ΑΦΙΕΡΩΜΑ 40 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
γράφουν:
Γιώργος Μιχαηλίδης
Νατάσα Κεφαλληνού
Την Κυριακή 10 Νοεµβρίου η Οµάδα Ιστορίας της Λέσχης «Αναιρέσεις» πραγµατοποίησε το δεύτερό της οδοιπορικό στους δρόµους της Αθήνας. Το σκεπτικό πίσω απ’ αυτήν την κίνηση ήταν αφενός η ανάδειξη πλευρών της ιστορίας της πόλης και αφετέρου το να «βγει η ίδια η ιστορία στους δρόµους» ερχόµενη σε επαφή µε ένα ευρύτερο κοινό από αυτό στα αµφιθέατρα και στους χώρους εκδηλώσεων. Γι’ αυτόν το λόγο επιλέχθηκαν σηµεία ορόσηµα µέσω των οποίων σχηµατίστηκε µια ιστορική ενότητα για την περίοδο της επταετίας.
Την περίοδο 1967-1974 δυο αντίθετοι κόσµοι βρέθηκαν σε σκληρή σύγκρουση σε πολιτικό, πολιτιστικό και πολιτισµικό επίπεδο. Οι προτεραιότητες κι οι πρωτοβουλίες τόσο των «πάνω» όσο και των «κάτω» συνθέτουν την εικόνα των κόσµων τους οποίους αντίστοιχα εκπροσωπούσαν. Χαράσσοντας ένα οδοιπορικό µε τα σηµεία Νοµική – Εκδόσεις Θεµέλιο – Θέατρα Άλφα και Αθήναιον – Σινέ Αλκυονίς – Μπουµπουλίνας – Πολυτεχενείο θα προσπαθήσουµε να δώσουµε µια εικόνα αυτής ακριβώς της σύγκρουσης.
Δεν υπάρχει καταλληλότερο µέρος στην Αθήνα για να µας διηγηθεί την ιστορία του φοιτητικού κινήµατος επί δικτατορίας από τη Νοµική Σχολή. Η ίδια η κατάληψη της Νοµικής, η θρυλική πορεία µερικών εκατοντάδων φοιτητών την 14η Νοέµβρη του 1973 από τη Νοµική στο Πολυτεχνείο, αλλά και µια σειρά σηµαντικών αγωνιστών του φοιτητικού κινήµατος που φοιτούσαν εκεί, καθιστούν τη σχολή αυτή σύµβολο των φοιτητικών και νεολαιίστικων αγώνων επί δικτατορίας. Η Χούντα, φοβούµενη το δυναµισµό και ριζοσπαστισµό του φοιτητικού κινήµατος, προσπάθησε να αποδιοργανώσει και να ελέγξει τον φοιτητικό συνδικαλισµό. Κατάργησε τα νόµιµα εκλεγµένα ΔΣ διαλύοντάς τα ή διορίζοντας νέα, στελεχωµένα µε δικούς της ανθρώπους και στήνοντας µια διορισµένη, χουντική ΕΦΕΕ. Παράλληλα, εφάρµοσε ένα σύστηµα παρακολούθησης -µε χαφιέδες µέσα στις σχολές- και διώξεων των αγωνιστών φοιτητών. Οι διώξεις περιλάµβαναν από ανακρίσεις, ξύλο και φυλακίσεις µέχρι και υποχρεωτική διακοπή σπουδών και βίαιη στράτευση σε περίπτωση «µη επιδεικνυόµενης εθνικής αγωγής».
