της Ειρήνης Κοσμά
Tύμπανα πολέμου ηχούν και πάλι στην ανατολική πλευρά της Μεσογείου. Η Συρία τίθεται στο στόχαστρο του διεθνούς ιμπεριαλισμού. ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία και οι νατοϊκοί σύμμαχοί τους, με πρώτο και καλύτερο το Ισραήλ, που εμπνεύστηκε και έφερε σε πέρας μεγάλο μέρος του πολυπλόκαμου πολεμικού σχεδίου, ετοίμαζαν, μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, τη χαριστική βολή στον συριακό λαό. Τον πληθυσμό που εδώ και δυόμισι χρόνια, υφίσταται μία από τις πιο αιματηρές και βίαιες περιόδους στην ιστορία του. Σφαγές, διώξεις, ξεριζωμοί αμάχων έφερε η επίμονη άρνηση του καθεστώτος Άσαντ να εγκαταλείψει την εξουσία και, κυρίως, η ισραηλινή επιθετικότητα, που όπλισε τους αντικαθεστωτικούς.
Το Ισραήλ, αφού έσυρε τον πληθυσμό σε έναν ανελέητο εμφύλιο, επιδιώκει να σύρει τις αμερικανο-νατοϊκές δυνάμεις σε ένα γενικευμένο πόλεμο, ασκώντας εκβιαστικές πρακτικές. Ελπίζει ότι έτσι θα πετύχει την εδραίωση της ηγεμονίας του στη Μέση Ανατολή, την πάταξη κάθε καθεστώτος που αρνείται να υποταχθεί στις επεκτατικές του βλέψεις και την παραδειγματική τιμωρία κάθε λαού που καταγγέλλει τα εγκλήματά του κατά των Παλαιστινίων. Τελευταίο τέχνασμα, η χρήση χημικών όπλων από μισθοφόρους πληρωμένους από το Τελ Αβίβ με χιλιάδες νεκρούς και η προσπάθεια να εμφανιστεί ο Άσαντ ως υπεύθυνος για το νέο ισραηλινό έγκλημα στη Συρία.
Η συμφορά που σπέρνουν οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις δεν έχουν τελειωμό για το λαό της πολύπαθης χώρας, ενώ επηρεάζουν συνολικά τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Βαριά η ευθύνη και του Αραβικού Συνδέσμου, που για μια ακόμα φορά συντάσσεται με τις δυνάμεις της Δύσης και με την προδοτική του στάση γεμίζει οργή τους αραβικούς λαούς. Η ένταση εξαπλώνεται, καθώς περισσότερες κυβερνήσεις υποχρεώνονται να πάρουν οριστική θέση με αποτέλεσμα να δυναμώνει η πόλωση και να επεκτείνεται η κρίση απειλώντας να παρασύρει στη δίνη της ακόμα και την Κύπρο. Από την Πέμπτη, βρετανικά καταδιωκτικά επεκτείνονται στην περιοχή Ακρωτηρίου της Μεγαλονήσου.
Το Λονδίνο ανακοινώνει ότι μια επέμβαση στη Συρία είναι νομιμοποιημένη ακόμα και εκτός Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Παρόλα αυτά, οι έντονες πιέσεις στο εσωτερικό, υποχρεώνουν τον Κάμερον να αποδεχτεί την πραγματοποίηση δύο ψηφοφοριών από τους βρετανούς βουλευτές για την έγκριση της επίθεσης, επιλογή που του επιφύλαξε μια συντριπτική ήττα. Το Παρίσι, από την πλευρά του, διαβεβαίωνε μέσω διπλωματικών πηγών ότι δεν πρόκειται να «αποφύγει τις ευθύνες» του. Τέλος, η Μέρκελ τάσσεται μεν υπέρ της επέμβασης, αποφεύγει ωστόσο να δεσμευτεί για άμεση συμμετοχή της Γερμανίας, η οποία θα δυσχέραινε την θέση της ενόψει των εκλογών, όπου διεκδικεί εκ νέου την καγκελαρία.
Στον αντίποδα των δυνάμεων της Δύσης βρίσκονται η Ρωσία και το Ιράν, που αντιτίθενται στα αμερικανο-νατοϊκά σχέδια. Η Ρωσία προτάσσει βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Ταυτόχρονα στέλνει δύο πολεμικά πλοία στην ανατολική Μεσόγειο. Σταθερή είναι και η στάση του Ιράν, που προσφέρει στήριξη στο καθεστώς Άσαντ. Σε περίπτωση επίθεσης, η Τεχεράνη με προθυμία θα προωθούσε ένοπλους μαχητές της όχι μόνο στη Συρία, αλλά και στο Ιράκ. Μία επέμβασή τους δεν θα αργούσε να μετατρέψει σε κόλαση την περιοχή προκαλώντας ανυπολόγιστη ζημιά στο αμερικανόδουλο ιρακινό καθεστώς, καθώς και νέα εκτίναξη των τιμών πετρελαίου.
