της Μαριάννας Τζιαντζή
Μια παγκόσµια πρώτη σηµειώθηκε το βράδυ της Πέµπτης στο δελτίο ειδήσεων της ΝΕΤ. Η Αγλαϊα Κυρίτση, όχι µόνο είχε φόντο τα πάνοπλα ΜΑΤ, αλλά µιλούσε en plein air, στο ύπαιθρο, µε στέγη τον ουρανό. Μάλιστα φορούσε µπουφάν, κάτι που δεν συνηθίζεται στα τηλεοπτικά δελτία – µια δικαιολογηµένη ενδυµατολογική επιλογή στη νυχτερινή εργασία.
Ελάχιστα γνωρίζουµε για την προσωπική ζωή της ΑγλαÀας Κυρίτση, σε αντίθεση µε ό,τι συµβαίνει µε άλλες τηλεπαρουσιάστριες που οι γάµοι, τα διαζύγια ή οι διακοπές τους απασχολούν τα κουτσοµπολίστικά έντυπα και εκποµπές. Γνωρίζουµε όµως ότι εδώ και πέντε µήνες αγωνιζόταν «και αυτή» µέρα-νύχτα όχι απλώς για να µη χάσει τη θέση εργασίας της αλλά για την ίδια τη δηµοκρατία που ποδοπατήθηκε βάναυσα µε το πρώτο και το δεύτερο «µαύρο». Είναι µία ανάµεσα σε εκατοντάδες εργαζόµενους της ΕΡΤ, γνωστούς και άγνωστούς µας άνδρες και γυναίκες, που επί 150 µέρες στάθηκαν όρθιοι σαν δηµιουργικοί παραγωγοί και όχι απλώς σαν διαµαρτυρόµενοι απολυµένοι.
Ο ηρωισµός αυτής της δηµοσιογράφου, όπως και των «ανωνύµων» της ΕΡΤ, δεν ήταν στιγµιαίος, προϊόν µιας παροδικής συλλογικής έξαρσης. Η σταθερότητα, η επιµονή, η εντυπωσιακή αυτοκυριαρχία της εκδηλώνονταν και στις δύσκολες µέρες, όταν το πρώτο κύµα της συµπαράστασης των «απέξω» στους εργαζόµενους της ΕΡΤ είχε ξεθυµάνει.
Στο Διαδίκτυο διαβάζουµε το βιογραφικό του πατέρα της, του ηπειρώτη Λάζαρου Κυρίτση, που στα χρόνια της Κατοχής διέκοψε τις σπουδές του στη Νοµική Αθηνών για να πολεµήσει µε τον ΕΛΑΣ. Μακρονησιώτης, καταδικασµένος έξι χρόνια φυλακή επί χούντας, εξακολουθεί να αγωνίζεται και στη Μεταπολίτευση, ακόµα και στα βαθιά γεράµατα. Να λοιπόν που τίποτα δεν πάει χαµένο…
Το ήθος που έδειξε η Αγλαϊα Κυρίτση δεν είναι µόνο µια προσωπική αρετή αλλά και µια συλλογική κατάκτηση. Αυτό το σύντοµο καλοκαίρι της αυτοδιαχείρισης –που το σκότωσαν οι πρώτες φθινοπωρινές µπόρες και τα ΜΑΤ του Δένδια– απέδειξε ότι οι εργαζόµενοι διαθέτουν φαντασία, τόλµη και δηµιουργικότητα, ότι µπορούν να προσφέρουν εξαιρετικό προϊόν καταργώντας την ιεραρχία και τους ακριβοπληρωµένους διευθυντές. Τίποτα δεν πάει χαµένο –για δεύτερη φορά– αρκεί να προχωρήσουµε πέρα από τον αυτονόητο θαυµασµό, το σεβασµό, τη συγκίνηση.