Γ.Μ
‘Ολο αυτό το πλαίσιο που διαµορφώθηκε τα δύο πρώτα χρόνια της δικτατορίας επέφερε ένα σηµαντικό πλήγµα στο φοιτητικό κίνηµα. Αλλά οι υπόγειες διεργασίες στη νεολαία δεν έπαψαν ποτέ. Έτσι, όταν η χουντική κυβέρνηση Μαρκεζίνη, στο πλαίσιο της φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος, προκηρύσσει φοιτητικές εκλογές το 1972, οι φοιτητές συγκρούονται µε τις διορισµένες διοικήσεις και τις εφορευτικές επιτροπές και διεκδικούν τη διεξαγωγή γενικών συνελεύσεων που θα ορίσουν τον δηµοκρατικό τρόπο διεξαγωγής των εκλογών. Στην πρώτη φάση της αναγέννησής του το φοιτητικό κίνηµα µετέρχεται κυρίως θεσµικών µέσων πάλης (προσφυγές στα πρωτοδικεία, συλλογή υπογραφών), οι πρώτες του κατακτήσεις όµως (απόφαση πρωτοδικείου για ελεύθερες φοιτητικές εκλογές το 1972) του δίνουν αυτοπεποίθηση και ξεπηδούν από µέσα του πιο ριζοσπαστικές τάσεις. Συγκεντρώσεις στα σκαλάκια της Νοµικής και σε άλλες σχολές, συνελεύσεις και συναθροίσεις σπάνε το γύψο που είχε επιβάλει το καθεστώς. Ο αγώνας για το ζήτηµα των επικουρικών και την εντατικοποίηση των σπουδών, η σκληρή σύγκρουση µε τους µηχανισµούς βίας και νοθείας στις φοιτητικές εκλογές και η αποµόνωση των «νόθων» συµβουλίων, οι µαζικές αποχές στη µάχη για τη µη αναγνώριση των κολεγίων και του καταστατικού χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης µάς οδηγούν έως και τα γεγονότα της κατάληψης της Νοµικής και τις ανοιχτές πολιτικές διαδηλώσεις που καταστέλλονται άγρια. Έτσι, το φοιτητικό κίνηµα ωριµάζει τόσο ώστε κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου να καταφέρει να εκφράσει αιτήµατα πανκοινωνικού χαρακτήρα.
Κατηφορίζοντας τη Σόλωνος, λίγα µέτρα παρακάτω από τη Νοµική, στεγάζονται σήµερα οι εκδόσεις Θεµέλιο. Το Θεµέλιο -εκείνη την εποχή στεγαζόταν στην Ακαδηµίας- αποτελεί έναν από τους εκδοτικούς οίκους-σύµβολα της προσπάθειας που γινόταν επί δικτατορίας να έρθει το αθηναϊκό κοινό σε επαφή µε την «απαγορευµένη» πολιτική και λογοτεχνική σκέψη. Η Χούντα φρόντισε αµέσως µόλις ανέλαβε την εξουσία να δηµοσιοποιήσει έναν κατάλογο απαγορευµένων βιβλίων τα οποία θεωρούνταν κοµµουνιστικά/αντεθνικά και να επιβάλει καθεστώς αυστηρής λογοκρισίας στον Τύπο και τις εκδόσεις. Μέσα σ’ αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο, το Θεµέλιο ήταν ένας από τους πολλούς εκδοτικούς οίκους που έκλεισαν. Μαζί τους έκλεισαν και µια σειρά έντυπα που αφορούσαν τον πολιτισµό. (Από τα τέλη του 1969 όµως παρατηρείται µια άνθηση νέων εκδοτικών οίκων προοδευτικού χαρακτήρα όπως οι Κάλβος, Κείµενα, Στοχαστής, Νέοι Στόχοι, Επικαιρότητα, Επίκουρος, µεταξύ άλλων, οι οποίοι αρχικά προσανατολίζονται στις µεταφράσεις κι έπειτα στην επανέκδοση ελληνικών έργων όπως αυτά του Γληνού, του Ρήγα Φεραίου κ.ά. Σύντοµα οι νέοι εκδότες ανακαλύπτουν ότι απευθύνονται σε ένα διευρυµένο κοινό κι έτσι τη διετία 1970-72 µεταφράζονται κι εκδίδονται πληθώρα βιβλία (µεταξύ των οποίων και Γκράµσι, Μαρκούζε, Γκόλντµαν) που φέρνουν σηµαντικό κοµµάτι κόσµου σε επαφή µε την αφρόκρεµα της πολιτικής και λογοτεχνικής σκέψης. Το πολιτικά και πολιτιστικά στεγνό πλαίσιο ζωής δηµιουργεί στο αναγνωστικό κοινό δίψα για βιβλία, έτσι που πλέον στις αρχές της δεκαετίας του 1970 να γίνεται λόγος για εκδοτικό οργασµό. Η προσφορά αυτών των εκδόσεων στο αντιδικτατορικό κίνηµα είναι µέγιστη. Πιάνουν το νήµα του πολιτιστικής άνθησης της δεκαετίας του 1960, που κόπηκε βάναυσα το 1967, και συµβάλλουν στο να κρατηθεί ψηλά το φρόνηµα του αγωνιζόµενου λαού. Αν και οι εκδόσεις δεν είναι της καλύτερης ποιότητας (π.χ. µεταφραστικά λάθη), αυτό που µετράει κυρίως είναι η ανάδειξη ενός άλλου προτύπου από τη χουντική αποχαύνωση κι η επαφή του κόσµου µε τις ριζοσπαστικές ιδέες που κατακλύζουν την Ευρώπη. Κι αυτό επιτυγχάνεται.