Μόλις την Τετάρτη, τουλάχιστον 71 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και περισσότεροι από 200 τραυματίστηκαν σε πάνω από δέκα βομβιστικές επιθέσεις στη Βαγδάτη. Επρόκειτο για το χειρότερο κύμα βίας που έχει γνωρίσει η χώρα τα τελευταία πέντε χρόνια, το οποίο πυροδοτείται από την κρίση στη Συρία. Ούτε η Τουρκία μένει αμέτοχη, καθώς η Άγκυρα έχει ταχθεί κατά του Άσαντ και θέτει τις ένοπλες δυνάμεις της σε κατάσταση συναγερμού. Άλλες χώρες της Δύσης, όπως η Ιταλία εκφράζουν σκεπτικισμό και δηλώνουν ότι θα μείνουν στο περιθώριο, χωρίς να παράσχουν βοήθεια.
Η Ουάσιγκτον πάντως, μετά την άκαρπη δεύτερη εντός 24 ωρών συνάντηση του Συμβουλίου Ασφαλείας, την Πέμπτη, εξήγησε επισήμως ότι επιδιώκει περιορισμένης κλίμακας απάντηση στην υποτιθέμενη χρήση χημικών όπλων και όχι μια στρατιωτική επέμβαση όπως εκείνη στο Ιράκ. Παρά την προσπάθεια του Λευκού Οίκου να μετριάσει το πολιτικό κόστος από την εμπλοκή του σε ένα ακόμα μέτωπο στη Μέση Ανατολή, η πίεση στο εσωτερικό αυξάνεται διαρκώς. Ογκώδεις αντιπολεμικές διαδηλώσεις έχουν ήδη αρχίσει να πραγματοποιούνται στη Νέα Υόρκη και στις μεγαλύτερες πόλεις των ΗΠΑ.
Έξω από τον Λευκό Οίκο, διαδηλωτές καταγγέλλουν τους ψευδείς ισχυρισμούς στους οποίους στηρίζεται η κυβέρνηση Ομπάμα για να δικαιολογήσει την επίθεση. Μάταια ο εκπρόσωπός του, Τζος Έρνεστ, σπεύδει να απορρίψει κάθε σύγκριση μεταξύ των ενεργειών του Ομπάμα με εκείνες του προκατόχου του, Μπους, που είχε δικαιολογήσει την τότε εισβολή με τον ισχυρισμό ότι το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν διέθετε όπλα μαζικής καταστροφής, τα οποία δεν βρέθηκαν ποτέ. Η επίσημη ανακοίνωση περί περιορισμένης επίθεσης απλά επιβεβαίωσε διεθνή δημοσιεύματα που από τις αρχές τις εβδομάδας εμφάνιζαν τη Δύση έτοιμη να εξαπολύσει «ολιγοήμερη επίθεση ακριβείας».
Τα δημοσιεύματα έκαναν λόγο για αεροπορικές επιδρομές από συνασπισμό δυνάμεων του ΝΑΤΟ και του Αραβικού Συνδέσμου χωρίς έγκριση ή κάλυψη του ΟΗΕ. Πολεμική ρητορική επιστράτευσε η Συρία, κάνοντας λόγο για αιφνιδιαστική απάντηση, η οποία θα γινόταν ο τάφος των εισβολέων. Πέρα από τις δηλώσεις, που δεν είναι ασυνήθιστες για χώρες οι οποίες βρίσκονται στο στόχαστρο, μια επίθεση δεν θα οδηγούσε τους δυτικούς σε εύκολη νίκη. Σε καμία περίπτωση δε, δεν θα απάλλασσαν τους πληθυσμούς, παγκοσμίως, από τη φρίκη που αναπαράγει η βία και το αίμα για να θεμελιώσουν την παντοκρατορία. Εν μέσω βαριάς ατμόσφαιρας και παρά την πολιτική χρεοκοπία του Άσαντ, στη Δαμασκό αφυπνίζεται το αίσθημα πατριωτισμού. Σύμφωνα με ανταποκρίσεις, τζιπ κυκλοφορούσαν στις γειτονιές παίζοντας εθνικιστικά τραγούδια από μεγάφωνα και νεαροί έβαφαν τους δρόμους στα χρώματα της συριακής σημαίας.