του Δημήτρη Σταμούλη
Σε ένα νέο γύρο αποφασιστικών αγώνων εισήλθαν οι εργαζόμενοι στις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας Βόνταφον και Γουίντ, αρνούμενοι να χάσουν τα δικαιώματα που έχουν κατακτήσει με αγώνες και να γίνουν υπάλληλοι σε εργολαβική εταιρεία, χωρίς συμβάσεις, με πετσοκομμένους μισθούς και διαλυμένα σωματεία. Οι 24ωρες απεργίες που αποφάσισαν μέσα από μαζικές διαδικασίες και συνελεύσεις έβαλαν λουκέτο στις δύο εταιρείες και έσπειραν τον πανικό στην εργοδοσία.
Το σχέδιο των δύο εταιρειών είναι να ενοποιήσουν μέρος του δικτύου τους και μάλιστα ξοδεύουν αδρά προκειμένου να διαφημίσουν αυτή τη συνεργασία τους. Υποτίθεται ότι οι καταναλωτές θα έχουν οφέλη και καλύτερες υπηρεσίες και τιμές, ενώ από το κάδρο της καμπάνιας δεν έλειψαν υποσχέσεις για επενδύσεις, θέσεις εργασίας, στήριξη των εργαζομένων και της κοινωνίας. Μάλιστα, έφτασαν μέχρι και στον Σαμαρά το περασμένο καλοκαίρι, προκειμένου να ζητήσουν εγγυήσεις για τα σχέδιά τους αλλά και να στηρίξουν το …success story(!) της κυβέρνησης.
Βέβαια, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά στην πραγματικότητα. Όπως καταγγέλλουν σε κοινή ανακοίνωσή τους τα σωματεία των εργαζομένων σε Βόνταφον και Γουίντ, ουσιαστικά δημιουργούν μια δήθεν «νέα» εταιρεία, όπου μεταφέρουν μεγάλο μέρος του τεχνικού προσωπικού και του τεχνικού έργου. «Αυτό δεν έχει σχέση με καμία ανάγκη υλοποίησης κανενός έργου. Στοχεύει αποκλειστικά στο να διαλύσει τις συλλογικές συμβάσεις και τα σωματεία στις δύο εταιρείες, φέρνοντας απολύσεις και μειώσεις μισθών», δήλωσε στο Πριν η Σοφία Θεοδωρακοπούλου, πρόεδρος του σωματείου εργαζομένων στη Βόνταφον.
Πηγαίνοντας στη «νέα εταιρεία», εκατοντάδες εργαζόμενοι θα βρεθούν χωρίς συλλογική σύμβαση, χωρίς σωματείο να τους εκπροσωπεί και να τους καλύπτει. Όλα όσα κατακτήθηκαν (αξιοπρεπείς μισθοί, επιδόματα γάμου, παιδιών, ειδικότητας, φροντίδας παιδιών κ.α.) στις συλλογικές συμβάσεις, μέσα από τα δύο σωματεία, θα βρεθούν στον αέρα ή θα γίνουν αντικείμενο «ατομικής διαπραγμάτευσης» και θα καταργηθούν, αφού όπως εκτιμούν οι συνδικαλιστές, στις εργολαβικές εταιρείες είναι πρακτικά αδύνατο να στηθούν και να λειτουργήσουν σωματεία.
Αυτή η προοπτική έχει γίνει σαφής στους εργαζόμενους, αφού δεν πείθονται από τις ιστορίες της εργοδοσίας ότι διασφαλίζονται τα δικαιώματά τους. Αυτό το γεγονός έγειρε αποφασιστικά τον πήχη υπέρ της αγωνιστικής στάσης και της απεργίας. Μάλιστα, όπως μας είπε η Σ. Θεοδωρακοπούλου, στις δύο ημέρες απεργίας, την Τετάρτη στη Γουίντ και την Παρασκευή στη Βόνταφον, η συμμετοχή των τεχνικών που θα κληθούν να στελεχώσουν τη νέα εταιρεία αλλά και των συναδέλφων τους ήταν σχεδόν καθολική. Τα πέντε κτίρια της Γουίντ νέκρωσαν με μαζικές περιφρουρήσεις έξω από τις εισόδους, με τη στήριξη άλλων σωματείων και εργαζόμενων που έσπευσαν για συμπαράσταση, ενώ και στη Βόνταφον δύο κεντρικά κτίρια νέκρωσαν ενώ στα άλλα δύο η συμμετοχή ήταν πολύ μεγάλη.
Αυτή η εξέλιξη καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη μαζικοποίηση των γενικών συνελεύσεων των δύο σωματείων. Στους χώρους δουλειάς όπου επιχειρήθηκαν οι συνελεύσεις, δεκάδες εργαζόμενοι έλαβαν μέρος και η πρόταση για αγωνιστικές και απεργιακές δράσεις υπερψηφίστηκε μαζικά. Μάλιστα, είναι από τις λίγες φορές που οι εργαζόμενοι και των δύο εταιρειών δήλωσαν μαζικά απεργία κι όχι «άδεια» κ.α. όπως άλλες φορές γινόταν από κάποιους εργαζόμενους υπό τις απειλές αντεκδίκησης της εργοδοσίας. Ενώ και οι εργοδότες ομολογώντας την αποτυχία τους στο να εκφοβίσουν τους εργαζόμενους, δεν επιστράτευσαν ούτε απεργοσπαστικό μηχανισμό, ούτε την αστυνομία.
Τα σωματεία σε Βόνταφον και Γουίντ απευθυνόμενα στους καταναλωτές, τονίζουν ότι οι δύο εταιρείες για χρόνια θησαύρισαν, χτυπώντας συστηματικά τα δικαιώματα των εργαζομένων. Στοχοποιώντας επιλεκτικά εργαζόμενους για τη συνδικαλιστική τους δράση, αρνούμενες να υπογράψουν συλλογικές συμβάσεις, κάτι που επιτεύχθηκε τελικά με επίμονους αγώνες, ενώ έχουν προβεί σε εκατοντάδες απολύσεις. Πριν 3 χρόνια, η Γουίντ είχε σχεδόν 2.000 εργαζόμενους, σήμερα έχει φτάσει λίγο πάνω από 1.000, ενώ η Βόνταφον είχε 2.800 πριν από 5 χρόνια, σήμερα έχει μόλις 1.700. Διέλυσαν επίσης τις σταθερές εργασιακές σχέσεις, επιβάλλοντας μπλοκάκια, «ενοικιαζόμενους», συμβασιούχους, μερικώς απασχολούμενους, υπεργολαβίες.
Οι εργαζόμενοι με τον αγώνα τους δηλώνουν αποφασισμένοι να αποτρέψουν την ίδρυση και λειτουργία της νέας εταιρείας, διεκδικώντας παράλληλα οι τηλεπικοινωνίες να είναι προσβάσιμες σε όλους, φτηνά και ποιοτικά. Και αυτό για να επιβληθεί, προϋποθέτει ανατροπή των πολιτικών που δίνουν τα πάντα στους εργοδότες, στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας», της «ανάπτυξης», των «επενδύσεων» κ.λπ., που επιτρέπουν στις επιχειρήσεις του κλάδου να κερδοσκοπούν πάνω σ’ αυτή την κοινωνική ανάγκη, πατώντας πάνω στα πτώματα των εργαζομένων.
Πάντως, όπως διαβεβαίωσε η Σ. Θεοδωρακοπούλου, οι εργαζόμενοι και των δύο σωματείων δηλώνουν αποφασισμένοι να συνεχίσουν ως την τελική δικαίωση τον αγώνα τους.