Η άλλη όψη της πνευµατικής αντίστασης στην εποχή της Χούντας είναι το θέατρο, ο κινηµατογράφος κι οι εικαστικές τέχνες. Το καθεστώς της 21ης Απριλίου διέλυσε το Σωµατείο Ελλήνων Ηθοποιών φυλακίζοντας και βασανίζοντας τα στελέχη του, µεταξύ των οποίων και τον Στέφανο Ληναίο του θεάτρου Άλφα (Πατησίων και Στουρνάρη). Στη θέση του δηµιούργησε το «Εθνικόν ΣΕΗ» Μαζί µε το Άλφα κλείνουν και τα θέατρα Βεάκη, Δηµοτικό Πειραιά, Θέατρο Νέας Ιωνίας. Το καθεστώς ιδρύει το 1970 τον Οργανισµό Κρατικών Θεάτρων, µε διορισµένη διοίκηση που σκοπό είχε να ελέγξει απόλυτα την πορεία του Εθνικού Θεάτρου, του ΚΘΒΕ και της Λυρικής Σκηνής. Παρά τα παραπάνω µέτρα, τη λογοκρισία και τους χαφιέδες που σύχναζαν στα θέατρα, η ισχυρή θεατρική παράδοση της Ελλάδας συνεχίζεται και στη Χούντα. Με έντεχνους τρόπους ηθοποιοί και συντελεστές καταφέρνουν να ξεπερνούν τους σκοπέλους της λογοκρισίας και να περνούν αντιδικτατορικά µηνύµατα µέσω των έργων τους. Κάθε παράσταση τέτοιου χαρακτήρα µετατρέπεται σε µικρή εστία αντίστασης ενώ συχνά ακολουθούν µικρές πορείες από τους θεατές που κάποτε καταστέλλονται βίαια. Σε όλη την περίοδο της επταετίας υπάρχει ένα συνεχές µπρα ντε φερ µεταξύ θεατράνθρωπων και καθεστώτος. Οι πρώτοι ανεβάζουν ριζοσπαστικά έργα των Μπρεχτ, Ιονέσκο, Λόρκα ή το ιστορικό Μεγάλο μας Τσίρκο (ανεβαίνει στο Θέατρο Αθήναιον, Πατησίων και Μάρνης), ενώ οι δεύτεροι κατεβάζουν παραστάσεις, βάζουν εµπόδια και τιµωρούν. Δεκάδες είναι οι απαγορευµένες παραστάσεις αυτής της περιόδου, που όµως δεν µπορούν να ανακόψουν το ρεύµα αυτό στον καλλιτεχνικό κόσµο. Νέοι ηθοποιοί και σκηνοθέτες ιδρύουν συνολικά 18 νέους θιάσους την περίοδο 1970-73, οι οποίοι φέρουν στους τίτλους τους τους προσδιορισµούς «µοντέρνος», «σύγχρονος», «ελεύθερος», προφανώς σε αντιδιαστολή µε την πολιτιστική στασιµότητα και το συντηρητισµό του καθεστώτος.
Αντίστοιχη ήταν η πραγµατικότητα και στο πεδίο του κινηµατογράφου, όπου η Αλκυονίδα (Ιουλιανού 42), η οποία άνοιξε το 1969, έπαιξε τον καθοριστικότερο ρόλο στη γαλούχηση µιας γενιάς µε έργα των Γκοντάρ, Τριφό, Παζολίνι, Βισκόντι, ακόµα και µε ταινίες του σοβιετικού κινηµατογράφου. Ταυτόχρονα έδωσε βήµα στους σκηνοθέτες του Νέου Ελληνικού Κινηµατογράφου (Θ. Αγγελόπουλο, Π. Βούλγαρη, Λ. Παπαστάθη, Π. Τάσιο) που δηµιουργούν ταινίες-διαµάντια µέσα στο άνυδρο τοπίο της δικτατορίας. Το Αλκυονίς γίνεται τέτοιο στέκι αντικαθεστωτικών ώστε κυκλοφορεί το ανέκδοτο ότι ο πιο εύκολος τρόπος για την Ασφάλεια να συλλάβει όλους τους εχθρούς του καθεστώτος είναι να κάνει µια επιδροµή στο εν λόγω σινεµά. Ο κόσµος που συσπειρώνεται στις αίθουσες είναι πολύς. Χαρακτηριστικά οι Μέρες του ‘36 του Αγγελόπουλου κόβουν πάνω από 11.000 εισιτήρια. Η Αλκυονίδα θα συνεχίσει την προσφορά της και µετά την πτώση της δικτατορίας, ενώ θα κλείσει το 1990.
