσία διαθέτει µέσα παραγωγής και ασκεί τη διεύθυνση στην παραγωγή και τη διάθεση της υπεραξίας και στην αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων. Εποµένως, διαµορφώνει και στην πορεία αποκρυσταλλώνει τα χαρακτηριστικά µιας ιδιότυπης κρατικής αστικής τάξης.
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΚΑΜΠΕΣ
Από την «προσωρινή» ΝΕΠ στην περεστρόικα του τέλους
Το 1921 πραγµατοποιείται µια ριζική στροφή στην οικονοµία µε τη νέα οικονοµική πολιτική (ΝΕΠ). Αναπτύσσονται οι εµπορευµατικές και χρηµατικές σχέσεις, αποκαθίσταται ένας ιδιωτικός βιοµηχανικός και εµπορικός τοµέας και αναβιώνει η αγροτική βιοτεχνία. Δίνεται το δικαίωµα εκµίσθωσης των κρατικών επιχειρήσεων από ιδιώτες. Είναι η περίοδος που αναπτύσσει την εξουσία της η νέα άρχουσα κοινωνική τάξη, η οποία προοδευτικά παίρνει «κρατική» µορφή προκειµένου να ανυψωθεί σε πανεθνική και µετατρέπεται σε νέα, ιδιότυπη άρχουσα τάξη των διευθυντών, των ειδικών και των ανώτερων κρατικών υπαλλήλων. Η στροφή που γίνεται κατά το 1928-30 έως το 1936-38 µε την επέκταση του σχεδιασµού, την ενίσχυση της γοργής εκβιοµηχάνισης και την κολεκτιβοποίηση ηγεµονεύεται από αυτή την υπό διαµόρφωση νέα άρχουσα τάξη και τις επιδιώξεις της, Δεν αποτελεί το αντίθετο της ΝΕΠ αλλά το µετασχηµατισµό της.
Ο τρόπος που προωθείται αυτή η στροφή και το πραγµατικό της περιεχόµενο ενισχύουν τα εκµεταλλευτικά και αλλοτριωτικά στοιχεία των παραγωγικών σχέσεων και τα αστικά στοιχεία του κρατικού µηχανισµού. Το πρώτο πεντάχρονο σχέδιο που ψηφίζεται το 1928 προβλέπει µεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 150%, στηριγµένη σε αυξηµένη επιβολή των διευθυντών, στο δυνάµωµα της εργατικής πειθαρχίας και στην αναθεώρηση προς τα πάνω των νορµών εργασίας. Απαγορεύονται οι πολιτικές συζητήσεις τις ώρες της δουλειάς και κάθε «ανάµειξη» των κοµµατικών οργανώσεων και συνδικάτων. Μειώνεται ο πραγµατικός µισθός.
Ο Β’ Παγκόσµιος Πόλεµος και οι ανάγκες αντιµετώπισης της χιτλερικής πολεµικής µηχανής θα ενισχύσουν τις εκµεταλλευτικές σχέσεις, την εξουσία αλλά και τις αντιφάσεις της νέας ιδιότυπης κρατικής αστικής τάξης. Μετά την πρώτη περίοδο της ανοικοδόµησης η σοβιετική οικονοµία εµφανίζει προβλήµατα, ενώ η δηµιουργία µιας διεθνούς «σοσιαλιστικής» αγοράς που σχηµατίζουν οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης,δηµιουργεί νέες ανάγκες και δυνατότητες για τη σοβιετική άρχουσα τάξη.
Η στροφή του 1956 ανοίγει ένα δρόµο οικονοµικής φιλελευθεροποίησης ο οποίος οδηγεί στην επέκταση των ορίων δράσης των επιχειρήσεων, στην εισαγωγή κινήτρων αποδοτικότητας για τους εργαζόµενους, σε πιο ελαστικά κριτήρια για τη διαµόρφωση των τιµών, σε οριζόντια αγοραία σχέση απευθείας των επιχειρήσεων µεταξύ τους, σε επιχειρηµατικά πλάνα που θέτουν πλέον οι ίδιες οι επιχειρήσεις και σε πιο ευέλικτη διάθεση των κερδών τους.
Η επαναφορά σε ένα πιο κεντρικά ελεγχόµενο µοντέλο στην µπρεζνιεφική δεκαετία του 1970, µε αναβαθµισµένο το ρόλο των στελεχών του κεντρικού κρατικού µηχανισµού, οξύνει παραπέρα τις αντιθέσεις του συστήµατος.
Η οικονοµική κατάσταση χειροτερεύει καθώς έχουν εξαντληθεί τα όρια της εκτατικής ανάπτυξης της οικονοµίας, που στηρίζονταν στην εκµετάλλευση ενός πολύ µεγάλου εργατικού δυναµικού, και ο εκσυγχρονισµός των επιχειρήσεων µε την αφοµοίωση της επιστηµονικοτεχνικής επανάστασης στην παραγωγή εµποδίζεται από τον γραφειοκρατικό σχεδιασµό και την απάθεια των εργαζοµένων. Ταυτόχρονα η διεθνής αγορά, που παίρνει νέες µορφές µε την εµφάνιση των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων (ΕΟΚ), και ο ανταγωνισµός των πολεµικών εξοπλισµών πιέζουν την οικονοµία της ΕΣΣΔ.
Πάνω σε αυτό το έδαφος των ορίων της σοβιετικής οικονοµίας αναπτύσσεται η αντιπαράθεση. Η περεστρόικα τη δεκαετία του 1980 προωθεί αποφασιστικά τις θέσεις της νέας αστικής τάξης, εισάγοντας µεταρρυθµίσεις που κινούνται στην κατεύθυνση της πλήρους καπιταλιστικοποίησης, στην αποκατάσταση της ελεύθερης αγοράς και στη βαθύτερη ενσωµάτωση της σοβιετικής οικονοµίας στην παγκόσµια καπιταλιστική οικονοµία. Οι δυνάµεις που απελευθερώνει σαρώνουν τον αρχικά επιχειρούµενο συµβιβασµό µεταξύ των δύο τµηµάτων της άρχουσας τάξης.
Διαβάστε τα άλλα κείμενα του αφιερώματος του Πριν στον μεγάλο Οκτώβρη:
“Ο Οκτώβρης εντός του μέλλοντός μας” του Αλέκου Αναγνωστάκη
“Επανάσταση ή πραξικόπημα” του Δημήτρη Δημητούλη