Η άλλη όψη της αντίστασης και της δηµιουργίας ήταν ο αυταρχισµός κι η βία του καθεστώτος. Τα κτήρια σύµβολα αυτής της πραγµατικότητας είναι η πολυκατοικία της οδού Μπουµπουλίνας 18, όπου στεγαζόταν η Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, κι η ταράτσα του ΟΤΕ (Πατησίων), όπου στήθηκε το πιο φονικό πολυβολείο κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Ξύλο και βασανιστήρια (φάλαγγα, αποµόνωση, εικονικές εκτελέσεις, ηλεκτροσόκ) περίµεναν όσους φυλακίζονταν στην Μπουµπουλίνας, όπου έδρασαν µερικοί απ’ τους πιο µοχθηρούς βασανιστές της Χούντας. Τα θύµατα της «Μπουµπουλίνας» υπολογίζονται σε πάνω από 40 (20 κατά τη διάρκεια της κράτησης και άλλοι τόσοι λίγο µετά την απελευθέρωσή τους), ενώ πολλοί περισσότεροι είναι οι τραυµατισµένοι, ανάπηροι και κακοποιηµένοι. Αξιοσηµείωτο είναι το γεγονός ότι διάφορες διεθνείς αποστολές µετά τις επισκέψεις τους στο άντρο των βασανιστηρίων δήλωσαν ότι δεν είδαν και δεν άκουσαν τίποτα επιλήψιµο. Τα εκτεταµένα βασανιστήρια ήταν µια απ’ τις µεθόδους για να σπάσει το φρόνηµα του αγωνιζόµενου λαού. Μολαταύτα, οι κρατούµενοι επέδειξαν στην πλειοψηφία τους απίστευτη γενναιότητα και καρτερικότητα και µε το τρίπτυχο «αγάπα το κελί σου» (τον χώρο όπου αναγκαστικά διαβιώνεις δηλαδή), «τρώγε το φαΐ σου» (για να µην πάθεις φυµατίωση), «διάβαζε πολύ» (για να ξεφεύγει το µυαλό σου) κατάφεραν να γράψουν χρυσές σελίδες αξιοπρέπειας και κουράγιου στην ιστορία των αντιδικτατορικών αγώνων. Οι βασανιστές τους στη Μεταπολίτευση στην πλειοψηφία τους έπεσαν στα µαλακά, αρκετοί απαλλάχτηκαν, ενώ ακόµα περισσότεροι δεν παραπέµφθηκαν ποτέ σε δίκη. Αντίστοιχα, η «φονική ταράτσα» του ΟΤΕ έβαλλε σε όλη τη διάρκεια του Πολυτεχνείου εναντίον των διαδηλωτών σκορπώντας το θάνατο ακόµα και σε ανήλικα παιδιά (όπως τον 17χρονο Αλέξανδρο Σπαρτίδη). Ατρόµητοι όµως οι διαδηλωτές ενώ άκουγαν τις σφαίρες να σφυρίζουν γύρω τους παρέµεναν στις θέσεις τους σταθεροί. Σε αυτό το σηµείο θα πρέπει να γίνει ειδική µνεία στους νεκρούς του Πολυτεχνείου οι οποίοι πότισαν µε το αίµα τους την Πατησίων, τη Μάρνη, τη Στουρνάρη και άλλους δρόµους του κέντρου της Αθήνας. Αδιάσειστα ιστορικά στοιχεία από την εξαντλητική έρευνα του Εθνικού Ιδρύµατος Ερευνών µας δίνουν 24 επιβεβαιωµένους νεκρούς για το τριήµερο 16-18/11/1973, εκατοντάδες τραυµατίες και αρκετούς ακόµα µη ταυτοποιηµένους. Η ηλικιακή και ταξική σύνθεση των νεκρών πιστοποιεί µε τον καλύτερο τρόπο τον παλλαϊκό χαρακτήρα του Πολυτεχνείου, τον πρωτοπόρο ρόλο των εργατών και της νεολαίας, ενώ ο τρόπος που βρήκαν το θάνατο δεν αφήνει αµφιβολίες για τις προθέσεις και τη φονικότητα του καθεστώτος.
Γ.Μ
Μνήµες και γεγονότα της εξέγερσης µε τα λόγια πρωταγωνιστών
Μετά το τέλος του ιστορικού περιπάτου στους δρόµους της πόλης ακολούθησε εκδήλωση στο χώρο του Πολυτεχνείου, µε θέµα «Μνήμες και γεγονότα της εξέγερσης». Οµιλητές δύο εκ των πρωταγωνιστών της: ο Γιώργος Παριανός, φοιτητής τότε της Νοµικής και µέλος της ΚΝΕ και ΑντιΕΦΕΕ, και ο Τάσος Κατιντσάρος, εργαζόµενος και µέλος της ΚΟ Μαχητής, αφηγήθηκαν τις εµπειρίες και τα βιώµατά τους από το συγκλονιστικό εκείνο τριήµερο, «που θα µείνει για πάντα αποτυπωµένο στη µνήµη τους», όπως εξοµολογήθηκαν. Πρόκειται για δύο από τα χιλιάδες «παιδιά του Πολυτεχνείου» που στρατεύθηκαν σε αυτή τη µάχη, γλίτωσαν τις σφαίρες από τύχη, σύρθηκαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, βασανίστηκαν και χωρίς να εξαργυρώσουν τίποτα συνέχισαν να ζουν και να αγωνίζονται συλλογικά, µε ευαισθησία και αξιοπρέπεια. Κοµιστές ενός ανεκπλήρωτου µηνύµατος, µε µνήµες ζώσες σαν να µιλούν για γεγονότα χθεσινά, φώτισαν αποσιωπηµένες πλευρές της εξέγερσης, ευχόµενοι όσα ειπώθηκαν «να συµβάλουν έστω και στο ελάχιστο στις µάχες του σήµερα».
Ο Γιώργος Παριανός θυµάται τη στιγµή που έµαθε για την κατάληψη του Πολυτεχνείου: Μόλις είχε φτάσει στην Αθήνα, φαντάρος τότε, όπως πολλοί φοιτητές που επιστρατεύτηκαν εκδικητικά από τη Χούντα µε διακοπή της αναβολής τους, εξαιτίας της ενεργής συµµετοχής τους στο φοιτητικό κίνηµα. Τα «νέα» τούς βρήκαν ντυµένους ακόµη µε τα στρατιωτικά. Χωρίς χρονοτριβή κινήθηκαν προς την κατάληψη του Πολυτεχνείου. Η είσοδός τους ήταν «επεισοδιακή» καθώς οι φοιτητές, προτού τους αναγνωρίσουν, θορυβήθηκαν µε το µπουλούκι στρατιωτών που πλησίαζε το κτήριο. Τελικά µπήκαν µέσα και δραστηριοποιήθηκαν αµέσως. Ο Γ. Παριανός ανέλαβε την οµάδα περιφρούρησης. Θυµάται, ότι αρκετές φορές τις µέρες εκείνες εντοπίστηκαν αξιωµατικοί της ΕΑΤ-ΕΣΑ µέσα στο Πολυτεχνείο. Κάποιοι από αυτούς µάλιστα αναγνωρίστηκαν και αποµακρύνονταν από οµάδες 30 ατόµων, που τους πλησίαζαν και τους «απωθούσαν χωρίς φασαρίες», «για να αποφευχθεί η προβοκάτσια», όπως ανέφερε.
Ανακαλώντας µνήµες από εκείνα τα κατακλυσµιαία γεγονότα, αναφέρθηκε στο «πείραµα φιλελευθεροποίησης» της δικτατορίας, που στόχευε στη διεµβόληση δυνάµεων από το χώρο της Δεξιάς και του Κέντρου. Πείραµα που είχε κάποια αποτελέσµατα, καθώς οι δυνάµεις του αστισµού σκέφτονταν να συµµετάσχουν στις εξαγγελλόµενες εκλογές (Φεβρουάριος 1974), ενώ και το ΚΚΕ εσωτερικού άφηνε ανοιχτό το ενδεχόµενο. Έκανε µια στάση, στην κατάληψη της Νοµικής, τα προεόρτια της εξέγερσης, η οποία, όπως επισήµανε, ήταν προσχεδιασµένη, σε αντίθεση µε τον αυθόρµητο χαρακτήρα της κατάληψης του Πολυτεχνείου. Αναφέρθηκε στις πολιτικές ζυµώσεις που τελούνται µέσα στο χώρο της κατάληψης, την πανσπερµία απόψεων και συνθηµάτων, τα οποία τελικά συνενώθηκαν κάτω από το κεντρικό σύνθηµα «Ψωµί – παιδεία – ελευθερία – λαοκρατία», κοινό παρανοµαστή ετερόκλητων πολιτικών ρευµάτων. Στάθηκε στις πολιτικές αντιπαραθέσεις που διεξάγονταν µε συντροφικό τρόπο ανάµεσα στο ΚΚΕ, το ΚΚΕ εσ. και τις υπόλοιπες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Επισήµανε τις ταλαντεύσεις της ΚΝΕ και τον καθοριστικό ρόλο των στελεχών της, που ήταν µαχητικά µέλη του φοιτητικού κινήµατος, στην επικράτηση της άποψης για συνέχιση της κατάληψης, ενώ δεν παρέλειψε να καταγράψει τις διαφωνίες σηµαντικού τµήµατος της ΚΝΕ σχετικά µε τις υστερόχρονες αποτιµήσεις των γεγονότων από την κοµµουνιστική νεολαία και το ΚΚΕ.
Στη συνέχεια, ο Τάσος Κατιντσάρος αναφέρθηκε στη δική του… πρώτη αντίδραση: «Δυο µέρες µετά τα 18α γενέθλιά µου, 14/11/1973, απόφοιτος του ΙΑ΄ εξατάξιου Γυµνασίου Περιστερίου, έχω δώσει εξετάσεις για τα ΑΕΙ και δεν έχω περάσει. Αιτία η “γνωριµία” µου µε το αντιστασιακό κίνηµα και το µαρξισµό. Κύριος υπεύθυνος ο Β. Ι. Λένιν! Εργάζοµαι στα Χαυτεία ως εµποροϋπάλληλος, σ’ ένα κατάστηµα που πουλάει µουσικά όργανα. Με το που σχόλασα αργά το µεσηµέρι, πετάχτηκα πιο κάτω στην Πατησίων, όπου απ’ το πρωί έχει αρχίσει να συγκεντρώνεται νεαρόκοσµος µέσα και γύρω απ’ το Πολυτεχνείο. Φωνές, συνθήµατα, ένταση. Αργότερα, µαζί µε κάποιους φίλους και συντρόφους, µπήκαµε µέσα και συµµετείχαµε όσο µπορέσαµε ο καθένας στο τριήµερο της λαϊκής εξέγερσης του Νοέµβρη, µέχρι που µας έβγαλαν τα τανκς.»
Ο Τ. Κατιντσάρος συνέχισε µε µια χειµαρρώδη εξιστόρηση «σαν κάποιος που µπήκε µέσα στον νέο κόσµο του κατειληµµένου Πολυτεχνείου και… ξέχασε να βγει!». Μίλησε για την εργατική συνέλευση, στην οποία συµµετείχε, που πραγµατοποιούνταν σε ένα κατάµεστο αµφιθέατρο του Γκίνη, για τις προκηρύξεις που µοιράζονταν κρυφά από τους καταληψίες-εργάτες στα γιαπιά και τα εργοστάσια, για τη συµµετοχή των εργαζοµένων στην εξέγερση, για τον µαζικό ερχοµό των οικοδόµων στο Πολυτεχνείο. Αναφέρθηκε στην επαναστατική διάσταση που πήραν τα γεγονότα εξαιτίας του εκρηκτικού µείγµατος νεολαίας και εργατικής τάξης, δηµιόυργηµα της αποφασιστικότητας του αγώνα. Επισήµανε τη δηµοκρατία των συνελεύσεων, τους τρόπους λήψης πολιτικών αποφάσεων, την ύπαρξη αιρετών κι ανακλητών εκπροσώπων και συντονιστικής επιτροπής, που υλοποιούσε τις αποφάσεις. Αναφέρθηκε στο γαλαξία των εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων της Αριστεράς και τη συµβολή τους. Ανέδειξε τον τρόπο µε τον οποίο τα «παιδιά του Νοέµβρη», κουβαλώντας µιαν άλλη αισθητική κι έναν νέο (πολιτικό) πολιτισµό, έκαναν την επανάστασή τους και απέναντι στην προηγούµενη γενιά της «Αριστεράς της παραίτησης».
Ν. Κ